Tumgik
lit4y · 1 year
Text
Μνήμες στα βράχια
Κεφάλαιο 3: Η επάνοδος
Το φανάρι άναψε πράσινο και το ανθρώπινο πλήθος των άγνωστων υπάρξεων της πόλης ξεχύθηκε στη διάβαση για να περάσει απέναντι, καθένας και καθεμιά τους έχοντας το δικό του πρόγραμμα δράσης στην ρουτίνα του - σαν καλοκουρντισμένες μηχανές που αγκομαχούν να επιτύχουν το επιβεβλημένο ύψος παραγωγής ή να διεκπεραιώσουν το έργο που τους έχει προκαθοριστεί. Η μιά από τις πολλές σε αγώνα δρόμου προς το αργοπορημένο ραντεβού, μια άλλη για το μετρό της επιστροφής οίκαδε, η τρίτη για το καθήκον της επίσκεψης σε εμπορικό για μια πινελιά ανανέωσης στο ρουχισμό, κάποια για την ανάγκη τραπεζικής υποχρέωσης, η επόμενη με κατεύθυνση προς μια προσφιλή αγκαλιά, ίσως μια από αυτές να προλάβει μια δημόσια υπηρεσία πριν κατεβάσει ρολά κι όλες μαζί εντέλει να θεραπεύουν τα άγχη τους, να γεμίζουν τις στιγμές του με «καθήκοντα κι υποχρεώσεις», να συνεχίζουν τον καλπάζοντα ρυθμό τους.
Ακόμα μια, η έσχατη από τις σάρκινες φιγούρες, δίχως σκοπό, χωρίς λίστα εντολών εκτέλεσης να επιβάλλεται στη θέληση της και να προσανατολίζει την ορμή της σε ωφέλιμο έργο, περιπλανιέται εδώ κι εκεί, άβουλο πλάσμα στα γρανάζια του χρόνου που μονόπλευρα σπρώχτει τους δείκτες των ρολογιών, σαν ξύλινη μικροσκοπική βαρκούλα έρμαιο των γιγάντιων αφρισμένων κυμάτων να βολοδέρνει μεσοπέλαγα, πλανιέται αργά μεσ΄ τα στενά της πόλης ή τις φαρδιές λεωφόρους της. Πού να πηγαίνει άραγε;
Διασχίζει το κέντρο αδιάφορα, χαζεύει απ΄ έξω τα μαγαζιά κάθε είδους - παπούτσια, ηλεκτρικά, φαγάδικα, ρουχισμός για κάθε φυλή φύλο ή μέρος του κορμιού, διάφορα ποτεία, εξοπλισμό ποικίλο - προσπερνά γραφεία, υπηρεσίες, κατηφορίζει Αθηνάς, πουθενά δε σταματά, το «καθήκον» του για απόψε είναι συνέχιζε. Στο Μοναστηράκι διαβαίνει όλα τα στενά λες κι έψαχνε κάτι συγκεκριμένο να βρει. Παλιές αντίκες ή έπιπλα κάποιας εποχής, μεταχειρισμένα ρούχα, βιβλία ή δίσκοι παρόντος ή προηγούμενου αιώνα, μονάχα στόχος της φευγαλέας ματιάς του, αμίλητος τα ατενίζει, τίποτα να τον κεντρίσει για να σταθεί, να ρωτήσει, να διαπραγματευτεί, να αγοράσει. Εικόνες μόνο τα πάντα, να χαράζονται για δευτερόλεπτα στα βάθη του αμφιβληστροειδή του.
Στο Θησείο στρίβει αριστερά, περνά τις καφετέριες - λιγοστοί πελάτες στις περισσότερες -, ανηφορίζει, διασταυρώνεται ή προσπερνά εποχούμενους τουρίστες, ζευγαράκια σε ρομαντικό περίπατο, νεανικές παρέες που ξοδεύουν ευχάριστα το χρόνο τους με περιπλάνηση και κουβεντολόι για κάθε ενδιαφέρον ή αδιάφορο θέμα κι ο τιμονιέρης νους εντέλει τον φτάνει Φιλοπάππου. Κάθεται σε παγκάκι. Μνήμες παλιές ζωντάνεψαν ξαφνικά, άσχημες οδυνηρές εμπειρίες. Στέναξε.
Αν.... Αν είχατε μιλήσει τότε! Αν σου είχε μιλήσει! Το σίγουρο είναι πως δεν θα ΄χε αυτά τα τέσσερα χρόνια περιπέτειας. Για ένα βήμα μοναχά προσέγγισης! Για ένα βήμα τόλμης, θάρρους, θράσους βρε αδερφέ. Αυτός ή εσύ.Τι κόστος να έχει τάχα ένα βήμα; Μια λέξη μόνο έφτανε. Σίγουρα έφτανε. Αυτός ή εσύ. Πόσο κοστίζει άραγε μια λέξη; 1€ η συλλαβή; 1€ κάθε γράμμα; Τι ψυχή να έχουνε τα 10-20€; Τέσσερα χρόνια χαμένα. Τέσσερα χρόνια χαμένου έρωτα! Τι λέω; Αγάπης. Για 10-20€, λέξεις και λόγια δηλαδή που δεν ανταλλάχτηκαν! Τόσο κοστίζει τελικά η σιωπή εκατέρωθεν. Η δειλία, η ατολμία, η συστολή. Αυτός ή εσύ. Οι ματιές που έμειναν μετέωρες. Λίγα ψίχουλα αυτοπεριορισμού στη μοναξιά, του εαυτού μας! Πόσο ακριβά είναι τα ψίχουλα!
Δάκρυα ήρθανε στα μάτια, μα έπνιξε τον καημό μέσα στα στήθια του. Πνιγόταν! Από έρωτα. Από καημό για σένα. Ξαναστέναξε. Άναψε δυο τσιγάρα απανωτά. Κόσμος πηγαινοέρχεται, νέοι και νέες τρέχουν - γυμνάζονται -, γερόντια περπατάνε ράθυμα, ζευγάρια ρομαντζάρουνε, τουρίστες αλληλοφωτογραφίζονται - selfie με φόντο την Ακρόπολη - ή άλλοτε αγκαλιά με κάποια αρχαία κολόνα - στολίδι στην άκρη του πεζόδρομου. Κι αυτός ενσωματωμένος για ώρα με το παγκάκι, αγκαλιά με τη μοναξιά του, να σιγοψιθυρίζει στο ασυνείδητο τα σφάλματα του κι αυτό να τον μαστιγώνει με τα δεινά του αυτοσαρκασμού, με το μαρτύριο της θλίψης.
Το απόγευμα ολοκληρώνεται σταδιακά, το σούρουπο κοντοζυγώνει. Σηκώθηκε, παίρνει τον ανήφορο, ανεβαίνει τον ξακουστό λόφο, φτάνει στο πλάτωμα, κατάφατσα του το μνημείο. Άσχημες αναμνήσεις τον τυλίγουν, οδυνηρές εμπειρίες. Περπατά γύρω τριγύρω, στέκεται, selfie με το μνημείο. Γιατί; Κάθεται κάτω, σ΄ ένα βράχο. Ατενίζει τη θάλασσα του Πειραιά. Πόσο όμορφο το ηλιοβασίλεμα! Το κοιτά μονάχος, το χαίρεται. Πόσο κοστίζει; Τίποτα, δωρεάν. Πλήθος όμορφα, γλυκά, τρυφερά συναισθήματα - πανάκριβο δώρο στη γαλήνη της ψυχής! Αχ, αν ήσουν εδώ, στην αγκαλιά του μέσα - τον βασανίζει το τιμωρητικό υποσυνείδητο! Φωτογραφίζει τον Πειραιά σε πορτοκαλομενεξελιές αποχρώσεις, το Φάληρο, τους λόφους και τα βουνά τριγύρω. Γιατί; Για ποιόν; Να θυμάται τι; Τις άσχημες εμπειρίες με μια αναγκαστική συντροφιά, αποκούμπι της ψυχικής ανισορροπίας ύστερα απ΄ τη δική σου απομάκρυνση, την απόσταση, την παγερή ερημιά του χαμένου έρωτα.
Ξανακάθισε. Για δυο λέξεις μοναχά! Δυο λέξεις που σφηνώθηκαν στο ασυνείδητο και δεν θάρρεψαν να ξεμυτίσουν στα χείλια για να ακουστούν, να ανταλλαγούν. Σ΄ αυτά τα διψασμένα χείλια για αγάπη, για μοιρασιά, για συντροφικότητα. Για έρωτα! Πόσο ακριβές ήταν τελικά αυτές οι λέξεις; Στέναξε πάλι. Σηκώθηκε, περπατά τριγύρω αργά, σέρνοντας τα βήματα του, λες κι είχε φορτωθεί στην πλάτη του όλο τον πλανήτη, όπως ο μυθικός Άτλαντας. Κάθεται παραπέρα σ΄ άλλο βράχο - σαν όλη η χώρα κατάσπαρτη από βράχια να είχε φορτωθεί ετσιθελικά στην πλάτη του, μια ζωή ολάκερη γεμάτη βράχια-κακοτοπιές, βάσανα, κακουχίες, δεινά που του έλαχαν. Άσχημες οδυνηρές εμπειρίες για τέσσερα χρόνια, τόσο κόστισαν οι δυο λέξεις. Που δεν ειπώθηκαν.
Έτσι. Χωρίς λόγο! Γιατί ήταν άνθρωπος, είναι καλός, ευγενικός, συμπονετικός άνθρωπος. Συμπαραστατικός. Τρυφερή ψυχή, δοτική. Οι καλοί πάντα πληρώνουν! Ξοφλάνε την κακία αλλονών. Δάκρυσε. Τόσο δάκρυ μέχρι σήμερα για δυο λέξεις! Πόσο κοστίζει ένα δάκρυ; Τίποτα, δωρεάν. 1000000 δάκρυα η κάθε λέξη; Πνιγόταν. Σηκώθηκε αργά, σαν πονεμένος που κάθε κίνηση του σπέρνει χιλιάδες οδυνηρούς παλμούς πόνου σε κάθε κύτταρο και μαρτυρά σφίγγοντας τα δόντια, ματώνοντας τα χείλια, σκίζοντας κοφτερά τη σάρκα για να σκεπάσει ο αυτοτραυματισμός τον άλλο πόνο που ΄ναι βαθιά μεσ΄ την ψυχή.
Τι είχε γίνει τότε; Τίποτα κακό κι όλα τα κακά της οικουμένης μαζεμένα στη ράχη του. Για λίγες στιγμές. Για δυο λέξεις που κρύφτηκαν φοβισμένες στα κατάβαθα του νου, αντίς να ξεχυθούν στο φως, να κάψουν τις ψυχές, να λαμπαδιάσουν τα κορμιά, να φυλακίσουν τις μοναξιές σ΄ ανήλιαγα μπουντρούμια, να αναστήσουν δυο ζωές! Γιατί να μην τις έχει πει; Εσύ, γιατί δεν τις ξεστόμισες, γιατί τις έκρυψες, γιατί δεν τις απαίτησες; Λες κι ήταν κρυμμένος αμύθητος θησαυρός! Δεν είναι ο έρωτας ένας θησαυρός; Η αγάπη δεν είναι αναντικατάστατος πλούτος που αναβαθμίζει τις υπάρξεις, τις τελειώνει, τις ολοκληρώνει; Γιατί να ��ίναι τόσο ακριβή η επικοινωνία των ανθρώπων; Κι όμως, στον αιώνα μας - της επικοινωνίας -, γιατί να είναι τόσο φτηνά τα MByte και τόσο ακριβές οι λέξεις, όταν σε καθένα από αυτά χωράνε μυριάδες από δαύτες; Αναστέναξε απεγνωσμένα, σαν το ναυαγό που έχει αποκάμει από κούραση με χιλιάδες χεριές για να σιμώσει ένα σωτήριο νησί στον ορίζοντα κι εκείνο παραμένει δεκάδες μίλια μακριά του.
Μα εσύ δεν του απάντησες καν! Σου ευχήθηκε για τη γιορτή σου, δυο λέξεις - οι γνωστές, Χ.Π. Σε πόσα MByte χωράει ένα ευχαριστώ; Πρακτικά μηδέν. Ακριβώς τόσα τα γράμματα της απάντησης σου, zero. None! Κι όμως, αυτή η λέξη ήταν πανάκριβη γιαυτόν, ανεκτίμητη. Μα ακόμα δεν έχει επιστραφεί! Τώρα πια τη θέλει από τα χείλια σου, δεν τον νοιάζει που δεν του ευχήθηκες στη δική του γιορτή, δεν του ανταπέδωσες τα ίσα - τότε ίσως τον πείραξε, μα τώρα όχι πια.
Μονάχα δυο λέξεις περιμένει από εσένα, να έβγουν απ΄ τα χείλια σου. Έπειτα τα σφηνάκια θα πέσουν βροχή. Ένα στον καθένα για κάθε συλλαβή. Ίσως και δυο και τρία για κάθε γράμμα. Αυτές οι λέξεις αξίζουν ένα μεθύσι, γιατί είναι μεθυστικές. Ένα μεθύσι μαζί σου είναι ανεκτίμητο. Πες τις μονάχα και θα γίνει - είναι έτοιμος. Θα τα ξεχάσει όλα, θα τα ξεχάσει όλα. Μόνο θα κλάψει. Από χαρά, ξέρεις, γιατί λειώνει για σένα. Από έρωτα. Για δυο λέξεις μονάχα, απ΄ τα χείλια σου!
Αναστέναξε. Πνιγόταν. Σηκώθηκε, περπάτησε ξανά, μισοκουτσαίνοντας γιατί είχε μουδιάσει στα βράχια. Κάθισε πάλι ύστερα από λίγο, κοιτώντας την Πάρνηθα, το Λυκαβηττό. Μνήμες απ΄ το κοντινό παρελθόν, άσχημες εμπειρίες! Κανείς τριγύρω. Ανασηκώθηκε στενάζοντας. Κατέβηκε αργά το λόφο από την άλλη πλευρά, όπως κάποτε. Πέρασε το Αστεροσκοπείο, πάει προς την Πνύκα, καταλήγει στον Αη Γιάννη. Μικτές οι μνήμες, όμορφες από τα βαφτήσια παλιά κι άσχημες οι πρόσφατες. Τότε, είχε κατέβει γύρω γύρω, σχεδόν σε τροχάδην όλη την περίμετρο και του είχε κοπεί η ανάσα, βλέπεις τα χρόνια στην πλάτη, τα τσιγάρα που έλειπαν από το πακέτο στην τσέπη! Άσχημες εμπειρίες, σου λέω. Απλά, γιατί ήταν καλή ψυχή. Δώρο; Μια ζωή χαμένη μέσα σε τέσσερα χρόνια! Βάσανα, πίκρες, στενοχώριες, εξορία, απομόνωση, περιθώριο. Τόσα του κόστισαν οι δυο λέξεις, που δεν ειπώθηκαν. Μα τώρα τα ξεχνά όλα, τα σβήνει στο λεπτό σαν ακάμωτα, μόλις τις ακούσει από τα χείλα σου. Αν θελήσεις, αν τις πεις όλα μηδενίζουν. Γιατί είναι μεγάλη καρδιά.
Δάκρυσε πάλι, πνιγόταν από έρωτα. Έπνιξε τη θλίψη μέσα του, έγειρε το κεφάλι κι ορθώθηκε. Μικρή η απόσταση από εκεί, 2-3 χιλιόμετρα ίσως μόνο. Κατηφορίζει Θησείο, έπιασε Πειραιώς, δυο βήματα το barάκι, έφτασε. Και πάλι λείπεις. Δουλεύεις αλλού; Είσαι εδώ ή έξω; Μήπως στο νησί; Κανείς δεν ξέρει, που είσαι. Κανείς γνωστός για να ρωτήσει. Πού θα σε βρει; Πίνει τρεις μπύρες, καπνίζει μισό πακέτο. Ξέρεις, τα τέσσερα χρόνια ελάφραιναν γρηγορότερα το πακέτο. Άγχος το λένε, που μεγαλώνει; Μπορεί, άγχος για τη συνέχεια, για την κατάληξη. Αν υφίστανται το ένα ή το άλλο. Τα πνευμόνια αρχίζουν να βράζουν. Το κεφάλι βάρυνε με τόσο καπνό σε δυο μόνο ώρες! Λείπεις, γιαυτό. Γιατί να νιώθουμε τόση λύπη όταν μας λείπει κάποιος; Πόσο κοστίζει η λύπη; Σχεδόν τίποτα. On house, που πάει να πει κέρασμα. Γιατί το μυαλό μας δουλεύει μ΄ αυτόν τον τρόπο; Ποιος είναι υπεύθυνος; Γιατί να σε αγαπά; Ποιανού βασανιστή είναι εφεύρεση ο έρωτας και μας πονά τόσο; Ποιος άραγε είναι ο θύτης και ποιο το θύμα στη συγκεκριμένη περίπτωση; Αυτός που άπλωσε το βλέμμα του πάνω σου ή εσύ που τον κοίταξες μ΄ αυτά τα μάτια;
Αυτά τα μάτια σου! Ένα πανέμορφο ποίημα! Ένα Nobel αξίζει αυτό το ποίημα. Ναι, σίγουρα αυτός που τόλμησε να κοιτάξει κατάματα το ποίημα, την τελειότητα. Πόση τύχη κρύφτηκε σ΄ αυτό το συναπάντημα; Και πόση ατυχία ήρθε μετά να ξεπληρώσει αυτό το βλέμμα! Τύχη ανεκτίμητη η ματιά, ένα ευχαριστώ στους Θεούς που το επέτρεψαν. Τόνοι ατυχίας κατόπιν. Πώς ισοζυγιάζονται αυτά τα δυο; Κι όμως η καρδιά του το αποφάσισε. Όλα τα δεινά στο ένα ζύγι, δυο απλές λεξούλες μοναχά στο άλλο από εσένα και όλα ισορροπήσανε. Αφού είναι ανεκτίμητες μιας και προφέρονται από σένα. Γιατί είναι βαριές, θησαυρός ανεπανάληπτος, που θα βγει από μέσα σου άρα θα περιέχει αγάπη! Ανεκτίμητη αξία γιαυτόν! Αναστέναξε βαριά. Λείπεις κι αυτό είναι αφόρητο, μιας κι η συγκεκριμένη λέξη είναι αδυσώπητη - περιέχει λύπη και ανεκπλήρωτη αγάπη.
Σηκώνεται και φεύγει. Περνά σπίτια, κλειστά μαγαζιά, ξενυχτάδικα, ανθρώπους που γυρνούν σπίτα τους ή συνεχίζουν τη διασκέδαση τους κάπου αλλού - χαρούμενους ή σκυθρωπούς, ευτυχισμένους ή μοναχικούς σαν κι αυτόν. Η μοίρα του σήμερα δεν είναι με το μέρος του. Μέσα από κάποιο σπίτι, η δόλια τον εκδικείται βασανιστικά. Ένα ραδιόφωνο σ΄ υψηλή ένταση αντηχεί: «ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου/να τραγουδήσω στερνή φορά/αύριο φεύγω, όλα τελειώνουνε/σβύνει για μένα κάθε χαρά».
Στάθηκε όρθιος σε μια κολόνα κει δά στην άκρη του δρόμου και έκλαψε. Βουβά, έντονα, για πολλή ώρα. Γιατί του λείπεις κι είναι αυτό ασήκωτο βάρος. Διάφοροι περαστικοί κοίταζαν έναν ηλικιωμένο σκυφτό σε μια κολόνα και αμίλητο να κλαίει για ώρες, ως το πρωί. Η αγάπη του είναι θεόρατη, ασήκωτη, πνιγερή για την καρδιά, αβάσταχτη. Κάποτε κώπασε, ηρέμησε, χαλάρωσε. Ψιθύρισε ένα ευχαριστώ σε όλους τους Θεούς κι ας μην τους ήξερε, ας μην τους πίστευε, όλης της οικουμένης κι ας μην υπάρχουν, γιατί κάποτε σε συνάντησε, σε κοίταξε, σε ένιωσε. Γιατί σε αγάπησε. Κι αυτή η αγάπη, δώρο που του έγινε, είναι ανεκτίμητη. Σε κερνάει λοιπόν, αν θες. On house!
20/04/2019
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Στης νύχτας τη σιγαλιά
Κεφάλαιο 3: Η επάνοδος
Ένα απαλό αεράκι φυσούσε απ΄ το πρωί, ανεμίζοντας ελαφριά τις απλωμένες τέντες στις πολυκατοικίες και ανακατεύοντας τα αχυρόχρωμα μαλλιά μου που σαν ξερά στάχυα λικνίζονταν ρυθμικά σε κάθε πνοή του. Τίναξα μερικές μακριές τρίχες που είχαν βαλθεί να μπαίνουν στα μάτια μου ή να γαργαλάνε ξεδιάντροπα τα ματοτσίνορα μου.
Είχα σηκωθεί από νωρίς κι ήδη είχα τελειώσει την πρωινή γυμναστική μου, είχα κάνει το ζεστό μου μπάνιο και απολάμβανα στο μικρό μπαλκόνι τη ζεστή μου σοκολάτα φυσώντας μικρά συννεφάκια στην ατμόσφαιρα από το τσιγάρο που ρουφούσα απολαυστικά. Κι αυτά παρασυρμένα απ΄ την πνοή του αγεριού διαλύονταν γοργά δημιουργώντας πολύπλοκες διάχυτες λευκές καμπυλωτές γραμμές στο γαλάζιο ορίζοντα και εξαϋλώνονταν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Γρήγορη ζωή και ταχύς θάνατος, οι λευκές πινελιές του καπνού στο γαλάζιο φόντο του ουρανού, το θλιβερό πρωινό μοτίβο!
Μια απότομη ριπή ανέμου σήκωσε ένα γκριζωπό πέπλο σκόνης από τα πεζοδρόμια στη μικρή πλατεΐτσα, ενώ δεκάδες φύλλα των λιγοστών μικρών δέντρων της παρέδωσαν το πνεύμα τους πέφτοντας με αργές λικνιστικές χορευτικές φιγούρες στο έδαφος και τα γύρω χαλικόστρωτα μονοπάτια, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ζωής και της προσφοράς τους στον πλανήτη, ανταποκρινόμενα στον νόμο της αναγέννησης που χαρακτηρίζει κάθε ζωντανό οργανισμό. Μετά τη γέννηση, αναπόφευκτα, ακολουθεί κάποτε η φθορά και ο θάνατος και πάντα κάτι νέο προβάλει αντικαθιστώντας κάποιο παλιό, φθαρμένο ή γερασμένο γρανάζι της ζωής.
Ο πρώιμα φθινοπωρινός καμβάς της φύσης γύρω μου αντικατόπτριζε άψογα τον εσωτερικό μου κόσμο αυτό το πρωινό. Έτσι ένιωθα εκείνη τη στιγμή! Το μυαλό μου ασυνείδητα κατέπνιξε τα συναισθήματα μου πνίγοντας τα στο ρεαλισμό - με προσγείωσε κοινώς στην πραγματικότητα -, καθόσον όδευα σταδιακά προς τη φθορά καθώς ήδη διάνυα μια νέα δεκαετία έχοντας σχετικά πρόσφατα συμπληρώσει την προηγούμενη, 60+. Όμως ακόμα σπίθες φωτιάς αναδύονταν από το υποσυνείδητο μου που αρνιόταν πεισματικά να παραδωθεί σε τετελεσμένα και ανάβλυζε μια σιγουριά και σπιρτάδα νιότης ή εφηβίας κάνοντας με να αισθάνομαι έτοιμος για δράση, ανολοκλήρωτος, ζωντανός κι ετοιμοπόλεμος, αντί μοιρολατρικά να περιμένω την πνοή του δικού μου ανέμου της απώλειας να με παρασύρει στο διάβα του μέχρι το τέρμα του θανάτου.
Αντίθετα, ενώ έχω αφήσει πίσω μου τους αντικαταστάτες μου στη ζήση, ένιωθα έτοιμος να καρπήσω σ΄ έναν έρωτα που είχε χτυπήσει την πόρτα μου πρόσφατα, σαν ένας ασυγκράτητος έφηβος που ζει τα πρώτα του καρδιοχτύπια, δονούμενος από την πρόκληση της σάρκας που ακόμα πάλλεται από την εσωτερική ορμή της δημιουργίας. Το μόνο που απόμενε πια ήταν να ανταμώσω το δικό μου φωτοβόλο ήλιο που θα μου κατάκαιγε τα σωθικά από έρωτα και θα φώτιζε στο εξής τα σκοτάδια της μοναχικής μου ύπαρξης η οποία καρτερούσε για καιρό τη ζεστασιά του ν΄ ανακουφίσει την ερημιά της καρδιάς.
Ένα ξαφνικό στρίγγλισμα φρένων αντήχησε απότομα ξυπνώντας τις ναρκωμένες αισθήσεις και ταράζοντας τη σχετική ηρεμία της συνοικίας, ενώ ταυτόχρονα κάποιες κραυγές ακούστηκαν από την άλλη πλευρά της πλατείας. Μην έχοντας οπτική επαφή με την περιοχή των γεγονότων, διακατεχόμενος από έμφυτη περιέργεια, φόρεσα τάχιστα τα παπούτσια μου, έριξα και μια σπορ φούτερ ζακέτα πάνω μου και κατευθύνθηκα βιαστικά προς τη μεριά των συμβάντων. Μέχρι να φτάσω στο σημείο εκείνο, λίγα μέτρα από την άκρη της πλατείας, ένας γιατρός από μια διπλανή πολυκατοικία βρισκόταν ήδη πάνω από το σωριασμένο σώμα ενός ηλικιωμένου - καμιά δεκαετία και πλέον μεγαλύτερου από μένα - που κειτόταν ασάλευτο στη μέση του δρόμου, ενώ ελάχιστο αίμα είχε βγεί από το στόμα του. Προσπαθούσε, μάταια καθώς φαίνεται, να εντοπίσει το σφυγμό στο λαιμό του ανθρώπου μα σύντομα σηκώθηκε απογοητευμένος, μουρμουρίζοντας σιγανά: ΄΄Είναι αργά γι΄ αυτόν, έχει πεθάνει! Κάλεσε κανείς σας ασθενοφόρο;΄΄
Τριγύρω, οι μαγαζάτορες μα και διάφοροι κάτοικοι της γειτονιάς είχαν βαλθεί να συζητούν για τον κυρ-Παναγιώτη - έτσι ήταν το όνομα του νεκρού -, που απρόσεκτα πήγε να διασχύσει κάθετα το δρόμο μα ένα αυτοκίνητο έβαλε απρόσμενα τέλος στην προσωπική του πορεία και περιπέτεια της ζωής. Παράμερα, ο οδηγός του μοιραίου τροχοφόρου, φανερά σοκαρισμένος που άθελα του προκάλεσε το ατύχημα, έκλαιγε και φώναζε απελπισμένος: ΄΄Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, πάτησα το φρένο με όλη μου τη δύναμη, αλλά ήταν αργά. Δεν πρόλαβα!΄΄
Δεν περίμενα να δω ή ν΄ ακούσω τίποτα άλλο. Ούτε το ασθενοφόρο, ούτε το περιπολικό, ούτε κάτι άλλο πλέον με ενδιέφερε κι απασχολούσε. Βάλθηκα να περπατώ σε τυχαία κατεύθυνση, αναλογιζόμενος τα όσα διαδραματίστηκαν νωρίτερα. Ένα τυχαίο περιστατικό, αυτό ήταν. Μια απροσεξία του ενός ή του άλλου κι ένα μοτίβο διακόπηκε απρόσμενα, ένα γερασμένο κορμ�� που πιθανά είχε κι άλλο χρόνο προτού ολοκληρωθεί ξαπλώθηκε βίαια ακίνητο στο έδαφος, σαν το νεκρό φύλλο που πέφτει από το δέντρο, παραδωμένο στο νόμο της φθοράς που επιβάλει η φύση.
Άφησε τάχα πίσω του ο εκλιπών το δικό του αποτύπωμα; Είχε παιδιά, εγγόνια; Έμεινε κάτι από τη γενιά του; Όχι πως έχει και ιδιαίτερη σημασία αυτό! Καμιά απολύτως. Σε λίγα χρόνια ούτε που θα τον θυμάται κανείς. Μα είναι απλά μια αυτάρεσκη ναρκισιστική εμμονή μας πως επηρεάσαμε άλλους και θα παραμείνουμε ΄΄αθάνατοι΄΄ στο μυαλό κάποιων ανθρώπων. Όμως η ζωή συνεχίζεται ακάθεκτη κι ούτε μας δίνει σημασία, γιατί πάντα κάτι θα φεύγει και κάτι άλλο θα έρχεται. Κάποιος άλλος Παναγιώτης, Μανώλης, Γιώργος, Απόστολος, Ναταλία, Έλενα, Μαριγώ κάπου γεννήθηκαν κι ο χρόνος τους μετράει πια αντίστροφα. Το μόνο που αξίζει είναι, όσο είμαστε εδώ, να γεμίζουμε το δικό μας λιγοστό χρόνο με όμορφες στιγμές που θα μας κάνουν να χαιρόμαστε, να νιώθουμε γεμάτοι και ευχαριστημένοι, αρκεί φυσικά να μην δυσαρεστούμε τους άλλους με τις πράξεις μας.
Πιστός πια οπαδός του ευ ζην κι εγώ, στα περιορισμένα βέβαια μέτρα μου, προσπαθώντας να προλάβω αρκετά περισσότερα προτού το ρολόι μου απότομα σταματήσει, συνέχισα ακάθεκτος. Προς το πουθενά όμως βαδίζοντας, μιας και δεν είχα συγκεκριμένο στόχο ή προορισμό! Χα, προς την ολοκλήρωση ισχυρίζομαι, ίσως ελπίζοντας πως ο δικός μου ήλιος της ζωής θα με προσμένει κάπου απόψε. ΄Φως μου λαμπρό΄, ψιθύρισα, ΄έρχομαι΄. Για να φωτιστεί πια κι η δικιά μου ζωή με το φωτοδότη έρωτα! Φρούδες ελπίδες, ίσως πείτε! Ναι, μπορεί. Μα εμένα δε με απασχολούσε αυτό. Γιατί ένα απαλό αεράκι προσδοκίας κι ελπίδας μα και λαχτάρας φυσούσε μέσα μου, που απόδιωχνε τη σκόνη της θλίψης διαλύοντας τα σύννεφα της μοναξιάς μου. Πεισματικά έσβυνα τις γκρίζες γραμμές τους - σκοτεινα απομεινάρια στο φόντο της ζωής μου - μονάχα με την όμορφη θύμιση της ματιάς σου, αυτής της καταγάλανης θάλασσας γλύκας κι αγνότητας που απέπνεε.
Ένα καινούργιο απότομο φρενάρισμα ακούστηκε κάμποσα μέτρα πιο μακριά μου - ακριβώς τη στιγμή που αφηρημένος κατέβαινα από το πεζοδρόμιο, αλλά ευτυχώς δεν αφορούσε το δικό μου ρολόι ζωής, παρά μονάχα έναν βιαστικό ασυνείδητο οδηγό που προσπαθούσε να προλάβει να περάσει πρώτος από μια διάβαση, αψηφώντας μια μητέρα που έσερνε το καρότσι με το παιδί της διασχίζοντας κάθετα το δρόμο και τελικά το τελευταίο δευτερόλεπτο απόφυγε το ατύχημα. Οι περαστικοί στόλισαν τον εξυπνάκια βιαστικό με κάμποσα βρισίδια που περιείχαν κοσμητικά επίθετα τα οποία περιλάμβαναν, ως συνήθως, ζωντανά τετράποδα, θεϊκά πρόσωπα και στενά συγγενικά άτομα του οδηγού, ενώ η μητέρα φανερά σοκαρισμένη είχε αρπάξει το παιδί στην αγκαλιά της και τρέμοντας από πανικό έσκουζε σπαρακτικά, σαν αρχαία τραγωδός βρισκόμενη σε έκσταση πάνω από το βωμό του θυσιαστηρίου στο θέατρο της Επιδαύρου.
Παράλληλα κι εγώ, συμμετέχοντας ενεργά στο επιτόπιο σκηνικό του χορικού που αποδιδόταν καταμεσής του δρόμου, σιχτήριζα οργισμένος και μεγαλόφωνα την αφεντιά μου για την ανεμελιά με την οποία επιχειρούσε να ξανανεβάσει την πρωινή παράσταση, μιμούμενος το γεροντάκο της γειτονιάς μου στην έσχατη γι΄ αυτόν συμμετοχή στα κοινά. Κι απ΄ όσο θυμάμαι, δεν είναι δα και η σημερινή η πρώτη μου φορά που κατέβαινα από το πεζοδρόμιο βυθισμένος σε μια ενδοσκόπηση. Τυχερός μάλλον για άλλη μια φορά που απέφευ��α το συναπάντημα με το Χάρο, μα σίγουρα αν κάποιος θα έφταιγε γι΄ αυτό, δεν ήσουν εννοείται εσύ που αποτελούσες το θέμα του σεναρίου της αναπόλησης μου τη συγκεκριμένη στιγμή. Είναι απολύτως βέβαιο πως οι ήρωες κάποιου σεναρίου δεν έχουν καμιά ευθύνη για τον τρόπο της απόδοσης του στο κοινό και συνεπώς το βαθμό αποδοχής του ή όχι από αυτό κατά την επιχειρούμενη προσέγγιση με το κείμενο, τη δράση, τους χαρακτήρες και τα νοήματα που αυτό περιέχει.
Αυτή τη φορά ήμουν εγώ που επιχειρούσα να σε συμπεριλάβω στο δικό μου σκηνικό της ζωής, τροποποιώντας κατά βούληση πρόσωπα ή γεγονότα ή καταστάσεις σε μια απέλπιδα προσπάθεια να στήσω το τέλειο ερωτικό δραματούργημα, με πρωταγωνιστές τους δυό μας φυσικά, χωρίς να υπολογίζω θελήσεις, αστάθμητους παράγοντες, τύχη, μοίρα, δαίμονες ή ξωτικά και από μηχανής θεούς κι άλλες εξαρτημένες ή ανεξάρτητες μεταβλητές του περιβάλλοντος ή της μεταφυσικής διάστασης. Μ΄ άλλα λόγια έπλεκα, στο μυαλό μου τουλάχιστον, έναν ιστό αράχνης γύρω από εσένα για να σε παγιδέψω στη δικιά μου θέληση κι επιθυμία. Μα έτσι, δεν είναι ο έρωτας στη ουσία του; Ένας κυνηγός και κάποιο θήραμα ο στόχος, που πάντα θα πρέπει να πέσει στα χέρια του, χωρίς να ακουστεί η γνώμη του; Το τέλειο φυσικά σενάριο έχει και τη σύμφωνη γνώμη του θηράματος που ηθελημένα πέφτει στις στημένες παγίδες του διώκτη.
Ήταν πια προχωρημένη η νύχτα, όταν ολοκλήρωνα την άσκοπη περιπλάνηση μου στο κλεινό άστυ, άλλοτε πεζί κι άλλοτε με τα μέσα μεταφοράς, οπότε η μοίρα με είχε ανέλπιστα οδηγήσει με τα σκέρτσα της, για άλλη μια φορά, κάτω από τα παράθυρα του σπιτιού σου τα οποία περέμεναν ερμητικά κλειστά και κατασκότεινα. Έλειπες. Ήσουν αλλού, ίσως στο εξωτερικό ίσως στο νησί. Ποιός ξέρει; Αυτόματα αναδύθηκαν από τα βάθη του μυαλού μου, οι στίχοι γνωστού τραγουδιού που ψέλλισα, ενώ περιοδικά ανέβαιναν ως τα χείλια μου λυγμοί νωτισμένοι με πολλά δάκρυα.
΄΄Σαν τον αλήτη στα σκαλοπάτια σου/στέκω μονάχος και τραγουδώ/για μένα ο κόσμος είναι τα μάτια σου/κι ο έρωτας σου με φέρνει εδώ./Είναι η καντάδα η τελευταία μου/μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά/κλαίνε μαζί μου τα σκαλοπάτια σου/κλαίνε μαζί μου και τα πουλιά.΄΄
Απόμεινα εκεί όλη τη νύχτα, κλαίγοντας βουβά για ώρες μέσα στην ήρεμη ησυχία της σιγαλιάς. Το πρωί με βρήκε κουρνιασμένο στα κρύα σκαλιά, ενώ οι πρώτες δειλές ακτίνες του ήλιου πάλευαν να τα ζεστάνουν κι αμέσως μόλις με έζωσαν ένας βαθύς στεναγμός ανακούφισης μου ξέφυγε κι ακολούθησε μια φράση που κατέβηκε απ΄ το μυαλό ως τα χείλια μου.
΄΄Σ΄ ευχαριστώ ήλιε μου που μ΄ έκανες να σε αγαπήσω. Το μόνο που μου απομένει είναι να περιμένω ν΄ ανατείλεις στο δικό μου σύμπαν.΄΄
24/07/2019
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Ποιος είν' αυτός
Κεφάλαιο 1: Η αναζήτηση
🔞
"Ποιος να ναι αυτός που με κοιτά μ' ένα παράπονο μεγάλο; Ποιος να ναι αυτός που δεν μπορώ από τον νου μου να τον βγάλω; Άναψε, καινούργιο μου φεγγάρι, φώτισε το έρημο στενό, φέξε για να ρθει το παλικάρι, τα παλιά μεράκια μου ξεχνώ. Φέξε για να ρθει το παλικάρι, τα παλιά μεράκια μου ξεχνώ. Ποιο να ναι εκείνο το παιδί που όλη τη νύχτα αναστενάζει; Περνά σαν ίσκιος, δεν μιλά και η ματιά του με σπαράζει."
Άλλο πάλι και τούτο! Ποιος είσαι εσύ, ρε; Τι με κοιτάς; Γιατί με κοιτάς συνέχεια; Γιατί αυτό το βλέμμα σου μοιάζει να έχει έναν καημό, ένα παράπονο; Ποιος είσαι και με κοιτάς; Και γιατί εγώ πρέπει να ασχολούμαι μαζί σου; Ποιος είσαι τελοσπάντων; Γιατί δεν μπορώ να σε βγάλω απ' το μυαλό μου; Γιατί συνεχώς τριγυρνάς στο μυαλό μου; Τι μου είσαι και σε σκέφτομαι συνέχεια; Κι όλα αυτά, επειδή έρχεσαι, κάθεσαι σε μια γωνιά και με κοιτάς συνεχώς. Γιατί με κοιτάς έτσι, τι θέλεις από μένα, γμτο; Δεν μπορώ να με κοιτάς συνεχώς, με κάνεις να σε σκέφτομαι συνέχεια, να αναρωτιέμαι το γιατί.
Μακάρι να έρθεις κι απόψε, θέλω να σε ξαναδώ, γμτο. Θέλω να έρθεις πάλι και να με κοιτάς μ' αυτό το βλέμμα σου, να με τρως με τα μάτια σου. Τι όμορφα, λαμπερά, έξυπνα μάτια!ιτο αντ Το βλέμμα σου είναι πιο λαμπρό κι απ' το φεγγάρι. Φεγγάρι μου, φώτισε του το δρόμο να έρθει πάλι! Όταν βλέπω αυτό το βλέμμα ξεχνώ τα πάντα, ξεχνώ την παλιά μου τη ζωή. Έλα και πάλι σήμερα, έλα σε παρακαλώ να σε ξαναδώ, έλα και κοίτα με πάλι. Θέλω να με κοιτάς. Ξέρω, με θέλεις. Πολύ μάλιστα, αυτό είναι σίγουρο. Οπωσδήποτε τις νύχτες με φέρνεις στο μυαλό κι αναστενάζεις - από τον πόθο σου για μένα. Ναι ρε, το ξέρω με ποθείς. Είναι τόσο όμορφο αυτό - το να σε θέλει κάποιος, να σε ποθεί, να θέλει να μοιραστεί μαζί σου όμορφα συναισθήματα.
Μα τι μου είσαι; Τίποτα. Δεν σε ξέρω. Κι όμως, όλο αυτό μου αρέσει! Μ' αρέσει που έρχεσαι έτσι ξαφνικά, σαν ίσκιος. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς φανφάρες. Ήσυχα, απλά, ευγενικά. Κάθεσαι εκεί στη γωνιά σου - στον ακριανό πάγκο στην αίθουσα της εισόδου - και με κοιτάς συνέχεια χωρίς να μιλάς, χωρίς να λες λέξη. Σοβαρός, με στιβαρότητα, με σιγουριά. Με θέλεις, με θέλεις τρελά. Όταν με κοιτάς, τα μάτια σου λάμπουν, βγάζουν φωτιές. Καίγεσαι, για μένα. Η ματιά σου είναι σκέτος σπαραγμός! Μέσα σου φλέγεσαι, σπαράζεις πό τον καημό, από τον πόθο σου για μένα. Όμως δε λες λέξη! Κουβέντα δε λες! Σαν να κρατάς μέσα σου κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα - όπως λέει και ένα τραγούδι. Ναι, έχεις μέσα σου ένα μεγάλο μυστικό, έναν καημό, έναν έρωτα. Γμτο, μ' αγαπάς π...στη μου; Ωχ! Μ' αγαπάς, ρε συ; Στο 'κανα εγώ αυτό; Πωπω! Πονάς ρε συ για μένα; Σημαίνω ρε μπαγάσα κάτι για σένα; Είμαι κάτι σοβαρό, κάτι σημαντικό για σένα;
Έλα λοιπόν απόψε! Έλα και πες το, μλκα μου,πες το μου! Θέλω να το ακούσω από τα χείλια σου. Κι αν το πεις, θα σε φιλήσω ρε συ. Γιατί μ' αρέσεις. Έλα και πες το μου, έστω με τις ματάρες σου μόνο. Πες το μου να το ακούσω, να το μάθω. Μ' αγαπά,Θεέ μου! Και με κοιτάει μονάχα! Μα τι είναι αυτός; Τι λεπτότητα είναι αυτή, τι ευγένεια, τι αυτοσυγκράτηση! Καίγεται ολόκληρος και δε λέει κουβέντα! Τι θέληση είναι αυτή, τι αυτοέλεγχος! Πες το, ρε π...στη μου, πες το! Δε μ' έχει αγαπήσει πραγματικά κανένας. Πες το να το νιώσω, μη φεύγεις έτσι με άδεια χέρια. Πες το και πέσε στην αγκαλιά μου να με κάψεις ολόκληρο! Θέλω να καώ μαζί σου, μλκα μου! Θέλω να το ζήσω αυτό, μαζί σου!
16/10/2018
Β.Π.
Tumblr media
1 note · View note
lit4y · 2 years
Note
Η φάση λέει ότι είσαι 63 και έχεις ερωτευτεί κάποιον πιο μικρό από εσένα;
Ναι, 31 είναι τώρα.
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Μια βραδυά με τη Χαρούλα
Κεφάλαιο 2: Από την εξορία μου
🔞
Πόση ώρα είχε περάσει; Ούτε που ήξερα μα ούτε και που με ένοιαζε. Είχε σκοτεινιάσει γρήγορα, χειμώνας άλλωστε με έντονο κρύο κι είχαν μαζευτεί όλοι από νωρίς. Άραξα κι εγώ στη γωνιά μου, πήρα το φάκελο με τα απαραίτητα έγγραφα, πάνω από 600 σελίδες και τα μελετούσα διεξοδικά, ενώ κάθε λίγο σταματούσα, υπογράμμιζα, κρατούσα σημειώσεις, χαμογελούσα άλλοτε ειρωνικά κι άλλοτε πικρόχολα, αναπολούσα, υπολόγιζα, αναθυμόμουν, έκρινα γεγονότα και καταστάσεις και σχεδίαζα την πορεία μου και το εγγύς μέλλον. Σκ..τά!
Πέρασε σίγουρα περισσότερο από μία ώρα, οπόταν έχοντας κουραστεί μ' όλα αυτά και συνάμα βαρεθεί αρκούντως το χαρτομάνι, τα μάζεψα προσεκτικά, τα τακτοποίησα στη σειρά τους και βάλθηκα να χαζεύω στην τηλεόραση. Τίποτα το σημαντικό κι εδώ και προπάντων στη χώρα ετούτη. Ανοησία, χαζομάρα με το κιλό, glamour-ιά, σάχλα βαρβάτη, ανοστιά απεριόριστη, κουτσομπολιό στο max, ξεκατίνιασμα πανταχόθεν, parla-πιπίαση, πολιτική μπαρουφίλα και όλα τα παρόμοια τεχνουργήματα αποτελούν το πνευματικό και πολιτισμικό υπόβαθρο της πλατειάς μάζας και του φιλοθεάμονος κοινού του τετράγωνου κουτιού. Παρ' όλα αυτά, αφού υποβάθμισα για ένα μισάωρο χοντρικά το πνεύμα μου κυλισμένος στο βόρβορο της έγχρωμης HD συσκευής, έκλεισα τα μάτια μου και αναπόλησα τους τελευταίους μήνες - άνοιξη και καλοκαίρι. Κατσούφιασα. Όλα σκ...τά! Έπεσα στην άβυσσο.
Τι όμορφα και ειδυλλιακά που ήταν όλα στην αρχή και πώς στράβωσαν έτσι απότομα και γκρεμίστηκαν σαν χάρτινος πύργος! Ποιος έφταιγε άραγε; Σίγουρα εγώ, σκέφτηκα, μα τώρα είναι πια αργά. Το λάθος έγινε και δεν διορθώνεται με τίποτα, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, η ζημιά δεν αποκαθίσταται, η κατάσταση δεν εξομαλύνεται. Τώρα πλέον είμαι μόνος μακριά σου κι εσύ μακριά από μένα κι ίσως κάπου αλλού. Μα γιατί να σε σκέφτομαι; Τι μου είσαι; Τίποτα, ψιθύρισα αναστενάζοντας. Ένα άγνωστο άτομο! Κι αν ακόμα σε είδα 5-6 φορές από κοντά, κι αν σου είπα 5-10 λέξεις, τι μ' αυτό; Δεν ήταν οι λέξεις που έπρεπε. Παραμένω άγνωστος για σένα. Όμως εγώ γιατί άραγε να σε σκέφτομαι; Τι μου έκανες; Μάγια, ξόρκια, βουντού;
Ξεφεύγω για λίγο απ' τη σφαίρα σου. Ξάφνου θυμάμαι το mp3, που έφεραν προχτές τα παιδιά. Το ζαλώνομαι στην αγκαλιά, φοράω και τα ακουστικά να απομονωθώ απ' την ακραιφνή "κουλτούρα" της TV-ούλας, κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι με κατάνυξη στην απόλαυση των τραγουδιών. Αλεξίου, η λατρεία μου!
Γμτο, τι λέει; Βαλτή είναι;
"Τι 'ν' αυτό που το λένε αγάπη, τι 'ν' αυτό", αντηχεί στα αυτιά μου. Στραβοκαταπίνω το σάλιο μου και πάω γρήγορα στο επόμενο για να μη δώσω την ευκαιρία στο μυαλό μου να αρχίσει να επεξεργάζεται το στίχο και πέσω στην κατρακύλα.
"Σ' ένα μινοράκι σ' έβαλα κρυφά, πάλι η μουσική θα κάνει θαύματα, γιατί σε θέλω". Τώρα μάλιστα, δέσαμε. Κάτι καινούργιο μας είπες ρε Χαρούλα. Δε γίνεται, κάτι ξέρεις εσύ! Ας το προχωρήσω κι άλλο γιατί δε με βλέπω καλά!
"Τις νύχτες μπαίνεις στα όνειρα μου λες κι ήρθες σε δικό σου κήπο κι αν μεγαλώσαν τα φτερά μου, εγώ απ' το πλάι σου θα λείπω" Καινούργια βλαστήμια. Με δουλεύει; Τα λατρεύω αυτά τα τραγούδια, όμως για μένα τα λέει, για μένα τα έγραψε; Πώς ξέρει για τα όνειρα μου; Πού ξέρει για σένα; Επόμενο στα γρήγορα πριν συμβεί το μοιραίο.
"Η μοίρα τώρα από κοντά σου δε με παίρνει τίποτα δε νικάει πια το παρελθόν κι όλο μια άγνωστη φωνή με γυροφέρνει μου λέει τα μάτια μη σηκώνεις απ' αυτόν. Αυτός ο άνθρωπος θα σε καταδιώκει σαν ενοχή που δεν ξεπλήρωσες ποτέ κι αν στην επόμενη ζωή του πεις το όχι πάλι μπροστά σου θα τον βρεις θέλεις δε θες." Με αποτελείωσε! Σίγουρα ξέρει για μένα και σένα. Άιντε τώρα να ηρεμήσω εγώ! Κάτι σαν δάκρυ ήρθε στα μάτια, κάτι σαν κόμπος στο λαιμό, κάτι σαν πλάκωμα στο στήθος, κάτι σαν σφίξιμο στο στομάχι. Ένας πνιχτός λυγμός να αναδύεται προς τα πάνω! Γιατί γμτο εμένα; Τι σου έφταιξα και με κοίταξες; Γιατί να σε κοιτάξω στα μάτια; Καταπληκτικό μπλέ τα μάτια σου! Γιατί να μην κοιτώ το πάτωμα, το ταβάνι, την εξώπορτα, τα μανάρια στο bar; Σφίγγω τα δόντια, πονάνε τα ούλα, προχωράω στο επόμενο αμέσως.
"Όση και να 'ναι η δυναμή μου θέλω έναν άνθρωπο μαζί μου, η μοναξιά στήνει παγίδες και πληγώνει. Έχει πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία, το σπίτι μου έρημο μα κάνουμε παρέα, δε νιώθω θλίψη μα μου 'χει λείψει το λάγνο ψέμα σου που τα 'κανε όλα ωραία" Μας υποχρέωσες τώρα! Εγώ και η μοναξιά, τέλεια συμβατότητα! Γιατί είμαι εδώ; Δεν παγιδεύτηκα; Ναι, ήμουν πάντα κι είμαι ακόμα μόνος αλλά σε έχω παρέα συνέχεια, όμως μου λείπει το καθετί δικό σου! Λατρεύω και το ψέμα σου. Άλλαξε το γρήγοραααα��!
"Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι όπως του πελάγου οι βράχοι, ο κόσμος θάλασσα που απλώνει κι αυτοί βουβοί σκυφτοί και μόνοι, ανεμοδαρμένοι βράχοι, άνθρωποι μονάχοι. Άνθρωποι μονάχοι, σαν ξερόκλαδα σπασμένα σαν ξωκλήσια ερημωμένα, ξεχασμένα, άνθρωποι μονάχοι σαν ξερόκλαδα σπασμένα σαν ξωκλήσια ερημωμένα, σαν εσένα, σαν εμένα." Σήμερα λοιπόν θα πεθάνω! Κάποιος σχεδίασε ένα εγκεφαλικό σε μένα, μια ανακοπή, μια αυτοκτονία. Δεν ξέρω! Σίγουρα θέλει το κακό μου, όποιος κι αν είναι. Μονάχος εγώ! Πώς με ξέρει; Πώς με κατάλαβε; Μονάχος εσύ; Ο κύκλος σου μεγάλος, ατέλειωτος. Η ζωή σου γεμάτη. Ολοφάνερο. Τα μάτια σου! Πόση θλίψη κρύβουν! Πόση μοναξιά εκπέμπουν, Χριστέ μου! Γιατί; Γιατί έχεις μοναξιά, άραγε; Τι είναι αυτό που σου λείπει; Γιατί να μην μπορώ να σε πλημμυρίσω με συναισθήματα; Να σε γεμίσω, να σε χορτάσω! Να απαλύνω τη θλίψη σου, τη μοναξιά σου, να σου χαρίσω λίγη ευτυχία! Το δάκρυ πλήθυνε. Forward στο παρακάτω μπας και γλυτώσω.
"Οι φίλοι μου εδώ και χρόνια, ζευγάρια γίναν, φτιάξαν σπίτια, μονάχα εμένα χάσκει ακόμα χωρίς μια στέγη αυτή η αλήθεια." Ε, καλά τώρα, αυτοί κάτι ξέρουν σχετικά με μένα, σχετικά με εμάς! Ο κόμπος βρήκε αφορμή, μεγάλωσε, θέριεψε! Δεν είναι η μέρα μου τελικά σήμερα. Κάτι παίζετε με μας τους δυο, αυτοί κάτι ξέρουν, ψυλλιάζονται αρκετά κι εμείς μαύρα σκοτάδια, πέρα βρέχει! Πάμε στο επόμενο πριν να είναι αργά.
"Τα λεφτά μου όλα δίνω για ένα tango κι ένα άγγιγμά σου κάτω από το τραπέζι, αδιάφορα τριγύρω μ��υ να κοιτώ στο γυμνό λαιμό μου το χέρι σου να παίζει. Τα λεφτά μου όλα δίνω για μια βραδιά, για ρομαντικές φιγούρες πάνω στην πίστα, να παραμερίζουν όλοι από τη φωτιά που θα στέλνουν τα κορμιά μας στο πρίμα βίστα. Τα λεφτά μου όλα δίνω για μια ζημιά που θα κάνει άνω κάτω την λογική σου, θέλει τρέλα η ζωή μας και νοστιμιά άμα θες να βρεις τις πύλες του παραδείσου. Μια γυναίκα ένας άντρας κι ένας θεός, ένας έρωτας θεός να μας σημαδεύει, να σου δίνω τα φιλιά στων κεριών το φως και να παίρνω αυτά που ο νους μας απαγορεύει." Καλά! Ο στιχουργός είναι βέβαιο πως ήταν στο barάκι τότε και μας έβλεπε από μια γωνιά. Στο μυαλό μου είχε μπει, ο άτιμος; Προχωράω στο παρακάτω τραγούδι γρήγορα μήπως και ξεφύγω!
"Συ μου χάραξες πορεία, εσύ γλυκιά, εσύ γλυκιά μου αμαρτία." Δολοφόνε, δε με λυπάσαι; Κλάμα πια. Με δυσκολία το πάω στο επόμενο.
"Άχου καρδούλα μου φυλακισμένη, δε βγαίνει ο ήλιος που καρτεράς." Αχ αυτός ο ήλιος, καλή μου! Είναι πια μακριά! Μακριά μου! Γιατί, γμτο; Γιατί; Κλάμα ασταμάτητο. Ίσως πιο ύστερα να τελειώσει το μαρτύριο αυτό. Ας πάω στο πιο κάτω, μήπως...
"Να σου 'στελνα ένα δάκρυ της ματιάς μου, μια στάλα απ' το αίμα της καρδιάς μου κι ύστερα ας πεθάνω. Ζωή χωρίς αγάπη, εγώ τι να την κάνω;" Χωρίς εσένα, τι νόημα θα έχει να ζω; Ε λοιπόν, σήμερα δεν γλυτώνω με τίποτα! Γρήγορα ένα περίστροφο να αυτοκτονήσω! Στο παρά τρίχα οι υπόλοιποι τριγύρω δεν κατάλαβαν το λυγμό μου! Σχεδόν ξεφώνισα. Γρήγορα τη λύτρωση στο παρακάτω!
"Σ' έχασα και γύρω πια νυχτώνει. Σ' έχασα κι οι δρόμοι είναι σκληροί. Καρδιά μου, χαρά μου μόνη κι αληθινή!" Γυρνάω αυτόματα μπρούμυτα στο μαξιλάρι και ξεσπάω σε ένα ατέλειωτο κλάμα, ένα ασταμάτητο αναφυλλητό. Γιατί να μην πεθάνω τώρα να τελειώνω; Γιατί μου έκανες τόση ζημιά, ρε μωρό μου; Τι σου φταίω, καρδούλα μου; Όπως σε κοίταξα, χώθηκες μέσα μου γρήγορα, ύπουλα, χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να θέλω. Ψέμα!!! Πόσο το ήθελα! Λαχταρούσα να με κυριέψεις, να με αλώσεις, να εισχωρήσεις μέσα μου, να ριζώσεις βαθιά μου. Ναι, το έκανες αυτοστιγμί, ασυναίσθητα. Μπήκες στις φλέβες μου. Το αίμα μου σε διέσπυρε παντού, σε κάθε κύτταρο μου. Εγκαταστάθηκες! Παγιδεύτηκες μέσα μου και δεν μπορώ να απαλλαγώ από σένα! Σιγά να μην θέλω να απαλλαγώ! Έγινες ένας ιός που με μόλυνε ανεπανόρθωτα. Με επαναπρογραμμάτισες σύμφωνα με τη δικιά σου θέληση. Παίζω πια στο δικό σου ρυθμό, είμαι υποχείριο σου! Είσαι πλέον το βίωμα μου, είσαι η ίδια μου η ζωή! Έπαψα να είμαι αυτόνομος, είμαι δικός σου τελειωτικά, σου ανήκω! Τι εφιάλτης Θεέ μου! Δεν μπορώ να κάνω το παραμικρό χωρίς τη δική σου παρουσία, χωρίς να σε σκέφτομαι· το κάθε δευτερόλεπτο! Η ματιά σου ήταν ένα δηλητήριο για μένα, που με μόλυνε, που ποτίζει τη σάρκα μου, που κατατρώει τις σκέψεις μου, που με λιώνει καθημερινά. Τραγουδάω πλέον το δικό σου τραγούδι. Και μ' αρέσει! Όποτε βλέπω τη ματιά σου - στον ύπνο ή σε φαντασίωση, ναι σε βλέπω πια παντού, πάνω, μέσα στο καθετί -, με κυριεύεις όλο και περισσότερο, αποζητάω την όψη σου, τη ματιά σου, το βλέμμα σου! Κλαίω και μελαγχολώ, όμως για ανακούφιση θέλω να την ξαναδώ! Και βαλαντώνω περισσότερο, πάλι και πάλι και πάλι. Όποτε σε βλέπω μου λείπεις! Όλο και περισσότερο. Αυτόματα σε αναπολώ και ξανακλαίω. Έπεσα στη μαύρη τρύπα σου που με ρουφάει με μανία και μ' αρέσει, το αποζητάω, το θέλω. Με απομυζάς. Η καρδιά μου πλέον χτυπά στο δικό σου τέμπο. Μου λείπεις! Μου λείπεις πολύ! Μου λείπεις ασταμάτητα! Αφόρητα! Καθημερινά! Υπερβολικά! Σε σκέφτομαι συνέχεια και λιώνω. Με σαϊτεψες, με κατέκτησες, με υποδούλωσες! Σ' αγαπώ. Ναι, σ' αγαπώ, σε λατρεύω, σε θέλω! Πολύ. Υπερβολικά. Παραδώθηκα. Ναι, παραδώθηκα σε σένα. Νικήθηκα. Με κατέκτησες! Στο μυαλό, στην ψυχή, στην καρδιά! Η καρδιά μου είναι δικιά σου. Σ' αγαπώ πια! Το παραδέχομαι. Δεν μπορώ να σε ξεχάσω! Παραδώθηκα, γιατί σ' αγαπώ. Σε θέλω. Για μένα· μόνο για μένα. Σε θέλω συνεχώς. Σε θέλω για πάντα. Θέλω να σε ξαναδώ. Να σε βλέπω κάθε μέρα, κάθε λεπτό. Μόνο εγώ. Σε φαντασιώνομαι, ξέρεις. Για να σε βλέπω συνέχεια. Σε φαντασιώνομαι και μελαγχολώ, γιατί είμαι μακριά σου, γιατί είσαι μακριά μου. Και μου λείπεις! Ασταμάτητα. Ξαναμελαγχολώ. Και πάλι και πάλι, γιατί είσαι μακριά και μου λείπεις! Και πάλι από την αρχή. Έτσι είναι ο έρωτας; Πονάει τόσο! Αλλά είναι όμορφα! Γιατί πονάς για τον άνθρωπο σου. Γιατί σε πονά ο άνθρωπος σου! Μ' αρέσει! Γιατί είσαι εσύ. Θέλω να με πονάς! Για να μη μπορώ να σε ξεχάσω. Για να είσαι πάντα μέσα μου, να μη λείψεις λεπτό! Γιατί είσαι εσύ. Είναι τόσο όμορφο! Όσο κι εσύ. Θεέ μου, πόσο πονάω! Μα δε με νοιάζει. Είσαι εσύ. Τι όμορφα που νιώθω! Με γεμίζεις! Με σκέψεις, με συναισθήματα. Με πόνο. Αλλά είναι τόσο γλυκός! Είσαι ο άνθρωπος μου και δε με νοιάζει.
Πέρασε πολλή ώρα. Ίσως περισσότερη από μία, από δυο. Δεν ξέρω. Δε με νοιάζει! Νιώθω γεμάτος, ευτυχισμένος! Τα φώτα έχουν πια σβήσει. Οι περισσότεροι κοιμούνται. Κλείνω τα μάτια σφιχτά για να αποκοιμηθώ. Ησυχία παντού. Η φύση τριγύρω έχει σιγήσει, οι άνεμοι έχουν κοπάσει. Ξάφνου, ένα σκυλί ακούγεται μακριά να σιγοκλαίει, να γρυλίζει μελαγχολικά. Ίσως πεινάει, ίσως κρυώνει - ναι, έχει κρύο απόψε. Μπορεί να νιώθει μοναξιά. Ίσως είναι κι αυτό ερωτευμένο και πονάει και μελαγχολεί και διαλαλεί τον έρωτα του στο φεγγάρι, στους ανέμους να σκορπίσουν την αγάπη του στην σιωπηλή πλάση, να την ταξιδέψουν ως το λατρεμένο του πλάσμα. Ίσως μόνο για να ακουστεί, για να σιγουρευτεί το ίδιο, να το συνειδητοποιήσει! Πόσο θέλω να φωνάξω πως σ' αγαπώ! Να το ακούσουν όλοι! Να το μοιραστώ. Είναι τόσο όμορφο το να αγαπάς που θες να το βγάλεις από μέσα σου, να το ακούσουν κι οι άλλοι, να το πιστέψουν. Να το πιστέψεις. Να σιγουρευτείς. Να το συνειδητοποιήσεις. Να διαλαλήσεις πως μόνο σε σένα συμβαίνει, πως είσαι πιο τυχερός απ' όλους τους άλλους!
Τα μάτια χαλάρωσαν, το μυαλό ηρέμησε, ξέφυγε. Οι σκέψεις σίγασαν, σταμάτησαν. Ο ύπνος ήρθε απρόσμενα.
Νιώθω το χέρι σου να με ακουμπά. Ίσως μου έφερνες το ποτό - τη μπύρα μου - κι άθελα σου με άγγιξες ή και ηθελημένα. Μα δεν είμαι στο bar, ήμουν σίγουρος για κάποιο λόγο. Όμως το άρωμα σου με πλημμυρίζει. Νιώθω τη θέρμη σου, είσαι κοντά μου, σχεδόν κολλάς πάνω μου! Απλώνω το χέρι μου, σε πιάνω από τη μέση και σε τραβάω πάνω μου. Τα πρόσωπα πλησίασαν. Τα μάτια σου λάμπουν, Θεέ μου! Τα γόνατα μου τρέμουν, η καρδιά σφυροκοπάει. Τα κορμιά ακούμπησαν. Θεέ μου ζεματάς ή εγώ καίγομαι; Τα χείλια ενώθηκαν. Είναι τόσο καυτά τα χείλια σου! Σκληρά σαν κερασένια. Τόσο γλυκά, σαν μέλι. Σε φιλώ απαλά. Παθιασμένα ύστερα, έντονα, σαν να θέλω να ξεριζώσω τα χείλια σου, να τα καταβροχθήσω, να γίνουν δικά μου. Κι ύστερα πάλι απαλά, τρυφερά, σαν να ζητώ συγνώμη που σε πόνεσα. Χώνω τη γλώσσα μου στο στόμα σου, σαν να σου τη δωρίζω. Τη δαγκώνεις σα να θέλεις να την κατακτήσεις, να την πάρεις, να την έχεις δική σου! Κι ύστερα μου χαρίζεις τη δικιά σου, μου την προσφέρεις να την έχω για μένα. Οι γλώσσες ανταμώνουν, λικνίζονται, χορεύουν αγκαλιασμένες στο ρυθμό του πάθους. Ασταμάτητα χορεύουν μαζί· σάμπα, ρούμπα, τσάρλεστον, μάμπο, βαλς, tango. Οι χυμοί ανταλλάσονται, πίνω το δικό σου, παίρνεις τους δικούς μου. Νέα γλωσσόφιλα, νέες δαγκωνιές. Τώρα το σαγόνι σου. Τι τραγανό που είναι! Κι ο λαιμός σου γλυκός. Θεέ μου είναι τραγανός, καυτός, νόστιμος! Τόσο όμορφος. Δαγκώνω απαλά το μήλο σου, βογγάς. Κι ύστερα ταξιδεύω τριγύρω απ' το λαιμό σου, μέχρι τους ώμους και κατόπιν στα μπράτσα, στα χέρια. Πόσο τρυφερά είναι! Τα γλύφω, τα δαγκώνω, τα φιλάω. Σπαρταράς. Μετά στο στήθος. Αράζω εκεί αρκετή ώρα, τι υπέροχες ρόγες! Κατόπιν στην κοιλιά. Θεέ ��ου υπέροχη! Τα χέρια σου λαμπάδιασαν, τρέχουν ασταμάτητα στο κορμί μου κι έπειτα η γλώσσα σου, τα δόντια σου! Με οργώνεις παντού! Πρόσωπο, μάγουλα, λαιμό, στήθος, κοιλιά. Ανάψαμε, κορώσαμε! Προχωράς πιο χαμηλά, στα επίμαχα. Αχχχχ! Τι ηδονή! Είναι τέλεια. Σε αρπάζω, σε σηκώνω, μπαίνω μέσα σου. Αναστενάζουμε, βογγάμε. Κάνουμε έρωτα. Μανιασμένα. Απαλά και τρυφερά. Ξανά και ξανά για ώρες. Άλλοτε ήρεμα και γλυκά κι άλλοτε σα να είναι η τελευταία μας φορά. Στάσεις πολλές, παραλλαγές πολλές. Μου δίνεσαι ολοκληρωτικά. Σου δίνω ολοκληρωτικά τον εαυτό μου. Τι υπέροχη, ερωτική βραδιά!
Πιο πέρα ένα ξυπνητήρι αντηχεί μέσα στη σιγαλιά. Πετάχτηκα πάνω ιδρωμένος. Ναι, είχες μπει στα ονειρά μου, κυρίεψες το μυαλό μου, κατέκτησες τη ψυχή μου, κέρδισες τη καρδιά μου. Τρομοκρατήθηκα νιώθοντας πως δε μου ανήκω πια, πως είμαι ανυπεράσπιστος. Μα μου άρεσε που ανήκω σε σένα. Μ' άρεσε γιατί σε θέλω, γιατί σε λατρεύω, γιατί θέλω να είμαι μόνο για σένα, γιατί σ' αγαπώ. Γιατί σου παραδίνω τον εαυτό μου, την ψυχή, το μυαλό μου. Η καρδιά μου έτσι κι αλλιώς σου ανήκει, δε μπορεί να νιώσει τίποτα για άλλο άτομο. Μα σε θέλω ζωντανά, στην αγκαλιά μου. Να σου δώσω τη ζωή μου στα χέρια σου. Δε γίνεται να σε ξεχάσω με τίποτα γιατί σ' αγαπώ, γιατί είσαι μέσα μου, γιατί σου ανήκω αγάπη μου. Κάνε με ότι θέλεις. Σ' αγαπώ.
Τι σου έκανα και με διέλυσες έτσι; Δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου, χωρίς εσένα. Γιατί με κοίταξες; Με κατέστρεψες, το ξέρεις; Λιώνω για σένα. Έλα πάλι στον ύπνο μου. Θέλω να σε ξαναδώ, θέλω να σε βλέπω καθημερινά, φοβάμαι μήπως σε ξεχάσω, μήπως σβήσεις απ' το μυαλό μου, μήπως σε χάσω. Μου λείπεις μωρό μου. Μου λείπεις αγάπη μου.
"Έλα μη μου κλαις άσπρο μου χελιδονάκι, έλα πιο κοντά να σου δώσω ένα φιλάκι." Αχχχ! Είσαι μακριά και μου λείπεις. Φιλάω το μαξιλάρι μου για ανακούφιση. Σ' αγαπώ και μου λείπεις. Σ' αγαπούσα από τότε και δε στο είπα, ντρεπόμουν. Ίσως δεν το είχα συνειδητοποιήσει, μα στ' αλήθεια ήταν κάτι άγνωστο σε μένα, εσύ μου το έμαθες. Με σένα συνέβη, πρώτη φορά. Σ' αγαπώ και δεν το ξέρεις κι αυτό είναι που πονάει περισσότερο. Γιατί σε κοίταξα τότε; Γιατί σε πρόσεξα; Ήταν γραφτό; Ήταν το τυχερό μου, η θέληση της μοίρας; Μα έτσι αυτοκτόνησα, γιατί το κράτησα μυστικό.
Η καινούργια μέρα ξημέρωνε σιγά σιγά. Το mp3 είχε ξεφορτιστεί. Σε λίγο πρέπει να δουλέψω. Πλένομαι για να ξυπνήσω εντελώς, για να φύγουν τα άλατα από τα δάκρυα, να συνέλθει το πρόσωπο. Βάζω το mp3 για φόρτιση. Το αποψινό βράδυ θέλω να ξεχαστώ, μαζί σου. Θα ακούσω Αλεξίου. Θα κλάψω, θα πορωθώ με σένα. Θα κοιμηθώ μαζί σου. Θα σου κάνω έρωτα στα όνειρα μου, γιατί μπήκες σε δικό σου κήπο - βρήκες ανοιχτά, εύφορο έδαφος, διψασμένο, απότιστο, χέρσο και ρίζωσες. Με άλωσες. Ύστερα θα ξυπνήσουμε μαζί. Θα ξυπνήσω μόνος πάλι και θα σ' αναζητώ, γιατί μου λείπεις. Μέχρι να σε ξαναβρώ, μέχρι να σε ξανασυναντήσω, θα ακούω Αλεξίου. Για να κλαίω για σένα, για να μη σε ξεχάσω ποτέ. Γιατί σ' αγαπώ, μάτια μου.
"Μάτια μπλε, τα μεγάλα τα μάτια σου, θα 'σαι εδώ, θα 'μαι πάντα μαζί σου." - Πάριος.
05/09/2018
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Οι κόκκοι ζάχαρης
Κεφάλαιο 2: Από την εξορία μου
Ποιες άραγε και πόσες δυνάμεις - ομόρροπες ή αντίρροπες, συνθετικές ή διαλυτικές, ισχνές ή έντονες, ελεγχόμενες και κατά πόσο ή ανεξέλεγκτες; - κρύβονται μέσα μας και μας οδηγούν ή μας κυβερνούν και αντιπαλεύουν καθημερινά και υποσυνείδητα συνήθως, ώστε να οριοθετούμαστε σε μια δεδομένη συμπεριφορά, "φυσιολογική" και "λογική" ή "εύλογη", κατά τα δικά μας μέτρα; Κι αν είχαμε την ικανότητα να τις ελέγχουμε έστω και εν μέρει, απελευθερώνοντας τις χωριστά κάθε φορά, ως πού θα μας οδηγούσαν; Ίσως στην αφάνεια, στον όλεθρο, στην απομόνωση, στην τρέλα, στη μοναξιά, στη μελαγχολία, στο θάνατο, στην ευτυχία, στον απόλυτο έρωτα, στην ολοκλήρωση;
Έχω κι εγώ τάχα διαθέσιμες τόσες πολλές ή μήπως τώρα πια είναι λιγοστές, όσα και τα χρόνια που πιθανά μου υπολείπονται, σαν το σταδιακά ελαττούμενο βάρος του συρρικνούμενου, λόγω αφυδάτωσης, γερασμένου εγκεφάλου που εξακολουθεί να μου "συμπιέζει" το σκεβρωμένο σκελετό; Και όταν ενίοτε βρισκόμαστε σε μια ακραία ή αναπάντεχη ή πρωτόγνωρη κατάσταση, είναι γιατί κάποια από αυτές επικράτησε πάνω στις άλλες και πήρε το πάνω χέρι φέρνοντας το συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή μήπως αυτή είναι μια απότομη εξασθένιση των αντιστάσεων μας μπροστά σε ένα προσωπικό πρόβλημα αιφνιδίως προκύψαν από το πουθενά, σαν μια συνέπεια μιας παραίτησης ή κάποιου έντονου αρνητικού συναισθήματος;
Τι θα μπορούσε λοιπόν να ήταν αυτό που με έσπρωχνε πρωινιάτικα στην επιθυμία ή παρόρμηση ή τάση, αντί να ρίξω μέσα στο ποτήρι με το κρύο νερό τις τρεις κουταλιές ζάχαρης και τη μία του καφέ, να θέλω κολασμένα να μετρήσω έναν έναν τους κ��κκους ζάχαρης της κάθε κουταλιάς; Γιατί στα σίγουρα, αν το έκανα αυτό με τον καφέ, θα ξόδευα το πολύ 15-20 λεπτά μέχρι να απολαύσω το φραπέ μου και θα είχα έναν υποφερτό αριθμό να αντιμετωπίσω, αν και σαφώς θα καθυστερούσα αρκετά στους κονιορτοποιημένους σε σκόνη μικροσκοπικούς καφετί δαίμονες. Μα εδώ φαίνεται πως κυριάρχησε μέσα μου μια μαζοχιστικής υπόστασης δύναμη και ένας πειρασμός να υπερβώ σε αριθμούς τη χιλιάδα και σε χρόνο τη μία ώρα - για να μην πω μια μέρα και σας τρομάξω - αφού σίγουρα από το σωρό θα κατρακυλούσαν μαζικά πολλοί λευκοί αντιδραστικοί, οπότε θα υποχρεωνόμουν σε μια το λιγότερο επαναληπτική διαδικασία καταμέτρησης. Αρχή παράνοιας όλο αυτό λέτε, ή καλπάζουσα τρέλα;
Οπωσδήποτε όμως, όποιες κι αν ήταν αρχικά οι εσωτερικές μου ροπές, κάτι μάλλον θα πρέπει να κινητοποιήθηκε εκεί μέσα και μόλις και μετά βίας συγκράτησα τον μετρητή μου στη μονάδα, αδειάζοντας το κουτάλι στο ποτήρι που καρτερικά περίμενε για να δραστηριοποιηθεί και να κατευνάσει τα διαρκή χασμουρητά μου, διαγείροντας το συμπαθητικό μου σε αναμενόμενες δράσεις, καιρό τώρα καταγεγραμμένες στο ημερολόγιο της ρουτίνας μου.
Παραμονή ξημέρωσε. Αύριος καινούργιος χρόνος, η γιορτή μου. Μια εξαιρετική μέρα για τον καθένα, μια ακόμα γιορτή μοναξιάς για μένα. Υποχρεωτικά φυσικά θα πρέπει να γιορτάσω παρέα με τους υπόλοιπους, τυπικά βέβαια, αν και θα προτιμούσα να ακούω ολημερίς μουσική ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου - μόνος μέσα στην περιπέτεια της προσωπικής μου καταιγίδας ή αναταραχής, μα τοιούτον τι θα σχολιαζόταν δεόντως και με κακεντρέχεια.
Αναμφιβόλως, αυτή η μέρα θα περιείχε για μένα αρκετή νοσταλγία, αναμνήσεις και μπόλικη θλίψη, εξαιτίας ίσως μιας επίμονης φαντασίωσης των τελευταίων εικοσιτετραώρων. Τίποτα σπουδαίο θα πείτε οι περισσότεροι, όμως για μένα ήταν το άπαν. Το χέρι σου να απλώνεται στο δικό μου και μόλις το ακουμπούσε τα χείλια σου να δροσίζουν το μάγουλο μου και το κεφάλι σου να γέρνει στον ώμο μου μεταδίδοντας μου το ρίγος σου μα και τη θέρμη και το άρωμά σου. Μια υπέροχη ερωτική εικόνα που γκρεμιζόταν μεμιάς από τον πόνο που έφερνε στο προσκήνιο η έλλειψη σου, η απώλεια κι ύστερα το σφίξιμο στο στήθος, το πνίξιμο στο λαιμό και το δάκρυ που αυτόματα αναβλύζει κάθε φορά.
Υπάρχει άραγε κάποια δύναμη που θα μπορούσε να σε έφερνε κοντά μου; Θα καταργούσα απνευστί όλες τις άλλες! Γιατί να μην διαθέτουμε ικανότητες τηλεμεταφοράς; Σε ποιον να ψιθυρίσω ό,τι κρύβεται μέσα μου; Κι αν το κάνω, αυτό θα είναι αρκετό για να με ηρεμήσει; Πόσες ακόμα φορές θα αναστενάξω βαθιά και πόσες θα πνίξω το δάκρυ μου που απεγνωσμένα προσπαθεί να ξεχυθεί σαν ποτάμι, μα το σταματώ! Αν υποθετικά καταλαγιάσω αυτή τη δύναμη της επίμονης αντίστασης μου στην κατάρρευση σε λυγμό, το ποτάμι είναι ικανό να με πνίξει; Μακάρι εύχομαι, να τελειώνω! Μα όχι ανθίσταμαι, η δύναμη αυτή υπερτερεί άθελα μου - ασυνείδητα, υποσυνείδητα θα πείτε ίσως. Μπορεί. Πιθανά έχετε δίκιο, μιας και είναι η χρονιά της κρυφής ελπίδας, η χρονιά της απαλλαγής, της επανόδου, της προσδοκίας· φέτος όλα θα τελειώσουν πράγματι.
Έρωτα μου, έχεις πια την ελπίδα να ζήσεις, να εκφραστείς, να ελευθερωθείς, να ανθίσεις. Γιατί δεν μπορώ να αφήσω τις δυνάμεις της απελπισίας, της ατυχίας, της άρνησης να υπερισχύσουν. Θα είσαι εκεί για μένα. Θα έρθω. Θα με περιμένεις. Δεν θα 'χεις φύγει. Δεν θα είσαι αλλού. Θα είσαι μόνο για μένα. Δεν μπορώ να αντέξω άλλες αναποδιές γιατί τότε θα υπερνικήσει η τρέλα και γι' αυτήν δεν έχω αντίδοτο. Τότε θα είναι πια που θα μετρήσω όλους τους κόκκους στο σακούλι της ζάχαρης κι ύστερα θα κλάψω για το θάνατο της ψυχής μου.
Άραγε ποια είναι αυτή η δύναμη που μας κάνει να αγαπάμε; Γιατί να την έχω; Ποια δύναμη ήταν αυτή που με έσπρωξε να σε προσέξω, να σε κοιτάξω; Γιατί λύγισα; Γιατί μου λείπεις κι είναι αυτός ο πόνος τόσο δυσβάστακτος; Ποια δύναμη είναι η προτιμότερη λύση που θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο; Της τρέλας ή του θανάτου;
Σ' αγαπώ. Κι αυτό είναι κάτι που δεν κατανικιέται από καμιά δύναμη, όποια τελικά απ' αυτές τις δυο και αν υπερισχύσει. Όταν δηλαδή κάτι σημαντικό θα έχει ραγίσει εκεί μέσα ή θα έχει σπάσει, σαν ένας αόρατος τένοντας ας πούμε που συγκρατεί το πεντάλ των φρένων του μυαλού υπό κανονικές συνθήκες στο normal και κάποιες δυνάμεις τον συνθλίβουν, φαντάζεσαι πως είναι ικανό να οδηγήσει στην παντοτινή λησμονιά ή στο έσχατο διάβημα; Ότι χαράζεται βαθιά κι είναι πλαισιωμένο από πανίσχυρα συναισθήματα, μάθε πως δεν σβήνει, φυσιολογικά τουλάχιστον. Μα είπαμε, η ελπίδα είναι αυτή που πεθαίνει τελευταία κι είναι αυτή η δύναμη που κρατάει ζωντανούς όλους τους τρελούς.
Μεσάνυχτα πια. Χρόνια μου πολλά. Χρόνια πολλά αγάπη μου· όμορφη, μοναδική, γλυκιά πληγή μου - θανατερή ή Αναστάσιμη!
31/12/2019
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Ένα τραγούδι
Ένα τραγούδι θα σου πω
μέσα απ' την καρδιά μου
για σένα θα το τργουδώ
βαθιά απ' τα σωθικά μου
Πότε έχει στίχο χαρωπό
κι άλλοτε λυπημένο
στις λέξεις του σ' αναζητώ
στις νότες σε προσμένω
Όταν εκεί μέσα θα σε βρω
ματώνεται η ψυχή μου
τα μάτια σου σαν συναντώ
λιώνω μικρό πουλί μου
πως λείπουνε τόσο καιρό
μαράθηκε η ζωή μου
Τότες είν' οι νύχτες μου βαριές
τα όνειρα θλιμμένα
μ' ελπίδα ραίνω τις πληγές
τη μοναξιά με ψέμα
Ότι γοργά θα σε ξαναδώ
να πάρεις το φιλί μου
χωρίς εσένα δεν μπορώ
έρωτα, γητευτή μου
Κι όταν θα δω το γέλιο σου
ανάσα της ψυχής μου
θ' αφήσω μέσ' τα χέρια σου
ολόκληρη τη ζωή μου
δίχως την παρουσία σου
άχρηστη είν' η δική μου.
17/10/2020
Β.Π.
Tumblr media
1 note · View note
lit4y · 2 years
Text
Υγρό όνειρο
Κεφάλαιο 2: Από την εξορία μου
🔞
Η διάθεση μου σήμερα ήταν στο απώγειο της από νωρίς. Δεν είχε αλλάξει κάτι στην καθημερινότητα της ζωής μου εδώ κάτω, μα για κάποιο απροσδιόριστο σε μένα λόγο, ένιωθα όμορφα, γεμάτος ενεργητικότητα, κέφι και όρεξη για κουβέντα - πράγμα σχετικά σπάνιο για την αφεντιά μου, μιας κι αυτό το σπορ το εξασκούσα μόνο όταν είχα καλή παρέα που με ανέβαζε και έφτιαχνε το κλίμα για αστεία και πειράγματα ή ακόμα και για μια χαλαρή συζήτηση ή έστω και μια πιο εποικοδομητική και ουσιώδη κουβέντα.
Ήμουν λοιπόν αρκετά τυχερός που είχα διαλέξει για φίλους τον δ. και τον Z. - κυρίως τον δεύτερο - οπότε αρκετά συχνά καταπιανόμασταν με διάφορα ενδιαφέροντα θέματα για αρκετή ώρα (απ' αυτό το φρούτο είχαμε μπόλικο διαθέσιμο κάθε μέρα), όχι τίποτα κουτσομπολιά ή πολιτικά ή αθλητικά κι άλλες παρόμοιες σάχλες και μπούρδες, αλλά για τις σχέσεις των ανθρώπων, τη συμπεριφορά, την ηθική, το δίκαιο, τους θεσμούς, την παιδεία, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία κι άλλα πολλά. Σήμερα όμως ήταν μια άτυχη μέρα με την έννοια ότι ο μεν δ. είχε κάμποση δουλειά και άργησε, ο δε Ζ. ήταν σχετικά άκεφος σαν ελαφριά κρυωμένος όπως ήταν, ενώ ούτε καν όρεξη για σκάκι δεν είχε, πράγμα πρωτόγνωρο γι' αυτόν και εννοείται πολύ περισσότερο για διάβασμα, στο οποίο τον βοηθούσα όταν είχε τη διάθεση.
Πέρα από το εποικοδομικό στοιχείο αυτής μου της εσχάτως ρηθείσας ενασχόλισης, η κατάσταση είχε και τη σχετική της πλάκα μιας και αρκετές φορές φτάναμε - αστεϊστί - να πλακωνόμαστε στον καβγά για κάποιες έννοιες ή τις μεθόδους επίλυσης ασκήσεων ή της εκμάθησης κανόνων κι αυτό το διασκεδάζαμε κι οι δυο, κι ήταν αν θέλετε ένας τρόπος σύσφιξης της φιλίας μας, αφού κανείς από τους δυο δεν είχε ποτέ την πρόθεση για κακίες ή την προσβολή του άλλου ή την μείωση της προσωπικότητας του άλλου. Ο καβγάς μας ήταν συχνός αλλά περίπου ένα παιχνίδι ανάμεσα μας, μέσα από το οποίο ξεδιπλώναμε και οι δυο στον άλλο τις πτυχές του χαρακτήρα μας, αλληλογνωριζόμασταν και αποδεχόμασταν τα πιστεύω ή τις πεποιθήσεις καθενός σε διάφορα θέματα, μα και τη διαφορετικότητα μας είτε στις πολιτισμικές μας καταβολές, είτε στη φυλετική μας προέλευση, είτε στις θέσεις μας, που όμως μας κατηύθυναν σε μια σύμπλευση και μια διαλλακτικότητα, διαλεκτικά. Θέλω να ισχυρίζομαι επομένως πως δεν θα 'θελα να τον χάσω από φίλο, αφού τον εκτιμώ ιδιαίτερα σαν άτομο και σαν σκεπτόμενη οντότητα, όμως παρ' όλα αυτά σήμερα μου την έκανε ακροποδητί για τα ιδιαίτερα του και απόμεινα μονάχος να κρατάω παρέα στην καλή μου διάθεση.
Το έριξα λοιπόν κι εγώ στο ρομαντισμό και την ενατένιση μιας από τις καλλιτεχνικές μου φλέβες - του εικαστικού μου δηλαδή α-τάλαντου - εμπλουτισμένου με λίγες πινελιές φυσιολατρείας και αυτό μου ανέλωσε ένα μεγάλο μέρος του πρωινού μέχρι σχεδόν την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Καθόμουν στον γέρικο πλάτανο στη μικρή αλέα, παρατηρώντας αρχικά το ίδιο το δέντρο, αναλογιζόμενος αφ' ενός τη καθημερινή του λειτουργία και λειτουργικότητα και αφ' ετέρου τη χρηστικότητα του. Όταν είχα υπερφορτώσει το εγκεφαλικό μου περιεχόμενο μ' αυτό το οικολογικής φύσεως θέμα και παραλήρημα, απευθύνθηκα - νοητικά πάντα - στο κοντινό δάσος με τα ποικίλα πλάσματα του οικοσυστήματος του - δηλαδή πεύκα, βελανιδιές, καστανιές κι ότι άλλο, μαζί με τα ζωάκια που φιλοξενούσε τόσο τα χερσαία όσο και τα εναέρια. Όλο αυτό εξακολούθησε να είναι και το απογευματινό μου πνευματικό κολατσιό, παρέα με μια διάθεση να απεικονίσω αυτόν τον καμβά - ικανότητα όμως και δεξιότητα που δεν διέθετα, ούτε καλλιέργησα, ήτοι δεν είχα φροντίσει να εξασκήσω ή να αναπτύξω κατά τον πρότερο μου βίο.
Επιπρόσθετα, αυτός ο έκδηλος ρομαντισμός μου διατηρήθηκε ανεπηρέαστος και επαυξημένος ακόμα και κατά τις βραδινές ώρες της δικής μου οίκαδε δραπέτευσης, όταν καταπιάστηκα με το συγγραφικό μου τάλαντο - λίαν προσφάτως προκύψαν -, πενιχρό εννοείται και ετούτο, μα αρκούντως ικανό να μου επιτρέψει την έκφραση του εσωτερικού μου κόσμου και διάκοσμου - ο οποίος πάσχιζε να σκιαγραφήσει πρόσωπα και καταστάσεις του σχετικά πρόσφατου μα και του απώτερου παρελθόντος μου, σε ύφος και τόνο σατυρικό ή σκωπτικό ή και ενίοτε πικρόχολο σε σχέση με την αφεντιά μου και τα κατορθώματα της. Όλη αυτή η λογοτεχνική μου φιλέργεια, με τη συντροφιά και συνοδεία ελαφράς ή κλασσικής μουσικής - αρκούντως χαλαρωτικής -, απέδωσε σύντομα καρπούς δεκάδων σελίδων με εκατοντάδες λέξεις η καθεμιά, καθώς η πένα του μυαλού μου είχε πάρει φωτιά, έχοντας όμοια με εμένα καλή διάθεση μα κυρίως απόδοση και αποδοτικότητα.
Όλα έβαιναν αίσια μέχρι τη στιγμή που - άγνωστο πότε και γιατί -, μια μορφή ξεπήδησε από το χωροχρόνο και σφηνώθηκε στις λέξεις μα και στις νότες που συμβίωναν και συνέδραμαν, άλλοτε συναγωνιστικά κι άλλοτε ανταγωνιστικά τη θαλερότητα μου, παράλληλα μέσα στα αυτιά μα και στο μυαλό μου. Τότε ήταν που οι λέξεις που αιωρούνταν στο χαρτί ή στη σκέψη και οι νότες που ηχούσαν μέσα στη συνείδηση, μεταμφιέστηκαν και μετασχηματίστηκαν σε εικόνα, σε σχήματα, γραμμές και χρώματα και η μορφή άξαφνα ζωντάνεψε, λίγο αχνή μα αρκετά αδρή στις γραμμές και εύκολα αναγνωρίσιμη, αγαπητή - εσύ.
Αυτόματα, μόλις σε είδα, σου έπιασα το χέρι κι ήταν αυτό το άγγιγμα τόσο τρυφερό μα συνάμα τόσο απόλυτα αγνό - Θεϊκό -, ώστε άμεσα με κοίταξες στα μάτια και ρίγησα - από χαρά, αγαλλίαση και ευτυχία - και ήταν αυτό το βλέμμα σαν να μου έλεγες "επιτέλους". Αμίλητοι κι οι δυο μας, προχωρήσαμε στα στενά και τα δρομάκια γύρω από το bar-άκι μας, ενώ γνωστοί σου μα και άγνωστοι μας κοιτούσαν περίεργα και ελαφρά ειρωνικά - τόσες οι διαφορές μας, βλέπεις -, όμως εμείς δε δώσαμε την παραμικρή σημασία. Συνεχίζαμε για ώρα - σε άγνωστη πορεία - πιασμένοι χέρι-χέρι, με τα μπράτσα, τα πλευρά μας και τους ώμους να είναι συχνά σε επαφή, κάθε λίγη ώρα σταματούσαμε και πάντα αμίλητοι αγκαλιαζόμασταν ζεστά για πολύ και αναστενάζαμε. Κάποτε, καθίσαμε σε ένα παγκάκι για πολλή ώρα, με τους ώμους και τα κεφάλια να είναι ενωμένα και καθένας μας ρουφούσε αχόρταγα τη θέρμη,το άρωμα και τις οσμές του άλλου, αναστενάζοντας ξανά κι ανατριχιάζοντας από χαρά.
Ήταν μια μαγική στιγμή που απογειώθηκε μόλις μου είπες τόσο τρυφερά "σε περίμενα" κι αμέσως σου απάντησα στενάζοντας "πόσο μου έλειπες!". Αμέσως γυρίσαμε τα κεφάλια και δώσαμε το πρώτο μας φιλί. Ένα γλυκό, τρυφερό, απαλό άγγιγμα των χειλιών κι αμέσως ύστερα ένα έντονο, δυνατό, άγρια ερωτικό δαγκώνοντας και ρουφώντας ο ένας τα χείλια του άλλου κι έπειτα ένα ακόμα απόλυτα τρυφερό κι ύστερα πολλά ακόμα, για ώρες ολόκληρες χωρίς την παραμικρή διάθεση να απομακρύνει κανείς μας τις ενωμένες σάρκες. Πόσο όμορφα ένιωθα! Σαν να ήρθε απότομα η Άνοιξη μέσα στη βαρυχειμωνιά ή σαν να γεννήθηκε άξαφνα ένα μικρό μωράκι - μια καινούργια αθώα ψυχή - που χαμογέλασε ένα πλατύ ευχαριστώ! Κι εσύ το ίδιο ένιωθες,το έβλεπα στα μάτια σου, το έδειχνε η θέρμη σου να ανταποκριθείς, η γλυκύτητα που έβγαζες, η έντονα καυτή ανάσα σου πάνω στο δέρμα μου, μα κυρίως τα μάτια σου που έλαμπαν όσο με κοιτούσες με πόθο. Μάλλον και τα δικά μου την ίδια αύρα έβγαζαν όπως σε κοίταζα και ρουφούσα το φως σου, ενώ η ψυχή μου ένιωθε σαν να ζούσε σε Παράδεισο όπου άκουγε υπέροχης ομορφιάς μουσικούς ήχους κι ατένιζε θεϊκές ζωγραφιές.
Όταν αργότερα βρεθήκαμε σ' ένα λόφο να αντικρύζουμε τ' αστέρια και το πανέμορφο νυχτερινό τοπίο, φωτισμένο με τις χιλιάδες λάμπες και τα φώτα από τα σπίτια ή τους δρόμους, ήταν που σου ψιθύρισα στο αυτί "σ' αγαπώ" κι εσύ ανταπάντησες "σε θέλω, αγάπη μου". Φύγαμε ύστερα από λίγο, πάντα πιασμένοι χέρι-χέρι μα και αμίλητοι. Φτάσαμε σπίτι - νομίζω το δικό μου - και χωρίς να πούμε μια λέξη έγδυσε ο ένας τρυφερά τον άλλο - με ιεροτελεστία και δεκάδες φιλιά - κι ήταν η πρώτη μας φορά που κάναμε έρωτα. Για ώρες, πότε αργά, γλυκά και απαλά κι άλλοτε έντονα, αγχωμένα, σχεδόν βίαια, μια και δυο και τρεις φορές κι ερωτοτροπούσαμε άλλες τόσες ώρες, γεμίζοντας χάδια και φιλιά ο ένας τον άλλο, ώσπου αποκοιμηθήκαμε αποχαυνωμένοι στην αγκαλιά ο ένας του άλλου.
Ήταν μια απόλυτα μαγευτική βραδιά, που μόνο ο ήχος ενός ραδιοφώνου τη διέκοψε το πρωί. Γυρίζω το κεφάλι για να κοιτάξω αυτόν που με ανησύχησε και αντικρύζω τη φάτσα του δ. που είχε έρθει για να με ξυπνήσει. Ενώ προσγειώνομαι άδοξα στη σκληρή πραγματικότητα, αισθάνομαι το εσώρουχο μου αρκετά νωτισμένο και μια γλυκιά θέρμη να κυριαρχεί στην περιοχή του εφηβαίου μου, οπότε σαφώς αντιλαμβάνομαι το αποτέλεσμα του ευτυχισμένου βραδινού μου ονείρου.
Θεέ μου, πόσο πια ποθώ αυτό το πλάσμα για να φαντασιώνομαι μαζί του! Θα πρέπει πιστεύω υπερβολικά, μιας κι ένιωθα τόσο υπέροχα, τόσο γεμάτος, τόσο ευτυχισμένος! Είσαι λοιπόν μια υπέροχη γλυκιά ύπαρξη, άκρως ποθητή και αγαπημένη. Πόσο σε θέλω! Μα πλέον πιστεύω πως μέσα μου υπάρχει κάτι πιο μεγάλο για σένα, αφού σε βλέπω συχνά μπροστά μου, νηφάλιος ή στον ύπνο μου. Μήπως το λένε αγάπη; Δεν το ήξερα αυτό το συναίσθημα, μα ότι νιώθω για σένα είναι μόνο όμορφο και θα πρέπει να ξέρεις πως μου λείπεις πολύ κι αυτό συχνά με πνίγει υπερβολικά.
27/10/2018
Β.Π.
1 note · View note
lit4y · 2 years
Text
Τα τσιγάρα μου
Κεφάλαιο 2: Από την εξορία μου
🔞
Άναψα ένα τσιγάρο. Τράβηξα με μανία μια τζούρα και προτού προλάβει να βγει ο καπνός από μέσα μου τράβηξα κι άλλη ρουφηξιά. Τι ήταν όλο αυτό που έγινε; Ήμουν έξω φρενών.
Τι μου έφερες ρε μαλάκα εδώ; Τι πράμα ήταν αυτό; Γμσου παλιοαρχ..., το κέρατο σου μέσα! Γελοίε, μ' αυτό το ξόανο τα 'χεις; Τι σαβούρα είν' αυτή; Πόσο καραγκιόζης είσαι ρε; Τι το κουβάλησες αυτό εδώ πέρα; Να δω τι; Την παρακμή σου; Τι βρήκες ρε σ' αυτό το ον; Το φυστικώνεις; Αυτό σου κάνεις πί...ες; Και δεν σιχαίνεσαι ρε; Αυτό είναι μια σαβούρα, τι βρήκες εκεί; Σε φτιάχνει καλά; Και τώρα γιατί παρατάς το χυλό; Σου γυάλισα εγώ βρε σίχαμα; Αφήνεις τον πατσά για φρέσκο κρέας; Να πα να γμθείς βρωμόγερε.
Έβαλα ένα ποτό και ήπια μονορούφι το μισό. Άναψα κι άλλο τσιγάρο. Δεν μπορώ να ηρεμήσω, γμτο! Σε σιχαίνομαι ρε, το κατάλαβες; Σε σιχαίνομαι. Τι όμορφο να αρχίσουμε μαζί ρε, που θα είσαι γεμάτος απ' τα σάλια του; Γμτο μαλάκα. Πώς μπόρεσα εγώ να σε προσέξω; Τι έχεις ρε και με τράβηξες; Ένας κωλόγερος είσαι παλιοφαφούτη, τίποτα παραπάνω. Τι έχεις και με τράβηξες; Τι είδα πάνω σου και μ' ενδιέφερε, γμτο σου;
Ήπια άλλη μια γερή γουλιά, άναψα τρίτο τσιγάρο και έκανα μια μεγάλη τζούρα. Πώς ήμουνα τόσο χαζός να την πατήσω έτσι; Τι στο καλό έκανες και με προσέλκυσες; Με μάγεψες; Ένιωσα ρε μλκα κάτι· δεν ξέρω τι! Ένιωσα πως διαφέρεις, πως είσαι κάτι άλλο, κάτι σημαντικό, βρε αρχ...ι. Πώς την πάτησα εγώ; Γουρούνι είσαι κι εσύ ρε, γουρούνι σαν τους άλλους. Σαν όλους αυτούς που γνώρισα, που πέρασαν απ' τη ζωή μου, απ' το κρεβάτι μου, απ' το κορμί μου. Να πα να γμθείς βρε.
Κατέβασα ένα σφηνάκι. Ο μπάρμαν με κοίταξε περίεργα, το ίδιο κι ο τσεκαδόρος που μου εκανε νόημα. Ωχ, εσύ με ψάχνεις, γμτο σου; Πάλι θα ξαναδώ τα μούτρα σας; Ήρθα κοντά, μα κοίταζα προς τα πέρα. "Άλλες δυο μπύρες", μου είπες. Έφυγα κοιτώντας κάτω, χωρίς να πω λέξη. Να σας έφτυνα ήθελα βρε, όμως έπρεπε να σας φέρω τα ποτά, γμτο μου.
Ήπια το υπόλοιπο ποτό. "Βάλε μου άλλο ένα, θα το πληρώσω" είπα στο μπάρμαν μέχρι να βγάλει τις μπύρες σας. Τις έφερα. Μα τι θέλει τώρα από μένα αυτός ο σάχλας; Τι στοίχημα και αηδίες μου τσαμπουνάει; Τι βλακείες με ρωτάει; Αν σπουδάζω και τι; Τι τον νοιάζει το τι; "Καμιά σχέση", του απαντώ ξεκόβοντας τις υποθέσεις του και κοιτώντας το ταβάνι. Δε μπορούσα ρε να σας βλέπω, μου ερχόταν εμετός. Να του πω; Τι μπούρδες πάλι θέλει, τι με ρωτάει; Σαχλαμάρες. "Δεν είναι ανάγκη", λέω και φεύγω. Γιατί να του πω τι κάνω και με τι ασχολούμαι; Τι τον νοιάζει αυτόν; Σιγά να μη σας δώσω αναφορά! "Α να χαθείτε παλιοπού..δες", είπα μέσα μου κι ήπια μια γερή γουλιά απ' το φρέσκο. Άκου εκεί να μου κάνουν ανάκριση!
Μα τι ήταν όλο αυτό το σκηνικό; Αυτόνανε τι τον ένοιαζε; Γιατί με ψάρευε αυτός κι όχι εσύ; Εσύ λέξη δεν άρθρωσες. Κοιτούσες όμως περίεργα, διερευνητικά λες και σ' ενδιέφερε να ακούσεις απαντήσεις. Γιατί;
Κατέβασα κι άλλη γουλιά. Πήγα μια παραγγελία και γυρνώντας άναψα κι άλλο τσιγάρο. Όση ώρα με ρώταγε ο γελοίος, εσύ άχνα δεν έβγαλες, μιλιά. Γιατί; Αυτός τι ήθελε από μένα; Γιατί δεν είπες κάτι, πλάτες του έκανες; Αποκλείεται. Σ' αυτόν μ' έκανες πάσα κι ήταν μούφα όλα αυτά τα posts; Αδύνατον. Αν ήταν έτσι, κάτι θα έλεγες κι εσύ για να σιγοντάρεις την κατάσταση. Αλλά δε φαινόταν να με γούσταρε αυτός και σίγουρα ούτε κι εγώ είχα μια τέτοια μούρη στα υπ' όψιν. Άρα; Δεν είναι αυτό. Τότε;
Εσύ με γούσταρες, εσύ ερχόσουνα συχνά, εσύ μ' έτρωγες με τα μάτια κάθε φορά,εσύ ανέβαζες εκείνα τα posts. Αυτός δεν θα 'γραφε τέτοια. Μα τότε γιατί δεν μίλαγες; Γιατί δεν έλεγες λέξη, ντρεπόσουν; Εδώ δεν ντράπηκες να τα 'χεις μ' αυτό το πράμα, εμένα θα ντρεπόσουν; Τι στο καλό, δε βγαίνει νόημα! Να πα να γμθείς μλκα που θα ασχολούμαι ακόμα μαζί σου, πολύ σου πάει. Πάει πέθανες μλκα, πέθανες! Αρχ..ι κάτι σκότωσες μέσα μου. Σε πίστεψα σαν κάτι όμορφο, καλό, σαν κάτι αγνό και σπουδαίο κι αυτό που μου έδειξες σήμερα ήταν ένα σίχαμα. Ναι ρε, είσαι σίχαμα. Δε θέλω να σε ξέρω. Πίστεψα πως έχεις κάτι όμορφο και με πούλησες γελοίε. Κι εγώ που νόμισα πως θα σε γνώριζα, πως βρήκα πια κάτι ωραίο!
Έκανα όνειρα μλκα, όνειρα. Κατάλαβες; Έκανα όμορφα όνειρα για σένα, γιατί μου έβγαλες κάτι αγνό. Είδα κάτι αγνό μέσα μου, μέσα απ' αυτή τη βρωμιά που σκεπάζει το κορμί μου, που τυλίγεται γύρω μου. Αυτά τα βρωμόχερα που μ' αγκαλιάζουνε κάθε μέρα και λερώνουν το κορμί μου. Μα από μένα έβγαλες κάτι όμορφο βρε, κάτι καλό κι αγνό. Δεν ήξερα πως το έχω εγώ αυτό. Δεν πίστευα πως κάτω από τη λέρα αυτονών υπήρχε κάτι ωραίο θαμένο βαθιά μέσα μου. Εσύ μου το έδειξες πως το 'χω. Ήρθες όμως σήμερα εδώ και το λέρωσες, το έθαψες πάλι. Χάθηκε! Δε νιώθω πια αγνός, νιώθω ξανά βρώμικος, λερωμένος. Με σκότωσες μλκα σήμερα, με πέθανες. Σε σιχαίνομαι. Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ πια.
Θα φύγω. Θα φύγω μακριά. Θ' αλλάξω δουλειά, θα πάω σε άλλο μαγαζί. Πρέπει να κλείσω αύριο γι' αλλού. Εδώ δε με χωράει πια το μέρος, εδώ θα είσαι εσύ. Θα είναι η φάτσα σου εδώ, η παρουσία σου, οι αναμνήσεις μου που θα σε περιέχουν. Το σώμα σου θα είναι εδώ. Δεν πρόλαβα, π...στη μου, να το δω, δεν πρόλαβα να μάθω τίποτα από σένα. Κι όμως το ήθελα, τουλάχιστον να έβλεπα το κορμί σου. Το μυαλό σου μου το έδειξες μέσ' απ' τα posts, μα ύστερα απ' τα σημερινά, ούτε κι αυτό θέλω να ξέρω. Σε έχασα μλκα πριν σε βρω. Νομίζω είσαι ο πρώτος που χάνω, που ήθελα να μάθω αλλά δεν πρόλαβα. Σε έχασα, αρχ...ι. Δεν θέλω με τίποτα να χάνω, να χάνω κάτι που θέλω· και ήθελα πολύ. Να σε μάθω, να σε γνωρίσω. Μα δεν μίλαγες κιόλας, δεν έλεγες κάτι. Δυο λέξεις μλκ δεν μπορούσες να μου πεις; Αν μου 'λεγες θα ... θα είχαμε μιλήσει βρε, θα είχαμε γνωριστεί, θα μάθαινα τη σκέψη σου. Αρχ...ια, το κορμί σου θα μάθαινα τουλάχιστον, αυτό είναι σίγουρο. Μα θα είχαμε μιλήσει κιόλας, πριν, μετά, τι σημασία έχει. Θα ήξερα κάτι από σένα, θα σε καταλάβαινα, τώρα τίποτα.
Χάσου τώρα, μλκα, άχρηστε, γελοίε. Χάσου στη σαβούρα σου, στο τίποτα σου. Μόλις γυρίσω το πρωί απ' τη δουλειά θα σε σβήσω, να μην υπάρχεις πια για μένα, να μη σε θυμάμαι, να μη σε βλέπω. Θα σβήσω το like που σου έκανα, θα σε κάνω unfollow, θα σβήσω το post που μου 'κανες like. Δεν θα είσαι πια γύρω μου, δεν θα υπάρχεις, θα 'σαι άγνωστος μλκα. Να κλείσω αύριο οπωσδήποτε σε άλλο μαγαζί. Θα σβήσω λίγο διάστημα και απ' το internet για να ηρεμήσω και θα φύγω για διακοπές. Ωχ, τι θέλετε πάλι; Κι άλλες μπύρες, φτου γμτο. "Άσε να φτιάξω εγώ τα ποτά της παρέας, είναι γνωστοί", λέω δήθεν στο μπάρμαν. Χαχαχα, τη γλύτωσα, σας έφερε αυτός τις μπύρες αρχ...ι, να χαθείς, ανάσανα με ανακούφιση.
Άναψα κι άλλο τσιγάρο. Πήγα στην παρέα και έπιασα την κουβέντα. Ευτυχώς ηρέμησα, ξεχάστηκα για λίγο. Γελάγαμε με τα αστεία που τους έλεγα και τις ιστορίες που μου έρχονταν στο μυαλό και πέρναγα καλά. Σιγά σιγά χαλάρωσα. Με την άκρη φυσικά των ματιών μου σε κοιτούσα μέσα απ' τον καθρέφτη. Δεν ξέρω γιατί, μα σε κοιτούσα. Ήσουν χάλια ολοφάνερο. Κατσούφης, εκνευρισμένος, στεναχωρημένος σίγουρα. Κηδεία ήσουν μλκα μου, το έβλεπα. Γιατί; Ας το διάολο που θα ασχολούμαι μαζί σου. Να πα να ψοφήσεις κόπανε, παλιόγερε. Μπά, φεύγετε; Τι κοιτάς, τι ψάχνεις τριγύρω, εμένα ψάχνεις; Εγώ έγινα καπνός, μπουχός μλκα. Άντε στον αγύριστο, να χαθείς ηλίθιε, ξεκουμπίδια. “Ουφ έφυγε, ηρέμησα. Στα τσακίδια”, μονολόγησα. Έφυγε και κάτι πέθανε μέσα μου. Μλκα μου με σκότωσες!
Τη νύχτα έγινα στουπί. Γύρισα σπίτι κι ήμουν χάλια, μόνος! Γιατί μόνος; Ήμουνα κουνουπίδι κι έκανα εμετό, πολύ καιρό είχα να κάνω εμετό και μάλιστα χωρίς να πάρω τίποτα. Γιατί ένιωθα χάλια; Αφού πια ξεκουμπίστηκες, αφού σε πέθανα ρε συ, γιατί δεν ένιωθα καλά; Έβαλα ένα ουίσκι και το ήπια μονορούφι. Ανοίγω αποφασιστικά το κινητό, γρήγορα Tumblr στο profile μου. Να 'σαι μλκα, unfollow αρχ...ι. Ποιο post μου έκανες like; Αα νάτο, delete. Πού είναι το δικό σου; Unlike γελοίε. Πέθανες πια, σε έσβησα. Τέλειωσα το ουίσκι, σβήνω και το τσιγάρο μα πάλι ήρεμος δεν ήμουνα. Χτυπάω μια δόση. Το πρωί θα βρω αλλού δουλειά και το βράδυ να βρω παρέα για τη νύχτα κι από βδομάδα διακοπές. Τι όμορφος που είναι ο κόσμος, μάτια μου! Πόσο ωραία περνάω! Αύριο θα χαρώ το πήδημα, αύριο θα ξανάβρω τη ζωή. Αύριο κάτι άλλο, κάτι όμορφο, κάτι καινούργιο. Ίσως κάτι καλό, πια.
Άναψα τσιγάρο, τα ρύθμισα όλα. Από Σεπτέμβρη αλλού. Λίγες μερούλες ακόμα κι ύστερα διακοπές, ξεκούραση μια βδομάδα. Εκεί πια δεν ξαναπάω, μόνο στο γυρισμό μία φορά και τέλος. Τα κλείνω όλα και ησυχάζω. Κοιτάω δίπλα μου. Α ναι, αυτός ο ηλίθιος. Κοιμάται, κοιμισμένος ήταν ούτως ή άλλως, άσχετος. Ούτε μια λέξη δεν ξέρει να πει, να αρθρώσει λόγο. Απογοήτευση. Ούτε καν το ευχαριστήθηκα. Τζούφιος και σ' αυτό, άδειος. Γιατί πήγα μαζί του; Πωπώ μλκα μου χαλιέμαι, χαλαλίζομαι σε άσχετους! Ωχ, ποιος το είχε πει αυτό; Όχι ρε π...στη μου, εσύ το έγραψες αυτό, για μένα! Μλκα, αρχ...ι δίκιο είχες, χαλιέμαι με αυτούς, μειώνομαι. Πόσο δίκιο είχες! Μα γιατί το κάνω; Δε λέω μ' αρέσει, φτιάχνομαι, πηδ...ω· άσχετους όμως, κούφιους, άχρηστους. Κι εσύ ποιος είσαι και το ξέρεις; Το κατάλαβες, ρε συ; Είσαι έξυπνος λοιπόν, σε είχα υποτιμήσει. Κάτσε ρε συ, δεν τους ξέρεις όλους αυτούς, δεν τους γνώρισες, πώς το 'ξερες; Εμένα κατάλαβες, ρε συ, με ένιωσες; Πώς; Μόνο κοιτώντας με στα μάτια, βρε; Εγώ πόσες φορές σε κοίταξα; 5, 10, 20, 50; Και με αποκρυπτογράφισες ρε, με κατάλαβες; Μπήκες μεσ' στο μυαλό μου, μεσ' τη ψυχή μου ρε συ; Τι είσαι λοιπόν, γμτο μου;
Άναψα κι άλλο τσιγάρο· πολύ καπνίζω τελευταία και χαλάω την επιδερμίδα μου. Αυτός εξακολουθούσε να κοιμάται, σαν ζώο. Και στο σεξ σαν ζώο έκανε. Σιχάθηκα. Ούτε καλά ήτανε, έκανε και σαν ζώο! Πώς τα καταφέρνω έτσι και πέφτω πάνω σε ζώα; Μου ήρθες στο μυαλό μλκα, εσύ δεν φαινόσουνα για ζώο. Αλήθεια, πώς θα 'ταν άραγε μαζί σου; Έδειχνες ευγενικός, λογικά τρυφερός· εσείς οι ώριμοι γενικά είσαστε τρυφεροί, βγάζετε μια γλύκα, τον ζείτε τον έρωτα με τις ώρες, αργά και ηδονικά, ξέρετε να παίρνετε και να δίνετε τη μεγαλύτερη απόλαυση. Λογικά έτσι θα ήσουνα κι όχι σαν ζώο. Μα θα ήξερες να μιλάς, να επικοινωνείς; Στη θεωρία, στο Tumblr, έδειχνες να ξέρεις, καλά μάλιστα. Μα στην πράξη; Ποια πράξη γμτο μου, ποια πράξη; Πάει τέλειωσε τώρα, σε πέθανα.
Με σκότωσα ρε συ, σε σκότωσα, με πέθανα! Είχα τις ευκαιρίες να σε μάθω, να σε πλησιάσω, να σε δώ από πολύ κοντά και τις πέταξα, τις κλώτσησα, τις χαλάλισα, τις σκότωσα. Εγώ μας σκότωσα, εσύ ερχόσουνα εκεί για μένα, τόσες φορές, το έγραψες κιόλας – για σένα έρχομαι απόψε. Όμως εγώ μας σκότωσα. Γμσου μλκα, σε έχω πεθάνει, γιατί ξαναασχολούμαι; Με μισώ. Γιατί τα έκανα έτσι; Γιατί δε σου μίλησα ρε συ, γιατί δε θέλησα να σε μάθω, να σε γνωρίσω – μ' όλους έτσι κάνω, γιατί όχι με σένα; Να μάθω το σώμα σου - αυτή ήταν η προτεραιότητα μου με όλους -, μα μάθαινα και το μυαλό τους. Να δω το δικό σου! Γιατί; Γιατί είμαι μλκας, κόπανος είμαι! Πόσο όμορφος θα ήσουνα άραγε; Όμορφος στο σώμα ίσως και όχι – ποιος ξέρει – μα τι σημασία να έχει τώρα, δεν το έμαθα ποτέ. Όμορφος στο μυαλό μάλλον ναι, όμορφος στην ψυχή είμαι σχεδόν βέβαιος. Μα τώρα είναι αργά, αργά για μένα, αργά για σένα. Πάει, μας σκότωσα! Γιατί;
'Ισως γιατί μου έδειξες τα λάθη μου – δεν το 'κανες συνειδητά για να με μειώσεις, την πραγματικότητα διαπίστωνες -, μάλλον γιατί έβγαλες από μέσα μου αυτό που δεν ήξερα, αυτό που δεν ήθελα, αυτό που δεν μου άρεσε· την αγνότητα κι αυτό με φόβισε. Σε μισώ, ρε συ, σε μισώ. Γιατί μου έδειξες πόσο λάθος ήμουνα σε πολλά. Γμτο μου, με μισώ ρε αρχ...ι!
Άναψα ένα τσιγάρο, ρούφηξα μια γουλιά ποτό. Πάνε κι οι διακοπές, τέλειωσαν. Όμορφα ήτανε αν και λίγες, μικρές, ηρέμησα όμως αρκετά, ησύχασα. Με βοήθησε και η α. Καλή είναι, λίγο χαζή, λίγο ανάλατη, κομματάκι ούφο, μα εντάξει με φτιάχνει· πηδ....σταν καλά. Δε με γεμίζει, δε λέει πολλά στο σεξ, αλλά με ηρεμούσε, με χαλάρωνε. Δεν ξέρω, ίσως την κρατήσω λίγο καιρό αν δεν τη βαρεθώ. Ωχ, πάλι εσύ; Τι θέλεις ξανά εδώ; Α ναι, για μένα έρχεσαι πάλι. Θα κάνω τον αδιάφορο.”Τι θα πιείτε να σας φέρω;” “Μια μπύρα”, είπες. “Τι μπύρα προτιμάτε;” και στις αράδιασα όλες αν και είχαμε ξανακάνει τον ίδιο διάλογο ίσως και δέκα φορές κι ήξερα απ' τη δεύτερη κιόλας την απάντηση. “Μια Άλφα”, είπες και την έφερα σε λίγο.
Φαινόσουν κάπως, σε κοίταξα με τρόπο. Ήσουν περίεργα, απ' τη μια έμοιαζες χάλια, από την άλλη πάλι με έτρωγες με τα μάτια σου. Ναι ρε μλκα, με θες, το ξέρω, το φανερώνουν τα μάτια σου. Αχχ, τι όμορφα που είναι! Έχεις όμορφα μάτια βρε, το ξέρεις; Εμένα μ' αρέσουνε πολύ. Είναι μικρά, είναι στιβαρά, είναι γλυκά και έξυπνα. Μα πάνω απ' όλα λάμπουν, με μια πρωτόγνωρη θέληση και σιγουριά. Με ποθείς ρε συ, ε; Ναι σίγουρα, καίγεσαι μλκα για μένα! “Πώς πέρασες; Πήγες κάπου διακοπές;” ρώτησες ίσα ίσα για να αρχίσεις μια κουβέντα. “Ναι”, απάντησα μειώνοντας λίγο τη φόρα σου. “Καλά πέρασες; Ευχαριστήθηκες; Ξεκουράστηκες;” συνέχισες κάνοντας πάσα για περισσότερα. “Ε, εντάξει μωρέ” απάντησα κι έφυγα. Κρύωσες; Σε πάγωσα, ε; Ήθελες κι άλλα; Ήθελες διάλογο; Ναι, ήθελες. Μα εγώ στα αρχ...α μου, χάθηκε εκείνη η στιγμή· τότε θα ήτανε αλλιώς, τώρα όχι. Τότε θα ήταν όμορφα, θα ήταν μάλλον συγκλονιστικά. Τώρα μας σκότωσα, μας τελείωσα. Εμένα σκότωσα γιατί ήθελα, εσένα σκότωσα γιατί με ποθείς πάντα. Ναι ρε, τα διάβασα τα μάτια σου, καίγεσαι για μένα, καιγόσουν από τότε – 4-5 μήνες πάνε. Μα λέξη δεν είχες πει. Γιατί; Θα έλιωνα βρε αρχ...ι, θα έλιωνα αν μου μιλούσες, έτσι ακριβώς όπως έγραφες. Μα εσύ δεν είπες τίποτα, άχνα δεν έβγαζες. Γιατί; Τόσο πολύ διαφορετικός; Τι είσαι πια; Ήσουν ρε, τώρα όχι, τώρα δεν είσαι, είσαι πια παρελθόν. Σε πέθανα. Με σκότωσα. Μας διέλυσα, ο μλκας. Γιατί;
Άναψα ακόμα ένα τσιγάρο. Τράβηξα και μια γερή γουλιά. “Μικρέ, άσε εμένα να φτιάχνω τα ποτά, τελευταία μέρα.” είπα στον μικρό bartender. Δεν ήθελα να ξαναρθώ κοντά σου. Ίσως λύγιζα. Ξέρεις εσύ, θέλω τόσο πολύ να μαθαίνω τους ανθρώπους κι ας μου είναι άγνωστοι! Πες το κόμπλεξ, ψώνιο αν σ' αρέσει. Θέλω να τους γνωρίζω, να μαθαίνω το κορμί τους, να το χαίρομαι όπως και να 'ναι. Μ' αρέσει να προσφέρω το δικό μου για να βγάζω από μέσα τους όλο τους τον πόθο, να ανοίγονται, να ξεδιπλώνονται, να γίνονται χαλί μπροστά μου, να προσπαθώ να τους καταλάβω, να τους νιώσω, να μπω μέσα τους, να δω τι έχουν, τι μπορούν να μου προσφέρουν! Βίτσιο ίσως. Ναι ρε μλκα, βίτσιο! Και με σένα ήθελα, μα έπαιζα μαζί σου ο ηλίθιος. Έβλεπα το πάθος σου, τον ασίγαστο πόθο και σε έπαιζα. Το π...λί μου έπαιζα ο μλκας. Κι έτσι μας σκότωσα! Για να σε εκδικηθώ, γιατί μου 'μαθες πόσο λάθος ήμουνα, μου έδειξες το πόσο ηλίθια φερόμουν. Μου είπες με τον τρόπο σου το πόσο ξεφτίλας ήμουνα! Με τα ματάκια σου μόνο, τα τόσο υπέροχα. Με πέθανες, το κατάλαβες; Με έσβησες, με μηδένισες, μονάχα με τα μάτια. Κι εγώ σ' εκδικήθηκα, μας σκότωσα ο μλκας, μας πέθανα! Ψόφα τώρα στο τίποτα σου, μάτια μου. Ναι βρε ηλίθιε εαυτέ, ψόφα στους άχρηστους σου, στους κούφιους, στους άσχετους, ψόφα στην ξεφτίλα σου· θάψου στην ανόητη ζωή σου. Αυτή που έχει νόημα την προσπερνάς, δεν την βλέπεις, την αποφεύγεις, τη φοβάσαι, την αγνοείς. Ψόφα λοιπόν στο τίποτα σου.
Άναψα ένα τσιγάρο, έφτιαξα κι άλλο ποτό κι ήπια. Ο τσεκαδόρος με κοίταξε με μισό μάτι. “Πάλι ποτό;” “Ναι ρε, τι θες; Ντέρτια έχω και πίνω, κουμάντο θα μου κάνεις; Άντε και γμσου”, είπα και τσακώθηκα άσχημα μαζί του. Βριστήκαμε άγρια. “Τράβα πηδήξου, ρουφιάνε” είπα και του πέταξα τα λεφτά στη μούρη. “Δε σου 'μοιασα, αδερφάρα” άκουσα πίσω απ' την πλάτη μου καθώς έφευγα. Εσύ, είχες φύγει νωρίτερα, ηττημένος, σκέτο ράκος, κουρέλι ήσουνα, σε είδα. Αν ήσουν μλκα ακόμα εκεί, ίσως και να σε βούταγα απ' το χέρι μέσα στη φούρκα μου και να σε στρίμωχνα σε καμιά γωνιά – τόσες υπάρχουνε εκεί γύρω -, ε και τότε θα γινόταν η συντέλεια του κόσμου, αρχ...ι. Μα τώρα τέλος, είναι πια αργά για ειδυλλιακούς παραδείσους. Σε άφησα μέσα κι εγώ δραπέτευσα. Γιατί εκεί ανήκεις εσύ, όχι εγώ. Εγώ είμαι για αλλού, εγώ είμαι για άλλα· ίσως μου αξίζει η βρωμιά της κόλασης. Εγώ είμαι αλλιώτικος. Είμαι για τον έρωτα, όχι για αγάπες και λουλούδια. Αρχ...ια ρομαντικός είμαι! Είμαι ένα ψέμα, μια απάτη. Είμαι μόνο για τους σαχλούς, τους άσχετους, τους ανίδεους - έτσι έγραφες και μάλλον έχεις δίκιο. Ναι ρε, γι' αυτούς είμαι, όχι για σένα, εσύ αξίζεις κάτι ανώτερο, το απόλυτο σου πρέπει κι εγώ δεν ξέρω αν το 'χω, αν το μπορώ, αν το θέλω. Πέθανε τώρα στο τίποτα σου, γελοίε. Πεθαίνω γμτο μου στο τέλμα μου, στο τίποτα μου, στην ανόητη ζωή μου!
Άναψα ένα τσιγάρο. Πού να είσαι; Πού βρίσκεσαι; Εγώ στην καινούργια μου δουλειά, μήνες τώρα. Σε λίγο καιρό κλείνουμε, πάει τέλειωσε η σεζόν. Κοίταξα δίπλα μου – δεν ήσουν εσύ. Αλήθεια, θα τό 'θελα αυτό; Να είσαι δίπλα μου! Ποιος είναι αυτός; Α ναι, άλλος ένας ηλίθιος, ακόμα ένα ζώο που κοιμάται, άλλο ένα ζώο που πέρασε απ' το κορμί μου, ακόμα ένα λάθος στη galleri της ανόητης ζωής μου, άλλο ένα τίποτα μ��ζί με τ' άλλα στο τίποτα μου. Εσύ πού είσαι; Στο πουθενά. Πήρα εχτές τηλέφωνο την Τ., δήθεν. Α ναι, άλλη μια μλκία μου κι αυτή. Τόσο καλό κορίτσι και την έφτυσα. Τόσο καλή γυναίκα και την έδιωξα. Τόσο καλά γμσια και τ' αρνήθηκα, για κάποιους σκάρτους. Για έναν ανόητο την ξαπόστειλα κι ύστερα από λίγο, όταν όλα είχαν τελειώσει πια, τον διαολόστειλα κι εκείνον για να πάω στον επόμενο άχρηστο. Πόσο μλκας είμαι Θεέ μου! Πόσο ένας τίποτα μαζί με τα τίποτα μου!
“Πού είναι αυτός;” τη ρώτησα. “Ποιος πάλι;” “Ο γέρος με τις μπύρες στο barάκι” είπα. “Ποιος γέρος; Ποιες μπύρες;” “Με δουλεύεις; Ο ψαρομάλλης στη μεγάλη σάλα, ο μοναχικός κάθε Σάββατο” είπα νευριασμένα. “Α, αυτός; Μα αυτός πίνει μόνο λευκό κρασί!” μου απάντησε. “Πλάκα μου κάνεις; Ο ηλικιωμένος στο 14 πάντα” “Τον ίδιο μάλλον λέμε. Τον μοναχικό στο 14, μα πίνει μόνο λευκό κρασί εκείνος.” “Έστω, εκείνον. Πες τι γίνεται; Τι ξέρεις; Πού είναι;” ρώτησα με αγωνία. “Δεν ξέρω, ιδέα δεν έχω. Ερχόταν κάθε Σάββατο, πάντα μόνος. Έπινε δυο τρία, κάπνιζε αβέρτα σαν αγχωμένος για κάτι, κοίταζε διαρκώς τριγύρω λες και κάτι έψαχνε κι ύστερα έφευγε φανερά λυπημένος. Κοντά στα μεσάνυχτα και λίγο παραπάνω.” “Δεν τον ξαναείδες;” “Όχι, καιρό έχει να φανεί. Μάλιστα την τελευταία φορά, ίσως πριν 3-4 μήνες, είχε κουβαλήσει κι έναν μπούλη μαζί του, ένα μόμολο. Καθόντουσαν μέσα, στο 2 στο παράθυρο. Μιλούσαν, πιο πολύ το χαζό, γελούσαν, έπινε πολύ εκείνος κι από τότε τίποτα, εξαφανίστηκε, χάθηκε.” “Δεν ξανάρθε;” ρώτησα “Όχι. Εσένα τι σε νοιάζει;” “Έτσι. Κάτι του χρωστάω.” “Τι;” “Μια μούντζα” είπα νευρικά “Κατάλαβα, πεπονόφλουδα. Τι έγινε ρε συ, χυλόπιτα;” ”Αει γμσου μωρή βλαμμένη” είπα και της το 'κλεισα στη μούρη.
Άναψα κι άλλο τσιγάρο, έβαλα ουίσκι και το άδειασα, μονορούφι. Απόψε θέλω να πιώ. Αμάν, αυτό είχες ανεβάσει κάποτε! Για μένα αρχ...ι. Ήθελες να καούμε με ποτά και τσιγάρα και το έγραψες, έβαλες μαζί κι αυτό το τραγούδι. Κι εγώ σε έγραψα στα αρχ...α μου, σε γείωσα. Μα τι μλκας που είμαι! Μου μίλησες με τον τρόπο σου, μου είπες τόσο φανερά το πως με θέλεις κι εγώ το π...λί μου. Μου την έπεσες, διακριτικά, κι εγώ το έπαιξα ντίβα. Μας σκότωσα ο μλκας. Με σκότωσα βλάκα, με σκότωσα ο κόπανος.
Γιατί σε σκέφτομαι ρε; Γιατί θέλω να μάθω για σένα; Τι μου είσαι; Ένα τίποτα είσαι για μένα, ένα τίποτα. Τότε, γιατί θέλω να ξέρω; Τι μου έκανες; Τίποτα κόπανε, τίποτα, μόνο με κοίταζες. Και με έσφαξες έτσι! Είδες την ψυχή μου και της μίλησες, είδες τα μάτια μου και μ' ακούμπησες. Κι εγώ μας σκότωσα! Τώρα είσαι το φάντασμά μου, το πιο όμορφο, που τριγυρνάει μέσα στο μυαλό μου και με βασανίζει. Μόνο επειδή δε σου μίλησα, μονάχα γιατί δεν σου γέλασα, επειδή δεν σε πλησίασα! Κι εσύ, με σακάτεψες, με άλλαξες ρε συ, το ξέρεις; Μονάχα με τα μάτια σου, τα όμορφα μικρά γλυκά σου καστανά ματάκια, μάτια μου. Την έδιωξα και την α., ανυπόφορη. Πήγα και δυο μέρες με έναν άσχετο, έναν ηλίθιο, τον ξαπόστειλα κι εκείνον. Κι ύστερα σε σκεφτόμουν για μέρες, μέρες ολόκληρες ρε - εικοσιτετράωρα ξάγρυπνος. Δεν ξαναπήγα με κανέναν, άκουσες; Με κανέναν. Σταμάτησα να δίνομαι, σταμάτησα να χαλιέμαι, να πουλάω το κορμί μου – τσάμπα συνήθως ή για καμιά δόση το πολύ -, να ξεφτυλίζομαι. Ένιωσα πως έχανα την αξία μου. Είπες κάποτε γμμενε πως είμαι μοναδικός, ανεπανάληπτος είπες, ανεκτίμητος και αξιόλογος. Κι εγώ έκλαψα. Γιατί ήμουν και δεν το ήξερα, γιατί μου το έμαθες εσύ. Τι μου έκανες ρε συ! Σε μισώ, γιατί σε έχασα. Σε μισώ γιατί σε έδιωξα. Με μισώ γιατί δεν μας έδωσα μια ευκαιρία. Με μισώ γιατί δεν τόλμησα. Γιατί ήσουν κάτι άλλο, κάτι όμορφο και αγνό, κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο!
Άναψα ακόμα ένα τσιγάρο, μια διαφυγή απ' τα συναισθήματα μας, ένα υποκατάστατο για να προσπαθούμε να γαληνέψουμε την ψυχική μας ανισορροπία. Απόψε θα γίνω τύφλα, στουπί, κουνουπίδι. Όπως και χτες. Και προχτές κι αντίπροχτες και ... Μέρες τώρα μεθάω. Για σένα, μ' εσένα. Ασυνείδητα, χωρίς να σε σκέφτομαι. Δεν παίρνω τίποτα πια, καμιά δόση. Οι δόσεις μου θυμίζουν τους άσχετους, η μαστούρα μου θυμίζει την ξεφτίλα, οι εμετοί ύστερα μου θυμίζουν τον έρωτα. Τον σιχάθηκα· σιχάθηκα τον έρωτα τους, την ξεφτίλα μου! Με σιχάθηκα γιατί έχασα την αγάπη, έχασα εσένα, σε έδιωξα και με σκότωσα. Σκότωσα την αγνότητα, σκότωσα τον εαυτό μου, σκότωσα εσένα. Σκότωσα και τους δυο μας, την ξεφτίλα και την αγνότητα μου που ήταν και δικιά σου. Ήπια μονορούφι άλλο ένα ουίσκι για να ναρκώσω τις σκέψεις μου. Θα φύγω. Θα φύγω μακριά για να με ξεχάσω, να ξεχάσω εσένα, να ξεχάσω την αγάπη – χεσμένο με είχε πάντα. Θα φύγω για να ξεχάσω τον έρωτα, γιατί τον σιχάθηκα, γιατί τον έθαψα όπως κι εσένα. Ήταν πάντα σαχλός, κούφιος, άσχετος κι ανίδεος. Μόνο μαζί σου θα άξιζε πιστεύω. Μα εσύ έχεις πια χαθεί, ίσως και να πέθανες πράγματι. Εγώ μάλλον σε σκότωσα.
Άναψα ένα τσιγάρο. Πόσο αλλιώτικα είναι εδώ! Άλλοι άνθρωποι, άλλη κουλτούρα, άλλες συνήθειες. Πόσο ίδια είναι τα γουρούνια παντού! Μα τα γουρούνια πέθαναν, τα έθαψα. Κι εμένα έθαψα, μέσα στη ρουτίνα, μεσ' τη δουλειά, μέσα στους τέσσερεις τοίχους του σπιτιού. Θαμμένος σ' ένα σπίτι στη Γερμανία. Μέσα στο τίποτα μου. Ένα τίποτα ήμουν πάντα για τους άλλους, στο τίποτα μου πάντα πίστευα, ένα τίποτα πάντα έψαχνα, ένα τίποτα έβρισκα συνέχεια, μ' ένα τίποτα συνήθως πηδ...να, το τίποτα έζησα. Κι όμως πάντα πίστευα πως τα είχα όλα και πως ήμουν αξιοζήλευτος γι' αυτά – τα τίποτα. Πεθαίνω θαμμένος στο τίποτα μου. Μακριά απ' το φάντασμα μου, μακριά απ' τον εαυτό μου – τον μοναδικό, τον αξιόλογο, τον ανεπανάληπτο, τον ανεκτίμητο. Μακριά σου!
Άναψα κι άλλο τσιγάρο. Ζεις; Υπάρχεις; Με θυμάσαι; Με σκέφτεσαι; Εγώ ναι, πολλές φορές ξεκλειδώνω τη ντουλάπα μου και σε βγάζω από κει μέσα. Είσαι το πιο όμορφο φάντασμα ρε συ, το ξέρεις; Σε κοιτώ στα μάτια και κλαίω, χωρίς να μιλώ, χωρίς να βγάζω λέξη. Κι εσύ με κοιτάς στα μάτια χωρίς να μιλάς και μου αρέσει· ποτέ δε μιλούσες άλλωστε, μόνο με ποθούσες. Εγώ απλά κλαίω γιατί είσαι το φάντασμα μου, είσαι εγώ· ο άλλος μου εαυτός, ο αγνός, ο αθώος, ο παιδιάστικος, ο μοναδικός, αξιόλογος, ανεπανάληπτος κι ανεκτίμητος. Εμένα σκότωσα τότε, εσένα σκότωσα, την αγάπη. Γι' αυτό δεν μπορούσα να τη βρω πουθενά. Γιατί τη σκότωσα κι ήσουν εσύ η αγάπη.
Άναψα ένα τσιγάρο. Μ' αγαπούσες; Από τότε ρε συ; Ναι βρε, πέθαινες για μένα· όχι για το κορμί μου, για την ψυχή μου πέθαινες, αυτήν αγαπούσες. Την αγνότητα μου αγάπησες, τον καλό μου εαυτό, εμένα το ρομαντικό, τον παιδιάστικο και αφελή. Μα σε σκότωσα και μ' αυτή μου την πράξη αυτοκτόνησα. Έχασα κάθε αγνότητα, κάθε αθωότητα, κάθε καλοσύνη που είχα κρυμμένη μέσα μου. Σκότωσα ότι καλό είχα, την αγάπη μου για κάθετι που έχει αξία. Έλεγα πως αγαπώ μόνο τον εαυτό μου, μα στ' αλήθεια δεν τον αγάπησα ποτέ, γιατί δεν του έδωσα ποτέ όση αξία είχε, μονάχα την επιφάνεια του φρόντιζα γιατί είχε αξία για τους άλλους, αυτούς που δεν ξέρουν από αξίες, αλλά από κορμιά. Τώρα πια κατάλαβα γιατί τον έφερες αυτόν εκεί – για να ζηλέψω, να με κάνεις να μιλήσω, να εκδηλωθώ. Ήθελες να ακούς τη φωνή μου, να κοιτάς τα μάτια μου, να αφουγκράζεσαι τη ψυχή μου όταν θα μου έλεγες “σ' αγαπώ”. Δεν τα είχες ποτέ μαζί του, ποτέ δεν θα μπορούσες κάτι τέτοιο, δεν σου άξιζε. Προκάλυψη ήταν, φίλος σου ίσως – ναι λογικό. Μόνο για την κουβέντα τον έφερες, για να αρχίσω να σου μιλάω. Ντρεπόσουν, φοβόσουν την λαμπερή, απρόσιτη για τα μέτρα σου, υπερτιμημένη μου εικόνα, την αντίδραση μου στα αγνά σου συναισθήματα. Μόνο έτσι θα μου άνοιγες την καρδιά σου, αν σου έδινα πάτημα, όμως δεν το έκανα.
“Αν σ' αγαπούν να μάθουν να στο λένε κι αν δε στο πουν να μάθεις να το κλέβεις”.
Δεν ήξερες πως να το πεις, γι' αυτό τον έφερες εκεί. Κι εγώ ο περπατημένος δεν είδα τίποτα· τόσο σαΐνι είμαι! Ενώ προσπαθώ να την κλέψω από τους άλλους – εκεί που δεν υπάρχει και δεν έχουν -, με σένα δεν την είδα, ενώ υπήρχε γμτο μου. Τυφλώθηκα. Αν ήξερα, θα στην έκλεβα, θα σε έκλεβα βρε. Ναι, θα σε έπαιρνα μακριά απ' όλα κι όλους, να σε έχω μόνο δικό μου. Μα στραβώθηκα απ' την πολλή σιγουριά, την υπερβολική τρομάρα μου αυτοπεποίθηση. Μλκας είμαι και δεν το 'χω συνειδητοποιήσει!
Άναψα τσιγάρο. Αν ζεις έλα. Αν ζεις σε θέλω. Αν ζεις θα σ' αγαπήσω, είσαι κάτι μοναδικό. Αν ζεις θέλω να καούμε μαζί, όπως το τσιγάρο που ρουφάω. Μέχρι την αιωνιότητα όμως. Αν ζεις θα σ' αγαπώ για πάντα. Γιατί μου έμαθες τον εαυτό μου, μου έδειξες τον εαυτό σου - την αγάπη. Μονάχα κοιτώντας με.
06/12/2019
Β.Π.
Tumblr media
1 note · View note
lit4y · 2 years
Text
Ερωτικό θέμα
Σ' αναζητώ στα σκοτεινά σοκάκια αυτής της πόλης
στον καπνό των τσιγάρων που τελείωσα μόλις
στου μυαλού τις στροφές ν' αντικρύσω το βλέμμα
στου πιοτού τις γουλιές για να βρω αν είσαι ψέμα
στις καρδιάς τις πτυχές πυρκαγιά είσαι στο αίμα
μοναξιά μου μικρή της ψυχής μου ερωτικό εσύ θέμα.
Σαν φυσώ τον καπνό
μεσ' το σύννεφο αυτό
θα σε κρύψω αγνό
όνειρό μου
Σαν ρουφώ το πιοτό
τη ψυχή μου μεθώ
και σε πνίγω μ' αυτό
βάσανο μου.
Κι αν σε έκλαψα χτες
στο κορμί μου πληγές
στην καρδιά μαχαιριές
ήλιε φως μου
Πως με έκαψες δες
μαγικές οι στιγμές
μιας ζωής ενοχές
είσ' αστέρι δικό μου.
Σε δρομάκια, πλατείες
στις παλιές μου αμαρτίες
τριγυρίζω
Της ζωής μου τα μείον
τα γεμάτα με πύον
καθαρίζω
Κι αν σ' αντάμωσα χτες
σε ονείρου στιγμές
πάλι έλα
Να μου φέρεις πνοή
να χαράξεις πληγή
γύρε κι έμπα
Έρωτα μου εσύ
φωτεινή χαραυγή
στο πικρό μου το γέρμα
Σαν ρουφώ τον καπνό
θα σταθείς στο λαιμό
μ' ένα κλάμα βουβό
βασανό μου
Σαν μεθώ με πιοτό
θα βουτάς στο μυαλό
και θα φέρνεις λυγμό
όνειρο μου
Κι αν με πόνεσες χτες
στο κορμί χαρακιές
στην καρδιά σαϊτιές
ήλιε φως μου
Πως με έλιωσαν δες
των ματιών σου οι πηγές
που αντίκρυσα χτες
είσαι ταίρι δικό μου
Σ' αγαπώ σαν Θεό
σε ποθώ με καημό
και σε θέλω όσο ζω
στην καρδιά μου
Της ζωής μου ζωή
της ψυχής μου φιλί
του μυαλού η πνοή
έρωτα μου.
04/10/2019
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Ίδιες άδειες μέρες
Κεφάλαιο 2: Από την εξορία μου
Μια μέρα σαν τις άλλες· έτσι ήτανε κι αυτή. Καμμιά διαφορά για μένα, εδώ που είμαι ήμουνα και θα 'μαι. Μόνιμη εξορία. Εντάξει αποσαφηνίζω όχι μόνιμη, μα για κάποιο διάστημα· 1-2 χρόνια ίσως ακόμα. Θάνατος! Και το χτες ίδιο ήταν, καμμιά διαφορά, σαν τις άλλες το σήμερα. Μισό χρόνο τώρα πιά, όλες οι μέρες ίδιες είναι.
Τι κι αν είχα γενέθλια εχθές! Γιόρτασα με τον εαυτό μου! Μια ακόμα χρονιά στην πλάτη απάνω απ' τις προηγούμενες. Το βάρος μεγαλώνει, το φορτίο αυξάνεται, οι πλάτες γέρνουν - γερνούν, κακιασμένοι φαρμακόγλωσσοι. Δυό ευχές απ' τους δικούς μου - δυό ευχές μονάχα, κανείς άλλος. Οι άλλοι έγιναν μπουχός - πάντα γίνονται -, εξαϋλώθηκαν ή μάλλον εγώ έγινα ανύπακτος, ανεπιθύμητος, άϋλος. Εξορία και απομόνωση. Ένα μεγάλο κενό στη ζωή, ένα κενό στο μυαλό, ένα τεράστιο κενό στην καρδιά - ποιος γαμάει τα κενά στο στομάχι; Οι έρωτες σου λείψανε θα μου πείτε! Έλα μου ντε! Καλά η καρδιά πια είναι γαμημένη εδώ και χρόνια ούτως ή άλλως. Μα τι μλκίες λέω και σας παραμυθιάζω! Πες αιώνες καλύτερα για να 'σαι μέσα.
Πάει, έσβησε και η χτεσινή, ξημέρωσε καινούργια. Δεν ξέρω στα μέρη σας πάντως εδώ πάντα καινούργια μέρα ξημερώνει - σκατά, άχρηστη αλλαγή. Ελπιδοφόρα φαινόταν· ήταν η μέρα 0. Αρχδ...α. Η μοίρα λοιπόν, για να σας συνδέσω με τα προρρηθέντα, με έχει φτυσμένο (κάτι σαν τους γνωστούς και φίλους που προανέφερα). Κι εκεί που έλεγα, πάει τέλειωσαν όλα πιά, θα γυρίσω πίσω, θα έρθω να σε βρω, να σου πω: "σε λατρεύω, γαμώ το κέρατό μου, σ' αγαπάω, πεθαίνω για σένα!", κει πάνω όλα γίνανε ... ξέρετε εσείς - shits ελληνιστί, για να μη χρησιμοποιήσω βαρύτερες εκφράσεις και σας χαλάσω την διάθεση ή σας γεμίσω τον περιβάλλοντα σας χώρο με υγρά υπολείμματα τροφής του αναστατωθέντος, απ' τα λεγόμενα μου, στομάχου σας.
Το μηδέν επομένως αιφνιδιαστικά μεγάλωσε, πλήθυνε, γέμισε με ψηφία. Όχι, όχι ελπίδες για την ώρα μου ανέκραξε η γεροφαφούτα μοίρα μου. No return, μου ψιθύρισε σε σπαστά greeklish. Not you, συμπληρώνω εγώ. Καλά ..., εσύ πια έχεις χαθεί από προσώπου Γης, έχεις εξαφανιστεί εδώ και καιρό. Πάνε στ' αλήθεια σχεδόν δυό χρόνια. Σίγουρα κάτι έχεις βρει εσύ, δε μένεις και stable. Γιατί να περιμένεις άραγε; Χαζό ή μλκσμένο δεν είσαι! Απ' όσο θυμάμαι άλλωστε ποτέ σου δεν περίμενες πολύ τουλάχιστον, σε ίδιο άτομο. Και για να το εκφράσω σε κατανοητότερο αλγόριθμο - υπερβολικά μεν αλλά αποδίδοντας το βαθύτερο νόημα -, άλλαζες τα πουκάμισα σου σαν τους έρωτες ή σαν τις σχέσεις σου. A new one, every each day.
Εντάξει, τα παραφούσκωσα λίγο, μα βλέπετε η απελπισία ξαγρυπνά στο κρεβάτι μου. Την έχω αγκαλιά κάθε μέρα - βράδυ έστω, για το ελαφρύνω. Η τρέλα είναι ακόμα μακριά μου, μα όπου νά 'ναι κοντοζυγώνει κι αυτή. Σάμπως να ακούω πατημασιές και ο ήχος της θ' αντηχήσει στην πόρτα μου οσονούπω.
Πού να 'σαι, αγάπη μου; Κάνε ρε μωρό λιγάκι υπομονή, όπως κι εγώ άλλωστε! Ένα με δυό χρόνια ίσως ακόμα! Απελπισία! Κατάθλιψη έπαθα απ' τα καλά μαντάτα! Ούτε να μου μιλήσω, ήθελα. Με έβαλα σε σιγή ασυρμάτου. Με αναισθητοποίησα, με νάρκωσα! Με νέκρωσα. Ούτε που σε σκεφτόμουν πια, τόση κατάντια. Τόσο χάλια ένιωθα! Από τις λίγες, ελάχιστες νυχτιές που δεν σε ονειρεύτηκα! Τα μάτια σου μου λείπουν γμτο. Από εχτές, στερνή τελευταία μου φορά, μέχρι την επόμενη νυχτιά, σε χάνω, ακόμα κι απ' τ' όνειρο μου. Απελπισία!
Κατόπιν ήρθε και η επόμενη. Γιορτή επίσης για μένα. Επαίτιος λέγεται, επαίτιος μιας άδειας ζωής. Πιό άδεια κι από πριν, απ' όλες τους. Πιό άδεια κι απ' το κενό. Μονάχο φως της τα δυο παλληκαράκια μου. Παιδιά τα λένε, οι γιυοί μου. Το μόνο που μου 'μεινε να καμαρώνω. Απομεινάρι μιας κενής ζωής, αυτήν που σήμερα γιορτάζω. Μόνη γιορτή για την ψυχή μου είναι ο γυρισμός. Μόνη κι αξιομακάριστη γιορτή το συναπάντημα με τα μάτια σου, το υπέροχο βλέμμα! Ναι, αυτά που λάτρεψα, αυτά που με σακάτεψαν, αυτά που μου φανέρωσαν τα μυστικά της ψυχής σου.
Αγάπη μου, στην πόρτα μου αντηχεί χτύπος δυνατός. Κάνω πως δεν ακούω. Δεν πάω να την ανοίξω, σκιάζομαι. Μόνη μου ασπίδα είσαι εσύ, απέναντί της. Μόνη ελπίδα πιά για εμέ, τα δυό γαλάζια μάτια. Η θύμιση τους είν' γλυκιά, το νου μου αναθαρρύνει. Πότε μωρό μου θα σε ιδώ; Τότες θα το γιορτάσω. Μόνη επαίτιος πιά για εμέ, να δω αυτή τη λάμψη. Δυο χάντρες μπλέ το μέλλον μου. Λείπουν, γμτο μου, πολύ. Μου λείπουν. Πεθαίνω για αυτά. Τρελαίνομαι!
"Τα μάτια μου στα μάτια σου και τ' άστρο πανωθέ μου, αχ να μην τέλειωνε ποτέ η ώρα ετούτη Θεέ μου, αχ να μην τέλειωνε ποτέ η ώρα ετούτη Θεέ μου. Ο πυρετός σου μέσα μου φωτιά που σπαρταράει, έγιν' ο κόσμος μια σταλιά και πιά δε με χωράει, έγιν' ο κόσμος μια σταλιά και πιά δε με χωράει. Πρώτη φορά που σ' αγαπώ πρώτη που σε μαθαίνω, πρώτη στα χέρια σου φορά γεννιέμαι και πεθαίνω, πρώτη στα χέρια σου φορά γεννιέμαι και πεθαίνω."
02/10/2019
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Δυο ίδια γράμματα
Κεφάλαιο 1: Η αναζήτηση
Ένα γράμμα είναι - ένα γράμμα όπως και τα άλλα, ένα από τα 24. Τίποτα δηλαδή. Μια τυχαία ακολουθία συμβόλων από την αρχή μέχρι το τέλος και αυτό κάπου εκεί μέσα ανάμεσα στα άλλα. Τίποτα σημαντικό δηλαδή, καμμιά ουσία. Μα γι' αυτόν ήταν ένα γράμμα σπουδαίο, σήμαινε τα πάντα. Πρώτα απ' όλα αντιπροσώπευε τον εαυτό του, το δικό του εγώ. Τίποτα δηλαδή για τους άλλους μα γι' αυτόν ήταν όλα· η ζωή του, η οντότητα του. Το γράμμα ήταν η ύπαρξη του - ένα γράμμα άλλωστε είμαστε όλοι, ένα σύμβολο που δείχνει τ' όνομα μας. Αυτό το σύμβολο είμαστε εμείς, τουτέστιν τίποτα για τους υπόλοιπους όμως για εμάς τα πάντα όλα.
Άλλος βρίσκεται στην αρχή, άλλος είναι στο μέσον και κάποιος άλλος τοποθετημένος στην ουρά, στο τέρμα. Μια σειρά από οντότητες, άλλη πρώτη κι άλλη έσχατη. Κι αυτός τι ήταν; Πού βρισκόταν; Αδιάφορο, χωρίς ιδιαίτερη σημασία κι αξία. "Για μένα είμαι πρώτος, on top" σκεφτόταν, "γιατί είμαι εγώ." Για τους άλλους βέβαια ήταν δεύτερος, ένας από τους δεύτερους - δευτεροκλασάτος. Τρίχες τουτέστιν!
Κάποτε ξημέρωσε μια μέρα. Θαρρώ ήτανε Πέμπτη, έναν Απρίλη. Ίσως και Μάϊος, το πιο πιθανό. Απρίλη ήταν το αίτημα και Μάϊο ήταν τα πάντα. Γιατί ήτανε βράδυ και ήρθε εκεί. Εκεί που ζούσαν δυο γαλάζια μάτια, δουλεύανε μα και ταυτόχρονα ζούσαν εκεί. Ζούσαν τη ζωή, την χαίρονταν. Μ' όλη τους τη δύναμη, την ορμή της νιότης, την ένταση του χαρακτήρα, την αψύτητα του. Ήταν δυό μάτια μονόκερου, άπιαστο όνειρο δηλαδή, οπτασία, πλάσμα φευγαλέο της ζωής, αερικό του μυαλού, της φαντασίας ανταύγεια. Κι ήταν μοιραίο! Ήσουν από τη δεύτερη σειρά, πρωτοκλασάτο άτομο στη δουλειά μα το γράμμα ήτανε ίδιο. Όταν αντίκρυσε τα μάτια σου, γι' αυτόν έγινες πρώτος, ίδιος ο εαυτός του κι όταν έλεγε το γράμμα του, εσένα εννοούσε, γιατί ήσουν ίδιος αυτός.
Αστείο πράγμα η μοίρα! Δυό αντίθετα που έλκονται κι είναι το ίδιο γράμμα, σαν τα ομόνυμα. Η μοίρα λοιπόν έπαιζε μαζί σας, μιας και ξέρει πολύ καλά πως τα ομόνυμα απωθούνται. Μάλλον γι' αυτό δεν ανταμωθήκατε στ' αλήθεια, δεν ενωθήκατε ποτέ γιατί είστε ίδιο γράμμα, είστε το ίδιο πράγμα. Για κείνον αυτό είναι σίγουρο· εσύ είσαι αυτός ο ίδιος. Το είναι σου είναι αυτός, η ζωή του είσαι εσύ, η καρδιά του είναι δικιά σου.
Σ' αγαπά. Το ΄ξερες; Το κατάλαβες; Όχι. Σ' αγαπά γιατί είσαι αντίθετος του, έστω με το ίδιο γράμμα. Σ' αγαπά γιατί είσαι εσύ κι όχι ο πραγματικός του εαυτός, είσαι ο μονόκερος του, η φαντασίωση, το ιδανικό του, το θετικό αντίγραφο του. Αχ V. είσαι του όνειρο του Β., το ίνδαλμά του, το πρότυπο. Το ξέρεις; Όχι. Γιατί; Διότι δεν θέλησες, δεν ενδιαφέρθηκες ποτέ να μάθεις τη σειρά του. Στ΄ αλήθεια ήταν δεύτερος, μα αυτός για σένα στεκόταν στην ουρά, από λεπτότητα, από ευγένεια. Για σένα ήταν απ' τους τελευταίους. Νόμιζες ίσως πως είναι σαν τους άλλους, μα δεν ήταν. Ίσως γι' αυτό τον είχες στην ουρά, μα έτσι εσύ έχασες, γιατί στην καρδιά σου μέσα θα ήτανε πρώτος. Δεν το 'ξερες, ποτέ δεν θέλησες να μάθεις, τον άφησες στην ουρά, στο τέλος. Κι η μοίρα ήτανε σκληρή.
Ξέρεις τι έχασες, V.; Τον πρώτο το λαχνό κι ας ήταν απ' τους δεύτερους, όπως κι εσύ. Νιώθεις το γιατί; Γιατί ήταν η ίδια η αγάπη, αυτή που σου έλειπε, αυτή που ποτέ του δεν τον πλησίασε - εκτός από τώρα. Είσασταν το ίδιο, το ίδιο γράμμα στη ζωή, το ίδιο πράγμα στην αγάπη, ο ένας για τον άλλο. Ήσασταν μια ζωή - η ίδια -, μια καρδιά μια ψυχή. Μα δεν το ήξερες και ούτε θέλησες να μάθεις. Έφυγες γιατί τον νόμιζες σαν τους άλλους, τελευταίο στην ουρά.
Αγνόησες τη μοίρα σου, τον ίδιο σου τον εαυτό, αγνόησες το δεύτερο γράμμα, το δικό σου γράμμα, το έβαλες τελευταίο στην ουρά. Ίσως έτσι άλλαξες την ιστορία, τη δική σου, τη δικιά του. Γιατί η αγάπη είναι όλη η ιστορία κι εσύ την έδιωξες, την προσπέρασες.
Μονόκερε, έμεινες μόνος, μέσα σε μια ανόητη ζωή. Κι αυτός το ίδιο.
Δυό ίδια γράμματα στη ζωή, στην πράξη έμεινα μόνα τους, χώρια. Ένα στην αρχή, τ' άλλο στο τέλος.
18/09/2019
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Η αφύπνιση
Κεφάλαιο 1: Η αναζήτηση
Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα. Ο καθαρός αέρας πλημμύρισε το δωμάτιο με τη φρεσκάδα του - αρχές Ιούνη ακόμα -, ενώ το απαλό φως απ' το λυκαυγές με ενημέρωνε για το εξαιρετικά πρωινό εγερτήριο, αφού καν δεν είχα μπει στον κόπο να κοιτάξω την ώρα στο κινητό· ήταν 5 τα χαράματα. Δεν είχα κοιμηθεί περισσότερο από δυο με τρεις ώρες! Κι όμως, δεν ένιωθα νύστα μα ούτε και κούραση - τουλάχιστον όχι σωματική.
Η πόλη ακόμα κοιμόταν. Θεωρητικά θα μου πείτε πως κι εγώ το ίδιο όφειλα να κάνω, μα κάτι με είχε ξυπνήσει και σίγουρα δεν ήταν θόρυβος ή κάποιος εφιάλτης. Θα πρέπει να ήταν μια φωνή μέσα μου που είχε προκαλέσει την αφύπνιση. "Ξύπνα"! Οπωσδήποτε δεν ήταν όνειρο, μιας και δεν βρισκόμουν σε κάποιο έστω άγνωστο χώρο, μα κι ούτε έβλεπα κανέναν, ούτε πάλι υπήρχε κάποιος γύρω μου ένιωθα. Άλλωστε, η φωνή μου ήταν πασίγνωστη· την ήξερα διάβολε! Ναι βέβαια, ήταν η δική μου. Δεν παραγνώρισα, δεν υπάρχει περίπτωση να έκανα ένα τέτοιο λάθος. Αλίμονο δα! Μα πώς; Ήμουν στο πουθενά και μιλούσα μόνος μου; Στον εαυτό μου; Παράδοξο, μα έτσι είχε γίνει. Ποιος ο λόγος όμως; Γιατί να πω αυτή τη λέξη; Τι νόημα είχε;
Βγήκα στο μπαλκόνι μισοκλείνοντας τις πόρτες και άναψα τσιγάρο. Πρώτη φορά που κάπνιζα στο σπίτι, έστω στο μπαλκόνι. Ήθελα να αποφεύγω τις προστριβές με την Α. και σεβόμουν την επιθυμία της, αφού άλλωστε δε μου ήταν κι ιδιαίτερα απαραίτητη ή ψυχαναγκαστική η ανάγκη του καπνού. Αφετέρου φυσικά, γλύτωνα από την πασίγνωστη μουρμούρα για τις ανθυγιεινές συνέπειες του, λες και μου ήταν εντελώς άγνωστες αυτές!
Μα γιατί να μιλάω στον εαυτό μου, σ' απροσδιόριστο τόπο και χρόνο, μέσα στη σκοτεινιά του Σύμπαντος; Έφερα στο μυαλό μου τα τελευταία γεγονότα, μήπως και βρω μια απάντηση στα ενσκύψαντα ερωτηματικά. Η προηγούμενη μέρα ήταν αρκετά κουραστική αφού βοήθησα το Δ. να μεταφέρει τα τελευταία πράγματα - βιβλία, προσωπικά αντικείμενα και τα υπόλοιπα ρούχα - στο σπίτι του όπου θα έμενε πια μόνος, σαν φοιτητής. Αργότερα, μετά το μεσημέρι, μετακόμισα στο πίσω δωμάτιο, που ήταν μεγαλύτερο από το δικό μου, με καταδικιά μου πια ντουλάπα και ιδιαίτερο μπαλκόνι - άφατη ευτυχία -, αλλά και καλύτερο wi-fi μα και ενσύρματη διασύνδεση στο internet, όμως πάνω απ' όλα ησυχία και ιδιωτικότητα - μακριά απ' την ώρες-ώρες αδιάκριτη παρουσία ή τον αθώο κατά τα άλλα έλεγχο της Α. Τελικά, αφού τακτοποίησα τα ρούχα μου, αλλά και τα προσωπικά ή επαγγελματικά είδη σύμφωνα με τα γούστα μου και τον διαθέσιμο χώρο, άνοιξα το laptop και σέρφαρα στο web ώστε να συνηθίσω και να μάθω καλύτερα το, μέχρι πρόσφατα άγνωστο σε μένα, FB. Μου είχε φανεί ιδιαίτερα ενδιαφέρον στο τελευταίο σεμινάριο και σκέφτηκα πως πρέπει να εντρυφίσω σ' αυτό για την περίπτωση που θα το χρησιμοποιούσα στη δουλειά μου, οπότε πια με πήραν τα μαύρα μεσάνυχτα πάνω στα πλήκτρα - δύο με δυόμιση κοιμήθηκα κι ούτε που είχα συνειδητοποιήσει πότε είχα γδυθεί.
Γιατί η συγκεκριμένη λέξη όμως; Κάπως σαν αυτοκριτική έμοιαζε. Ναι σωστά. Κοιμόμουν! Τον ύπνο του δικαίου, που λένε! Βυθισμένος μέσα στην οικογενειακή ρουτίνα, στην προσωπική αφάνεια, στην απομόνωση της μοναξιάς μου! Ήμουν ένας ζωντανός νεκρός, ένα ζόμπι της ζωής - μακριά απ' αυτήν -, όσο πια για ευτυχία ούτε λόγος να γίνεται! Τουναντίον. Έγκλειστος, πίσω από τέσσερεις τοίχους! Κι όμως, εκεί έξω υπάρχει ζωή κι εγώ ήμουν απών. Μα τι πρέπει άραγε να κάνω τώρα;
-"Βγες έξω χαζέ, ανάσανε, ζήσε ότι δεν πρόλαβες, όσα δεν χάρηκες", αντήχησε μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει μέσα απ' το τσιγάρο που κρεμόταν απ' τα χείλη μου μισοκαμμένο.
-Πάει, τα 'χασα, μονολόγησα. Μιλάω σαν εγγαστρίμυθος! Τρελάθηκα!
-"Όχι. Αναστήθηκες", εξακολούθησε το τσιγάρο.
Βρε, σάμπως να 'χει δίκιο η συνείδηση μου, σκέφτηκα. Έχεις πια πολλή άνεση, μπόλικο ελεύθερο χρόνο, λιγότερες υποχρεώσεις και μεγαλύτερη ευελιξία κι ελευθερία κινήσεων, εαυτέ μου. Απόλαυσε λίγο τη ζωή, ξανανιώσε! Μάθε το FB, κάνε friends, βγες καμμιά βόλτα, κάνε επιτέλους φλέρτ. Η σχέση σου είναι ημιθανής, αν όχι πτώμα σε προχωρημένη αποσύνθεση. Η ζωή σου χρωστά πολλά. Μια αληθινή, ίσως ανοιχτή, μα ζεστή κι ειλικρινής σχέση σου χρειάζεται. Μια συντροφιά, λίγο sex - εντάξει βρε μη βαράς, έστω αρκετό. Πολέμα να κερδίσεις τη ζωή σου - όση σου μένει -, την ανεξαρτησία σου, την αυτοδιάθεση σου. Το 'χεις ανάγκη! Σβήσε το παρελθόν, δεν σε ωφέλησε. Κέρδισε πάλι τον εαυτό σου, μην τον θάβεις στο τίποτα, στη μοναξιά σου. Ψάξε την αγάπη, βρες την. Αγάπα. Το αξίζεις βρε άνθρωπε! Έστω, για πρώτη σου φορά! Δεν είναι αργά, ποτέ. Και να 'σαι σίγουρος πως θα αγαπηθείς, για πρώτη σου φορά.
Έσβησα τη γόπα αναστενάζοντας - καλά μη μουρμουράτε βρε, τη δεύτερη. Ναι, πρέπει να αγαπήσω πια τον εαυτό μου, αρκετά τελικά στο περιθώριο τον είχα μαντρώσει! Απόψε, ξαναγεννήθηκα, ψιθύρισα. Σήμερα άρχισε η ιστορία μου. Ο έρωτας είναι εκεί έξω και με περιμένει.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα ήρεμος. Ύστερα από χρόνια!
20/08/2019
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Εν αρχή
Κεφάλαιο 1: Η αναζήτηση
«Πόσοι εαυτοί κρυμμένοι μέσα σου, θέλω να τους δω και να φιληθώ μαζί τους. Να χαϊδέψω κάθε σου προφίλ, εσύ μετά, εσύ και πριν.»
Θεέ μου, τι όμορφο κουκλί που είναι! Τι παράστημα, τι ζωντάνια, τι χαμόγελο, τι κοινωνικότητα και τι ματάρες που έχει! Καταπληκτικό πλάσμα! Έξυπνο, μορφωμένο, διαβάζει πολύ - σίγουρα δεκάδες βιβλία, ίσως κι εκατοντάδες. Πολυσύνθετος χαρακτήρας! Κυνηγάει τη ζωή καθημερινά, τη ζει, την απολαμβάνει. Ίσως λιγάκι υπερβολικά στο sex, μα τι σημασία να έχει αυτό; Έτσι θέλει, έτσι πιστεύει, έτσι νιώθει. Κεχαγιάς σε ξένα αρχ..δια, θα γίνω (κατά την παροιμία); Πάντως έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, σαν να 'ναι δεκάδες άνθρωποι κρυμμένοι σ' ένα άτομο, πολλοί εαυτοί μέσα σε έναν!
Εεε, λοιπόν θέλω να γνωρίσω αυτή την ύπαρξη, να την μάθω. Όλους αυτούς μαζί, να τους νιώσω, να τους καταλάβω, να τους αγαπήσω. Σιγά! Εσένα θέλω, να σε αποκρυπτογραφήσω. Σε γουστάρω, είναι αλήθεια. Από την πρώτη στιγμή που έπεσα πάνω σου στο FB τυχαία - δηλαδή μεταξύ μας όχι και τόσο τυχαία αφού εγώ σου έστειλα αίτημα, μα σε είδα τυχαία, μάλλον στα προτεινόμενα - με τράβηξες αμέσως. Για να ακριβολογώ βέβαια, έψαξα και λίγο το profile σου να δω περί τίνος πρόκειται - πάντα το κάνω αυτό. Αυτά που είδα λοιπόν μου άρεσαν, μα πιο πολύ εσύ. Στα γούστα μου ήσουν, αυτό που ήθελα ουσιαστικά, αυτό που έψαχνα. Όμως ταιριάζουμε και σε κάτι. Κατάλαβες, έτσι; Τώρα θα μου πείτε κάποιοι κακεντρεχείς, είναι στα 26 κι εσύ κοντεύεις τα -ήντα (τα δεύτερα, μη γελιέστε)! Μα απ' ότι γράφεις, αυτό δεν θα ήταν ιδιαίτερο πρόβλημα για σένα, έτσι λες - γνωστούς κι άγνωστους, επώνυμους κι ανώνυμους, μικρούς και μεγάλους, με προσόντα ή χωρίς, με ταλέντα ή ατάλαντους. Κάθε είδος. Γιατί όχι κι εμένα;
Εγώ πάντως δεν έχω θέμα. Τόσο στη φιλία, όσο και στο sex και γενικότερα στις ανθρώπινες σχέσεις, δεν έχει σημασία η ηλικία και οι διαφορές - κάθε είδους. Άλλωστε είναι πασίγνωστος νόμος κι αδιαμφισβήτητος πως τα ετερόνυμα έλκονται. Εσύ under 30, εγώ μεσήλικας. Εσύ εξωστρεφής χαρακτήρας, εγώ το αντίθετο. Εσύ αρκετά έξυπνο άτομο, εγώ σκέτο. Εσύ με άπειρες επαφές, γνωριμίες, φιλίες, σχέσεις, κατακτήσεις, εγώ κουκιά μετρημένα. Εσύ αρκετά intellectual, εγώ σχετικά. Εσύ στο rock - μοντέρνο μάλιστα -, εγώ στην κλασσική και το έντεχνο. Μα δε βαριέσαι. Καταμέτρηση των πιθανοτήτων μου κάνω; Μηδαμινές είναι, το αντιλαμβάνομαι, μα γίνονται και θαύματα! Το θέμα είναι να σε δω από κοντά, να αρχίσουμε να μιλάμε - να συζητάμε σωστότερα - για να δεις τη σκέψη μου, το χαρακτήρα μου να μάθεις. Ίσως, μιας και λένε πως είναι αρκετά ισχυρός πως έχω δηλαδή κάποια προσωπικότητα, να σ' αρέσει το πνεύμα μου, το χιούμορ μου - ε, κάτι κάνω κι εκεί -, γενικά η αφεντιά μου. Dum spiro spero, ελληνιστί η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Λοιπόν, θα προσπαθήσω να σε βρω, να σε συναντήσω. Πώς; Δεν ξέρω. Βουρ στο profile σου, κάτι θα μου ξέφυγε! Για να δούμε! Τι λέει εδώ; Τι είναι αυτό; Tumblr? What is this? Κάτσε να δω! Ω, μάλιστα! Αυτό φαίνεται ωραίο! Μοιάζει κάπως στο FB μα ελεύθερη έκφραση, ότι θέλει ανεβάζει κανείς! Μ' αρέσει. Σκέψεις, ιδέες, απόψεις, όλα ανοιχτά κι έχει ποιότητα, όχι σάχλες και ξεκατίνιασμα! Εεε λοιπόν θα φτιάξω profile. Ας ψάξω κι άλλα profiles να πάρω ιδέες. Μμμ, μάλιστα. Σήμερα-αύριο ξεψάχνισμα και θα το 'χω έτοιμο. Για να δω τι ανέβασες, τι έγραψες; Όμορφα! Μα πρώτα θα σου στείλω στο msn να αρχίσουμε να συζητάμε, άλλωστε το έχω ξανακάνει μέχρι τώρα αρκετές φορές.
Με αρκετές δεκάδες άτομα μίλησα. Έκανα και γνωριμίες, από κοντά. Τι σημασία έχει αν εξελίχτηκαν διαφορετικά; Αξία έχει να γίνει μια αρχή όσο για τα υπόλοιπα, έρχονται. Μπορεί να έρθει και το ποθούμενο. Μια φιλία δημιουργήθηκε, μια σχέση παρ' ολίγον, ένα ευκαιριακό sex πάει να γίνει μάλλον. Αυτό εδώ; Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω! Σίγουρα sex ίσως και σχέση μαζί σου. Μα και φιλία ή γνωριμία να μείνει, δε βαριέσαι, αξίζει. Άλλωστε το sex δεν είναι αυτοσκοπός για μένα, ενώ η σχέση ναι, είναι το ποθούμενο, αυτό ακριβώς που μου λείπει και θέλω. Μακάρι να βγεί έτσι! Θα δείξει. Αρκεί να σε βρω, να συναντηθούμε.
Προς ώρας, θα ξεσκονίσω τα profiles σου, FB, IG, Tumblr, Twitter, θα τα ψάξω όλα. Να σε μάθω όπως εμφανίζεσαι κι ύστερα από κοντά όπως είσαι. Τι ματάρες Θεέ μου! Και τι τύπος! Πολυσύνθετος, ίσως πολύπλοκος, θα δείξει. V. σε λένε! Σύμπτωση, ε; Φυσικά δεν το ξέρεις, εγώ ναι. Λοιπόν, ναι. Μόλις φτιάξω το profile, ξέρω τι θα ανεβάσω. Πρώτα κάτι κλασσικό και όμορφο, για να δεις πως από δώ μεριά υπάρχουν κάποια ψήγματα ποιότητας κι ύστερα το γνωστό με τη Χρονοπούλου για να φανεί το ενδιαφέρον. Κι έπειτα... αυτό. Πόσους εαυτούς άραγε κρύβεις; Τους θέλω όλους. Εσύ, και πριν και μετά και πάντα. Γαλάζια μου βλεμματάρα, γλυκιά εμμονή! Έρχομαι...
Νοέμβριος 2018
©️ Β.Π.
Tumblr media
1 note · View note
lit4y · 2 years
Text
Οι κακές παρέες
Κεφάλαιο 2: Από την εξορία μου
Μη με ρωτήσεις πως περνώ! Η μοναξιά είναι ένα άσχημο συναίσθημα και δεν υπάρχουν λέξεις ή λόγια για να την περιγράψει κάποιος. Μα κι αν ακόμα κατάφερνα να την αποθανατίσω στο χαρτί ή με τη γλώσσα, πάλι δεν θα την ένιωθες, δε θα καταλάβαινες κάτι. Θα ήταν σα να σου μιλούσα σ' ακατανόητη γλώσσα. Δεν τη βιώνεις, δε σ' ακουμπά. Εσύ, έχεις πολλές παρέες, φίλους, φλερτ, ζεις τη ζωή σου. Δεν την ξέρεις αυτή, σου είναι άγνωστη έννοια.
Όμως δεν είναι και η μοναδική μου σύντροφος, ξέρεις. Έχει κι αυτή τις κακές της παρέες. Είναι ακόμα πιο ανυπόφορη, πιο άσχημη, πιο αποκρουστική, πιο έντονη και πιο εξουθενωτική γιατί συναγελάζεται με την έλλειψη σου. Ναι ρε μωρό, μου λείπεις. Γι' αυτό είναι πιο σκληρή η μοναξιά μου, είναι έτσι αβάσταχτη. Μα και η άλλη της παρέα είναι βασανιστική. Η απουσία σου, δηλαδή το ότι εγώ είμαι μακριά κι είναι αδύνατον να γυρίσω για την ώρα ή να επικοινωνήσω μαζί σου, είναι που με σακατεύει κάθε μέρα. Με πνίγει, μου λιώνει την ψυχή, μ' αποτελειώνει. Έτσι, δεν έχω όρεξη για τίποτα, νιώθω άδειος. Μια κενή ζωή πέρασε, μια κενότητα είναι το βίωμα μου εδώ, καθημερινά. Μια ζωή χωρίς εσένα είναι ένας αιώνιος θάνατος. Ναι, πεθαίνω μονάχος κάθε μέρα μακριά σου, γιατί μου λείπεις πολύ. Κι ενώ είμαι γεμάτος συναισθήματα που ξεχυλίζουν από μέσα μου, αισθάνομαι κενός, αδύναμος, ανύπαρκτος. Τίποτα δεν μπορώ να κάνω, τίποτα να αλλάξω.
Ίσως αν ήξερα κάτι για σένα από τότε, αν είχα κάποια στοιχεία σου, θα σου έγραφα, θα σου έστελνα ένα γράμμα. Μπορεί να σου έστελνα μια δυο ιστοριούλες μου. Τότε θα καταλάβαινες πως νιώθω, πως είμαι. Ίσως αντιλαμβανόσουν τι μου έκαναν τα μάτια σου όταν τα κοίταζα. Βυθιζόμουνα μέσα τους, ξέρεις, προσπαθώντας να σε καταλάβω, να σε αποκρυπτογραφήσω. Αλλά δεν τα κατάφερνα. Απλά, γιατί με ζάλιζε το βλέμμα σου, το γέλιο σου! Με μαγνήτιζαν κι αποσυντονιζόμουνα. Έμενα έτσι πολλή ώρα, αποσβολωμένος. Μου αρκούσε μόνο να σε κοιτάω, συνέχεια. Κι όταν έφερνες τις μπύρες που παράγγελνα, έστω αυτά τα 2-3 λεπτά που ερχόσουνα κοντά μου, προσπαθούσα να τα κοιτάζω συνέχεια τα μάτια σου - επίμονα.
Το κατάλαβες, ξέρω. Δε με ένοιαζε, ήθελα να το ξέρεις πως με είχες τραβήξει, πως σε είχα προσέξει πολύ μάλιστα, πως σε είχα ξεχωρίσει. Δεν μπορούσα όμως να σου μιλήσω, δεν το κατόρθωνα, κώλωνα, ούτε πάλι να σε διαβάσω, χανόμουν μέσα τους. Μόνο τώρα που είσαι μακριά και μου λείπεις τόσο, τα ξαναφέρνω στο μυαλό όπως τα είχα πρωτοδεί και ξέρω πια τι λένε. Μου λένε πολλά για σένα. Με βοήθησαν σίγουρα και κάποιες σκέψεις σου, μερικά λόγια σου, για να καταλάβω τι κρύβουν μέσα τους. Όταν κατάλαβα, σκίρτησα. Πόσο λοιπόν μοιάζουμε σε μερικά πράγματα, κι ας έχουμε τόσες διαφορές μεταξύ μας -πάρα πολλές μάλιστα. Εμένα όμως δεν με απασχολούν αυτές - καθόλου. Ξέρεις γιατί; Μάλλον όχι.
Σ' αγάπησα τελικά, αγάπησα αυτό που ένιωσα, αυτό που έβγαλες στα μάτια μου, αυτό που ένιωσε η ψυχή μου κι αυτό το συναίσθημα είναι τόσο αγνό κι απόλυτα καθαρό που δεν το επισκιάζει τίποτα κι ούτε υποσκελίζεται από την οποιαδήποτε διαφορά ή τα όποια προσωπικά ή κοινωνικά ή ηθικά ταμπού και πεποιθήσεις. Κι όσο η θύμιση μου σε προβάλλει καθημερινά στο συνειδητό μου, τόσο πιο πολύ ισχυροποιείται αυτό το συναίσθημα και τόσο περισσότερο με ανοσοποιεί από τη λησμονιά σου. Ναι, δε σε ξεχνώ με τίποτα, είναι σίγουρο, ούτε πάλι σιγάζει με την πάροδο του χρόνου αυτή η αγάπη.
Ένα μονάχα είναι βέβαιο. Πως αργά ή γρήγορα, θα έρθω να σε βρω όπου κι αν είσαι. Να σου γνωστοποιήσω τα αισθήματα μου, να μάθεις πως άθελα σου ακούμπησα την ψυχή σου κι αυτό με έδεσε παντοτινά με σένα. Κι ύστερα ... Ύστερα, ότι θέλει ας γίνει. Εγώ δε θα πάψω να σ' αγαπώ. Ακόμα κι αν δε θέλεις!
Νοέμβριος 2019
©️ Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Ο πυρετός μου
Κεφάλαιο 2: Από την εξορία μου
Ήταν μια Δευτέρα σαν τις άλλες. Μέχρι σήμερα πέρασαν 84 στην εξορία μου, όχι ότι αυτός ο αριθμός έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα για μένα - δηλαδή μεταξύ μας όλα έχουν νόημα και αξία- μα για εσάς τους υπόλοιπους δεν έχει σημασία κι έτσι δεν χρειάζεται ��α σας σκοτίζω με πολλές δικές μου λεπτομέρειες, γιατί πού ξέρετε μπορεί κάποτε να κατέβω για υποψήφιος και να έχω ανάγκη τη συμπαράσταση σας οπότε μη σας προγγίζω χωρίς λόγο.
Ίσως η μόνη ουσιαστική διαφορά με τις ρέστες είναι ότι ένιωθα κουρασμένος από νωρίς το απόγευμα, σαν να είχα κομάρες - ε, χωρίς ωμέγα και ση* γιατί θα με κόψει η λογοκρισία -, μάλλον δηλαδή προεόρτια κάποιας ίωσης (σιγά μη σας ένοιαξε!). Θα μου πουν βέβαια κάποιοι σε πείραξε η επαρχία - φριχτό ψέμα. Αυτό το διάστημα, δεν θυμάμαι να ξαναείχα ίωση, οπότε μάλλον με ευνόησε η εξορία, μα κι αυτό δεν είναι απόλυτα η αλήθεια γιατί αφ' ενός περίπου μιά φορά στη διετία ψώνιζα μια ελαφριά ίωση άρα είμαι μέσα στα πλαίσια της καλής λειτουργίας του ανοσοποιητικού μου και αφ' ετέρου μου τα γάμ...σε όλα η εξορία τουλάχιστον σε σχέση με τα συναισθηματικά μου. Και σταματώ εδώ γιατί να κάνω να εξειδικεύσω, θα αρχίσει πάλι το κορόμηλο μιας και θα ξεφυτρώσει απ' το πουθενά η γνωστή φατσούλα σου. Στοπ και end.
Ένα ζεστό μπανάκι λοιπόν και κάμποσο χουχούλιασμα στα ζεστά - μην ετοιμάζεστε να σχολιάσετε βρε παμπόνηροι, μονάχος μου - κι ίσως αύριο να είναι παρελθόν οι κομάρες, γιατί τα si* (με το ωμέγα) είναι σε ημερήσια διάταξη - μεταξύ μας οι αρσενικοί, flat κι όχι σε b (όσοι σκαμπάζετε λίγα από μουσική θα πιάσατε το θέμα). Αν μάλιστα κάποια στιγμή τα πανιά του μυαλού μου με ορτσάρουν μέχρι τη φατσούλα σου, τότε τα προρρηθέντα si* (ορθογραφημένα εννοείται) είναι μια αναπόφευκτη μονιμότητα.
Εεε, ξέρεις πολύ καλά πως δεν μπορώ να μη σε ποθήσω! Μου είναι αδύνατον. Ωπ, να 'σαι πάλι που - είχες δεν είχες - ανέτειλες στη θύμιση μου. Καλά, εντάξει. Πρόβαλες στη ζωή μου σε μια στιγμή μεγάλου συναισθηματικού κενού, σε περίοδο αναζήτησης της ανεξαρτησίας του εγώ μου και μιας αναζωπύρωσης του άλλου μου εαυτού ο οποίος ήταν για χρόνια θαμμένος στα έγκατα του εγκεφάλου. Αυτά και μόνον ήταν αρκετά να ταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα της ύπαρξης μου, καθώς έπεσες σαν το βότσαλο στη λίμνη, σηκώνοντας κύματα ελπίδας και προσδοκίας για μιαν όμορφη φουρτούνα που θα με παράσερνε κοντά σου. Όμως η θαλασσοταραχή τελικά ξέσπασε μόνο στην καρδιά και το κύμα σου απομακρύνθηκε για να εξοστρακιστεί πάνω στα βράχια της ερημιάς και να σβήσει. Κι ενώ ήσουν για μένα το μαγικό άστρο της Ανατολής που θα φώτιζε την αραχνιασμένη μου ύπαρξη κουβαλώντας της τα δώρα των μάγων - μη φανταστείς τίποτα υπερβολικό, μα ήταν εντέλει μια γνωριμία, λίγη παρέα, μια φιλία -, που τα είχα ανάγκη, εσύ παρέμεινες ένας διάττων αστέρας που το μόνο που προσκόμισες ήταν μια απουσία η οποία με την πάροδο του χρόνου μετασχηματίστηκε σε ανάγκη κι αυτή με τη σειρά της σε έλλειψη. Έλλειψη της παρουσίας σου, της ζωντάνιας σου, της ύπαρξης σου, δηλαδή έρωτας.
Ναι ρε αστέρι μου, αυτό έφερες γαμώτο σου. Σ' ερωτεύτηκα βρε αρχίδι! Και μ' αρέσει! Αλλά πονάει πολύ. Όμως είναι τόσο όμορφο! Είναι τόσο γλυκό! Σαν πυρετός χωρίς αρρώστια είσαι, μια ίωση στην καρδιά που απλά ρετάρει και χτυπάει μπιέλες. Με καις, με ζεματάς, με δροσίζεις, με ηρεμείς, με αγχώνεις, με πονάς, μ' ανακουφίζεις με την ύπαρξη σου εκεί μέσα. Σ' αγαπώ αστέρι μου! Είμαι άρρωστος με σένα και κανένα βότανο ή φάρμακο δε με καλυτερεύει. Μονάχα η ύπαρξη σου δίπλα μου, μαζί μου.
Δεκέμβριος 2019
©️ Β.Π.
Tumblr media
0 notes
lit4y · 2 years
Text
Για λίγες λέξεις
Κεφάλαιο 2: Από την εξορία μου
Ένιωσε την ανάγκη να σου γράψει, να σου πει μονάχα λίγες λέξεις, να τις ποτίσει με το δάκρυ του. Πόσο του λείπεις, Θεέ μου! Δεν ξέρει τι να κάνει! Δεν ξέρει πώς αλλιώς να εκφράσει τη θλίψη του που είσαι μακριά του!
Γιατί να γίνουν έτσι τα πράγματα; Γιατί να του συμβούν όλα αυτά; Τι έφταιξε; Σε ποιόν έφταιξε; Τι ακριβώς ξεπληρώνει τώρα; Το ότι δεν σου μίλησε; Το ότι δεν σε πλησίασε όσο πρέπει ή όσο θα ήθελες ή όπως θα ήθελες; Αυτός φταίει αν είναι έτσι ευγενικός και διαφορετικός απ' ότι ξέρεις κι έχεις συνηθίσει; Αυτός φταίει αν δεν του έρχονται οι λέξεις που πρέπει όταν πρέπει; Που δεν τολμά να είναι χύμα, όπως όλοι; Γιατί να σε κοιτάξει; Γιατί να σε προσέξει; Γιατί να σε ξεχωρίσει; Γιατί να έρθει να σε βρεί, το αναρωτήθηκες άραγε ποτέ; Γιατί δεν του είπες κάτι; Ξέρεις, ποτέ δεν του μίλησες, δεν τον καλωσόρισες ούτε μια φορά στο barάκι!
Αν το 'χες κάνει θα σου μιλούσε, θα κουβεντιάζατε. Θα σου έλεγε πως σε εκτιμά πολύ, πως θαυμάζει το μυαλό σου, πως του αρέσεις, πως θα ήθελε να σε μάθει. Πως σε ήθελε για φίλο. Έπειτα τα πράγματα θα έπαιρναν το δρόμο τους, είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο. Πιθανόν να τον είχες απορρίψει. Θα έφευγε τότε, όλα θα 'χαν τελειώσει. Θα είχε προχωρήσει τη ζωή του διαφορετικά. Μα δεν έκανες κάτι τέτοιο κι αυτός στάθηκε, κόλλησε.
Εσύ μπορεί να το είχες δει όλο αυτό με τα βλέμματα σαν παιχνίδι, σαν ένα αστείο. Μπορεί να σε διασκέδαζε, να το θεωρούσες ένα χαβαλέ, να το χαιρόσουν κιόλας. Μα το δικό σου βλέμμα μ' αυτά τα καταγάλανα μάτια ήταν γι' αυτόν μια φωτιά. Δεν το ένιωσες; Δεν το κατάλαβες; Όχι, το κατάλαβες, το ένιωσες, γι' αυτό έγραψες: "την έζησα (τη ζωή) γαμωτο εγώ και το ξέρεις καλά, με ερωτεύτηκες για αυτόν τον λόγο εξάλλου." Ανάγκη του έγινες έτσι, ανάγκη να σε βλέπει πιο συχνά, ανάγκη να έρχεται εκεί για δυο λέξεις, ανάγκη για μια γνωριμία. Μια επικοινωνία ήθελε, με κάποια ψυχή που θα τολμούσε να τον βγάλει απ' τη μοναξιά του. Μια παρέα ζητούσε - αξιόλογη. Αφού σε είδε σαν αξιόλογο άνθρωπο.
Έκανε λάθος; Γι' αυτόν ξεχώριζες! Όσο "ιδιόρυθμη" ζωή κι αν έκανες, δεν τον ένοιαζε αυτό. Αντίθετα, του άρεσε. Του άρεσες σαν τύπος, σαν χαρακτήρας, η συμπεριφορά σου τον τραβούσε! Ένιωσε πως θα μπορούσατε να μοιραστείτε κάποιες σκέψεις, κάποιες εμπειρίες, κάποιες απόψεις, κάποιες θέσεις και πιστεύω, κάποια συναισθήματα. Λάθεψε; Γιατί δεν το είπες; Γιατί δεν το σταμάτησες; Αντίθετα, εκεί στο Tumblr, τον έφτασες να καταλάβει πως τον είχες προσέξει, να νομίσει πως μιλούσατε έστω κάπως πρωτότυπα, ιδιόρυθμα. Γιατί τότε του έκανες like; Γιατί τον έκανες follow; Απλά για να παίξεις μαζί του;
Μπράβο σου, έπαιξες υπέροχα μαζί του. Τον διέλυσες! Δέθηκε, το κατάλαβες; Ωραία εκδίκηση για μερικά βλέμματα, βλέμματα εντυπωσιασμού, θαυμασμού για κάτι αξιόλογο! Και όταν σου έγραφε: "έρχομαι εκεί πέρα μόνο για σένα, για να ξεκινήσουμε κάτι όμορφο" γιατί εσύ απάντησες την επόμενη: "μακάρι να βρισκόμασταν κάπου αλλού, περιμένω ανυπόμονα να μιλήσουμε"; Γιατί τον έκανες να σε κυνηγά από bar σε bar ίσα ίσα για δυο κουβέντες, ανεβάζοντας σαν επαγγελματίας influencer, "θα περάσω από το α, θα περάσω από το β, θα είμαι στο γ", χωρίς να είσαι σε κανένα; Παιχνίδι; Τέλεια! Του έγινες εμμονή.
Όταν πάλι έφερε εκεί φιλικό πρόσωπο, σαν δήθεν αντίζηλο, γιατί αντέδρασες έτσι; Σαν να σε πείραξε έδειξες, ίσως επειδή πίστεψες πως κάτι περισσότερο συνέβαινε! Μα εφόσον έπαιζες μαζί του γιατί να σε ενοχλήσει η κίνηση; Σε πόνεσε αυτό; Ναι, αφού χάθηκες ξαφνικά από παντού στο web. Γιατί; Γιατί δεν σχολίασες την κίνηση, οπότε θα έπαιρνες μια απάντηση; Γιατί απέσυρες τα like, γιατί έκανες unfollow; Ναι, πειράχτηκες και έβαλες αυτόματα ένα τέλος. Το έγραψες, αν θυμάσαι: "Θυμάμαι πόσο με νευρίαζε να σε βλέπω. Να βλέπω τι κάνεις, να ξέρω πως είσαι καλά. Άντε γαμήσου καριόλη, σκεφτόμουν, που είσαι καλά χωρίς εμένα. Δεν ήσουν ... Αρκεί ένα ψέμα, μια καινούργια ιδέα, κάτι καινούργιο να προσποιηθείς πως έχεις ερωτευτεί ... είναι αρκετά για να τα σβήσουν όλα. Εσύ παρελθόν, εκείνος μέλλον και στο παρόν μέσα στο χάος όλων αυτών η μοναδική αλήθεια ... Ό,τι είχαμε, ό,τι ήμασταν εξάλλου το κατέστρεψα καιρό πριν τελειώσουμε."
Τον πέθανες, το ξέρεις; Την έχει πατήσει χοντρά μαζί σου, κατάλαβες; Δεν έχει νιώσει ποτέ έτσι στη ζωή του και το προξένησες εσύ. Πόνος και μόνο να σε σκέφτεται, δάκρυ και χαρά ταυτόχρονα η σκέψη σου.Του λείπεις πολύ, υπερβολικά, αφάνταστα! Κι αυτό τον πνίγει, τον εξουθενώνει, του φέρνει κατάθλιψη. Ναι, σ' ερωτεύτηκε και λιώνει μακρυά σου! Πεθαίνει για σένα! Όμως θα αργήσει να γυρίσει, ίσως σε έξι μήνες - θέλει να ελπίζει. Μα όταν θα έρθει, δεν γίνετει παρά να σου το πει. Δεν ξέρει κα αν τον θυμάσαι! Ακόμα ακόμα δεν είναι σίγουρος αν πράγματι τον είχες προσέξει! Δεν είναι βέβαιος για τίποτα,παρά μόνο για ότι νιώθει η καρδιά του κι αυτή τη φορά θα εκδηλωθεί, θα στο πει, θα στο δείξει στην πράξη- ακόμα κι αν έχεις φτιάξει τη ζωή σου, χαλάλι σου τότε. Είτε βρίσκεσαι εκεί, είτε αλλού, θα σου εξηγήσει τι του προξένησες.
Καταλαβαίνεις; Ξέρεις; Όχι, ίσως.Το πιο όμορφο δώρο του κόσμου! Του χάρισες τα μάτια σου, την ψυχή σου - τον έρωτα του δώρησες! Κι αν ακόμα δεν τον θέλεις, αυτόν δεν τον νοιάζει. Απλά ο θάνατος του θα είναι πλέον οριστικός - θάνατος της ψυχής, θάνατος ενός ιδανικού που το είχε βαθιά μεσ' το μυαλό του, στην καρδιά του κι αυτό πέταξε μακριά, στέριωσε αλλού - μπορεί και στο πουθενά. Δεν ξέρει σ' εκείνη την περίπτωση τι άλλο θα μπορούσε να κάνει παρά να πενθήσει τον εαυτό του γιατί χάθηκε κάτι τόσο όμορφο για λίγες μοναχά λέξεις. Χάθηκε η επικοινωνία δυο ανθρώπων, τίποτα σπουδαίο φαινομενικά, που όμως αυτή η απόσταση το μετέτρεψε σε κάτι σημαντικό, κάτι ωραίο, κάτι μαγικό.
Ξέρεις, το ζει μόνος του, με την ψυχή του μόνο, χωρίς να μπορεί να το μοιραστεί, να το γευτείς κι εσύ. Μπορεί να έχασες κι εσύ έτσι, μα σίγουρα αυτός πενθεί τώρα, αυτός πεθαίνει απ' την απουσία, την έλλειψη. Αργοσβήνει μόνος, μ' ένα αχρησιμοποίητο δώρο στα χέρια, έναν άσβεστο πόνο στην καρδιά! Άδικο,ε; Μόνο για λίγες λέξεις. Τόσο δάκρυ για μερικές δεκάδες μόνο γράμματα σε μερικές προτάσεις. Γι' αυτό ξέρεις γράφει, αναπληρώνει αργοπορημένα στο χαρτί ότι δεν τόλμησε να πει το στόμα τότε.
Η ομορφότερη εκδίκηση σου ρε αγάπη! Η έλλειψη σου, η μοναξιά του!
Οκτώβριος 2020
©️ Β.Π.
Tumblr media
0 notes