Κοσμάς Μεγαλομμάτης, Ενλίλ: Παγκόσμια Μυθολογία-1989
Κοσμάς Μεγαλομμάτης, Ενλίλ: Παγκόσμια Μυθολογία, Ελληνική Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια, 1989
Кузьма Мегаломматис, Энлиль: мировая мифология, Греческая педагогическая энциклопедия, 1989
Kosmas Megalommatis, Enlil: Weltmythologie, Griechische Pädagogische Enzyklopädie, 1989
Kosmas Gözübüyükoğlu, Enlil: Dünya Mitolojisi, Yunan Pedagoji Ansiklopedisi, 1989
قزمان ميغالوماتيس، انلیل : اساطیر جهانی، دایره المعارف آموزشی یونانی، 1989
Côme Megalommatis, Enlil: Mythologie mondiale, Encyclopédie pédagogique grecque, 1989
1989 قزمان ميغالوماتيس، إنليل: الأساطير العالمية، الموسوعة التربوية اليونانية،
Cosimo Megalommatis, Enlil: mitologia mondiale, Enciclopedia pedagogica greca, 1989
Cosimo Megalommatis, Enlil: mitología mundial, Enciclopedia pedagógica griega, 1989
Cosmas Megalommatis, Enlil: World Mythology, Greek Pedagogical Encyclopedia, 1989
--------------------
Скачать PDF-файл: / PDF-Datei herunterladen: / Télécharger le fichier PDF : / PDF dosyasını indirin: / :PDF قم بتنزيل ملف / Download PDF file: / : یک فایل دانلود کنید / Κατεβάστε το PDF:
0 notes
Αρι προπαγάνδα που δεν έφτασε στο τελικό πολλ <333 (κυριολεκτικά κανένας δεν το ζήτησε αλλά ούπς <3) (μου αρέσει να μιλάω γι αυτόν)
1. Named after τους δυο γενάρχες των ξωτικών, ο Αρρύων ο πρώτος ο μέγας που θεωρείται υπεύθυνος για όλα τα κακα που έχουν συμβεί στα ξωτικά και ο Αρρύων ο δεύτερος ο σοφός που τα αποκατέστησε στα μάτια θεών και ανθρώπων
2. Μέρος ενός ινσειν πολικιουλ που αποτελείται από δυο άλλους μοναχούς (τον Τιβέριο και τη Σινλια) και μια φιλόσοφο μάγισσα (τη Μαριαμ)!!!!
3. Μαχαίρωσε το Νελσον και μετά μαχαίρωσε τον εαυτό του κι έκανε μετάνοιες για έναν μήνα όχι επειδή ένιωθε άσχημα για το Νελσον αλλά επειδή έχυσε αίμα μέσα στο ναό. Σημαντικό να ειπωθεί ότι μαχαίρωσε τον εαυτό του όχι σαν τιμωρία αλλά για να φύγει το μίασμα από το άλλο αίμα. Πιστεύει ότι το δικό του είναι άγιο.
4. Father to a fucking weird little girl αλλά αυτή δεν μας απασχολεί ακόμα θα σας πω άμα κάνουμε πολλ για τα ζευγάρια μας γιατί αποτελεί σημαντικό μέρος της Αρι/Μαριαμ προπαγάνδας
5. Έχρισε την αυτοκράτειρα (δηλαδή σ’αυτον έδωσε τον θρησκευτικό της όρκο) και στο πίσω μέρος του μυαλού του έχει μόνιμη ιδέα ότι μπορεί να την ρίξει άμα του σπάσει πολύ τα νεύρα
6. Έχει ένα wyvern 🥺 τη λένε Άννα 🥺 (από την κολλητή/ ερωμένη της τυπισσας που τα δημιούργησε)
7. Από τη μεριά του πατέρα του σύμφωνα με τη μυθολογία, πρόγονος τους είναι ο Νεζά Ναζαρί (και τώρα κατάλαβα ότι μοιάζει φουλ με τη Ναζαρέτ αλλά όχι δεν είναι κάποιου είδους Τζιζους μεταφορ) που ήταν ο πρώτος νεκρομαντης και ιστοριογράφος. Άμα δεν ήταν το σόι του Αρι δεν θα υπήρχε νεκρομαντεία υωυ
8. Όταν πήγε να σκαρφαλώσει το βουνό στο οποίο έγινε το πιο σημαντικό γεγονός σύμφωνα με τη θρησκεία του είδε σκόρπιες μούμιες και η πρώτη του αντίδραση ήταν να διαλογιστεί προσπαθώντας να ανοίξει το μυαλό του στις ψυχές τους για να τον καθοδηγήσουν. Φλοπαρε αυτή η προσπάθεια κι έτσι έκανε ότι έκανε μόνος του, όταν ανέβηκε στην κορυφή όμως και κοίταξε κάτω τους είδε ζωντανούς κι έτσι Κατάλαβε™️
9. He can throat sing αυτό είναι τόσο σεξι
10. Αν θυμάστε είχα αναφέρει έναν σαντμποι ιππότη που τα είχε ο Νελσον, λοιπόν αυτός ο ιππότης ήθελε να γίνει παπάς κι αγαπούσε πολύ τη θρησκεία αλλά κάθε φορά που περνούσε ο Αρι από μπροστά του τον έπιανε κρίση πανικού και χεζοταν πάνω του καταλαβαίνετε ΠΟΣΟ κολλημένος θα πρέπει να είσαι για να παθαίνει τσοτσοδυνη ένας τύπος που άμα ζούσε στις μέρες μας ειδώλο του θα ήταν ο Χριστόδουλος;;;;;;;
10 notes
·
View notes
Ήταν Δεκέμβριος του 2010 όταν οι εκδόσεις Νεφέλη ξεκίνησαν την επανέκδοση των Απάντων του Ηλία Πετρόπουλου. Η αρχή έγινε με το «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη» για να ακολουθήσουν το «Μπουρδέλο», το «Άγιο Χασισάκι», τα «Καλιαρντά» και αρκετά ��λλα ακόμα. Τα περισσότερα βιβλία, μυθικά για την εποχή τους, παρέμεναν εκτός εμπορίου για καιρό. Τον Σεπτέμβριο του 2003 ο Ηλίας Πετρόπουλος πεθαίνει στο Παρίσι και η οριστική έκδοση των Απάντων του είναι μια ευκαιρία για να τον γνωρίσουν και οι νεότεροι.
Με ένα τεράστιο και πολυσχιδές έργο –80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα– έγινε γνωστός ως λαογράφος του περιθωρίου, ανατρεπτικός λεξικογράφος, βιωματικός ρεμπετολόγος αλλά και τεχνοκρίτης, αρθρογράφος, ποιητής. Κατέγραψε εκφάνσεις του υποκόσμου που μέχρι τότε αγνοούσε ή περιφρονούσε η επίσημη έρευνα και με τρόπο που προκαλούσε τον πουριτανισμό του ακαδημαϊκού κατεστημένου, πράγμα φυσικά που του κόστισε σε διώξεις και φυλακίσεις, αναγκάζοντας τον έτσι να τραπεί σε φυγή στο Παρίσι το 1975.
Συλλέγω επίθετα που τον έχουν χαρακτηρίσει κατά κόρον όλα αυτά τα χρόνια: Αιρετικός, αποσυνάγωγος, αντικομφορμιστής, ασυμβίβαστος, ανένταχτος, ρηξικέλευθος, προκλητικός, ενοχλητικός, σαρκαστικός, άθεος, άπατρις, αναρχικός, πορνογράφος, υβριστικός, βωμολόχος, σκωπτικός, αθυρόστομος, καυστικός. Αλλά ασφαλώς και δε μου φτάνουν για να δω το όλον. Γιατί και άλλοι συγγραφείς μπορεί να είναι κάτι από όλα αυτά αλλά ο Πετρόπουλος μια ξεχωριστή μονάδα.
Αναρχικός κοντά στη ρίζα του όρου, πέρα από ιδεολογικά τερτίπια, ίσως ο μόνος από τους συγγραφείς μας που θα μπορούσε να διεκδικήσει επάξια αυτόν τον τίτλο, με μόνιμη αναφυλαξία έναντι σε κάθε τι καθεστωτικό, σταθερός σε αυτή τη γραμμή μέχρι τέλους. Ακόμα και η πορνογραφία ή ο ερωτισμός, που για αυτόν είναι ένα αξεδιάλυτο σύνολο –κόντρα στους ύποπτους διαχωρισμούς από φιλολογίζοντες του σιναφιού του– ενέχουν θέση δήλωσης επαναστατικότητας και αναρχισμού.
Παρ' όλο το κυνηγητό από την εξουσία, την αυτοεξορία στο Παρίσι, την περιφρόνηση των ομοτέχνων του, τα βιβλία του Πετρόπουλου ευτύχησαν μεγάλης αναγνώρισης απ' το κοινό. Ωστόσο ένα έργο με τέτοιο εύρος και εξαιτίας της sui generis προσωπικότητας του δημιουργού του είναι αδύνατον να προσδιοριστεί επακριβώς –παρά μόνο ψήγματα να συλλεχθούν. Ανάλογα με το εργαλείο που θα επιλέξεις για να το «διαβάσεις», ξεκλειδώνεις κάθε φορά και κάτι άλλο.
Όλα όσα έχουν γραφτεί μοιάζουν λειψά. Ίσως ακόμα να μην έχουμε συνειδητοποιήσει σε όλο τους το βάθος τι μπορεί να σήμαιναν η ασκητική επιμονή με την οποία συνέλεγε την αργκό των ομοφυλοφίλων, τα μάγκικα της λαχαναγοράς ή τα πειράγματα του δρόμου, κατέτασσε τα ονόματα οδών και πλατειών σε στρατηγούς και αγίους, αντέγραφε τις ζωγραφιές από τους τοίχους των φυλακών, φωτογράφιζε νεκροταφεία σε ακριτοχώρια της Ελλάδας.
Αν τα βιβλία του σήμερα δε θα κινδύνευαν από κατηγορίες για περιύβριση αρχής και παραβίασης του νόμου περί ασέμνων, ωστόσο δεν κινδυνεύουν λιγότερο από παρερμηνείες, αποσιωπήσεις, επιλεκτικές φωτοσκιάσεις και από την προσπάθεια διάφορων ομάδων να ενστερνιστούν την αχλή του αντισυστημικού που τον περιέβαλε. Ο Πετρόπουλος ευτυχώς διέθετε πολύ πιο ανεπτυγμένη την αίσθηση της ελευθερίας από όλους αυτούς.
Αλλά, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, «Όμηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν». Τα ίδια του τα κείμενα με διαφωτίζουν. Όπως ο πρόλογος του «Κουραδοκόφτη» που, με τα σχόλια που κάνει για κάθε άρθρο, λειτουργεί σαν μπούσουλας για όλο του το έργο:
«Στην Ελλάδα κυριαρχεί η υποκρισία και η μυθολογία».
«Πιστεύω πως η πρόκληση και ο αναπόφευκτος σκανδαλισμός εξαναγκάζουν τους αναγνώστες να χρησιμοποιήσουν τη σκέψη τους».
«Πρέπει να διασώζουμε κάθε λογής γλωσσάρια, επειδή αντικατοπτρίζουν κάποιες πλευρές του κοινωνικού βίου».
Ανακαλύπτω με τη χαρά του αρχαιοδίφη ένα από τα δυσεύρετα εξαντλημένα του, που έχει πολλά να μου πει. Με εκπλήσσει με τη φρεσκάδα του και μου φαντάζει όλο σαν ένα λανθάνον επίκαιρο σχόλιο για την τρέχουσα κατάσταση. Πρόκειται για το κείμενο «Η Εθνική Φασουλάδα» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σχολιαστής» τον Απρίλιο του 1990.
Έγραφε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ το '90 με αφορμή την επανέκδοση των «Ρεμπέτικων»: «Πολύ λίγοι ξέρουν να εκθέτουν το θέμα τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρασύρουν τον αναγνώστη τους σ' ένα γοητευτικό ταξίδι, όπου οι πιο γνώριμες μορφές, τα πιο καθημερινά αντικείμενα αποδείχνονται κρύπτες άγνωστων και εξαίσιων θησαυρών». Αυτό ακριβώς κάνει ο Πετρόπουλος κι εδώ με μια φασολάδα σε μόλις 50 σελίδες. Παίρνει τα ευτελή του υλικά και τα κάνει να χορεύουν μπροστά σου.
«Το ελάχιστο είναι, ήδη, μια ελπίδα. Γραπατσώνομαι από το ελάχιστο», λέει. Κι αυτό το «γραπατσώνομαι» κρύβει μέσα του τόση λαχτάρα. «Η φασουλάδα μοιάζει κάποιο γελοίο θέμα προς μελέτην. Αλλά μέσα από το ασήμαντο βγάζεις το σημαντικό, και, μέσα στο γελοίο βρίσκεις το σοβαρό». Είναι από αυτά τα αμελητέα ελάχιστα που χρειάζεται μια ματιά σαν και αυτή του Πετρόπουλου για να τα εκτιμήσεις.
Έτσι κι εγώ βυθίζομαι σε μια ανακουφιστική σαφήνεια, εν μέσω γενικής ασάφειας. Και στην υποδόρια ειρωνεία του που με διατρέχει πατόκορφα.
Εκ πρώτης όψεως κάνει μια πλούσ��α αναδρομή σε ό, τι συνιστά το θέμα του. Ετυμολογικές αναζητήσεις, λεξικογραφικά παραδείγματα, ιστορικά στοιχεία, γνωμικά, παροιμιώδεις εκφράσεις, ανεκδοτολογικά περιστατικά, λέξεις της αργκό, συμβουλές για το μαγείρεμα, χρηστικές πληροφορίες, βιβλιογραφία, συνταγές. Αλλά αυτό που κάνει στην πραγματικότητα, όπως και σε όλα του τα βιβλία, είναι να καταρρίπτει μύθους. Μέσα στη φασολάδα του καθρεφτίζονται –άλλοτε ξεκάθαρα, άλλοτε αμυδρά– παθογένειες, ήθη, τάσεις, ελλείμματα, λες και γνωρίζει τη νεοελληνική ψυχή καλύτερα απ' τον καθένα.
Το φαγητό που ανέθρεψε γενιές επί γενιές με τη γοητεία του κλασικού εδέσματος της φτωχολογιάς, επιβίωσε του σνομπισμού μας στα χρόνια της μεταπολιτευτικής ευμάρειας, για να φτάσει να μας σαρκάζει σήμερα μέσα από το κείμενο του Πετρόπουλου ή έτσι μου φαίνεται. Ίσως γιατί συνοψίζει τα στρώματα του αρχοντοχωριατισμού μας.
«Οι έλληνες λαογράφοι απεχθάνονται την φασουλάδα. Οι έλληνες λεξικογράφοι περιφρονούν την φασουλάδα». Αντίθετα, ο Πετρόπουλος της αποδίδει τις τιμές που της πρέπουν.
Ακόμα και η ταπεινή φασολάδα σ' αυτή τη χώρα δεν υπολείπεται σε εθνικούς μύθους. Έτσι κι αλλιώς σέρνει πίσω της βαρύ φορτίο –μέχρι και τον τίτλο του εθνικού μας εδέσματος –σαν να λέμε ο Σολωμός στο πιάτο μας. Τον οποίο βέβαια ο Πετρόπουλος ευθαρσώς και δεν αναγνώριζε ως εθνικό ποιητή με αποτέλεσμα φυσικά να εγείρει μόνο οργή. Έτσι εδώ καταρρίπτει το μύθο περί φαγητού της φτωχολογιάς, καθώς τα φασόλια είχαν μια πλατιά κοινωνική διαστρωμάτωση. Μπαρμπούνια με αγριογούρουνο για τους λεφτάδες, κοινά φασόλια για το λαό, γυφτοφάσουλα για τους φτωχούς και εβρέικη φασουλάδα για την κατώτατη πλέμπα. Και με ένα τέτοιο σχόλιο βάζει στη θέση τους όλους τους «ανόητους (μαρξίζοντας) έλληνες κοινωνιολόγους».
Και βάζει μια ακόμα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Παλιά Ελλάδα και τους νεοαφιχθέντες: «Έχω μιλήσει, κατ' επανάληψιν, για τα βλαχαδερά του Μοριά που εκπολιτίστηκαν από τους πρόσφυγες». Τα μπαρμπούνια δεν τα ήξεραν στη μητροπολιτική Ελλάδα. Τα γνώρισαν από τους βορειοελλαδίτες. Αλλά κι ένα σωρό άλλα φαγητά που τους ήταν άγνωστα.
Η ιστορία της «απαισίας μνήμης» εβρέικης φασουλάδας, την οποία παραθέτει, αποδεικνύει πως οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν κατά κύριο λόγο πάμφτωχοι πληθυσμοί, ξεθολώνοντας την κυρίαρχη εικόνα περί πλούσιων εβραίων εμπόρων. Στα σφαγεία ζωντανεύει μπροστά σου συγκλονιστικές σκηνές από ένα παρελθόν που σοκάρει με τη φτώχεια του.
Και ωσάν μαζί με αμπελοφάσουλα να σου σερβίρει από κοντά στο πιάτο και λίγο ψαχνό, σου πετάει και τα απογειωτικό του σχόλιο για τη νεοελληνική πραγματικότητα. Εκεί που μαθαίνω πως στη χωριάτικη φασολάδα δεν πρέπει να τσιγαρίσεις τα κρεμμύδια, γιατί το φαγητό θα γίνει βαρύ και ότι μια καυτερή κόκκινη πιπεριά είναι των εκ των ων ουκ άνευ, εκεί κάνει κι ένα κοινωνιολογικό σχόλιο όπως: «Οι δυστυχείς Νεοέλληνες άλλαξαν (όχι μόνο τα είδη διατροφής) αλλά και τον τρόπο όπου έτρωγαν. Μέσα σε εκατό χρόνια οι συμπατριώτες μου εξελίχθησαν από ολοζώντανα πλάσματα εις πιθήκους…».
Αποθησαυρίζει από τη «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια» του 1930 ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο: «Η εγχωρία παραγωγή φασιόλων δεν καλύπτει τας ανάγκας της καταναλώσεως, δι' ό εισάγονται εκ του εξωτερικού περί τους 15-20.000 τόννοι ετησίως.» Ούτε και ο εγχώριος βασιλιάς των οσπρίων ξέφυγε από την ελλειμματική μας παραγωγή. 80 χρόνια μετά εξακολουθούμε να εισάγουμε πολύ περισσότερα απ' όσα παράγουμε.
Η κρίση κατά τον Πετρόπουλο το 1990: «Η χώρα μας μαστίζεται από μια πολιτιστική κρίση. Η χώρα μπαίνει τώρα στην χειρότερη φάση αυτής της κρίσης. Ο λαός (που δεν είναι διόλου αγνός και αθώος) ευθύνεται εν μέρει για την κρίση. Το μεγαλύτερο ποσοστό της ευθύνης το έχει και το κατέχει το Κράτος, όπως εκφράζεται από τους σάπιους πολιτικάντηδες. Εδώ και σαράντα χρόνια η Ελλάδα κατευθύνεται από βάρβαρους πρωθυπουργούς…».
Για να τα ξεχάσει όλα αυτά τι μένει; Η φασολάδα.
«Για να ξεχάσω τα καθάρματα που διοικούν την Ελλάδα, επιστρέφω με χαρά στην φασουλάδα».
Και σε πάει μια βόλτα σε ό, τι θεωρεί αυθεντικά ελληνικό. Από τον «ελληνικό τρόπο» του Νίκου Καρούζου, ο οποίος «άρχιζε τη μυσταγωγία της νύχτας με μια καυτή φασουλάδα», μέχρι την ελληνική συνείδηση όπως εκφράζεται από τον Καστοριάδη, τον Φασιανό, τον Σαχτούρη και τον Ελύτη. Οι λογοτεχνικές αναφορές της φασολάδας δεν είναι διόλου αμελητέες. Από τα χασαπάκια και τους ταμπάκηδες του Γιώργου Ιωάννου, στον Ροδοκανάκη και στον Πεντζίκη. Από τον Καραγκιόζη ως τη «Βαβυλωνία», από τον Παπαδιαμάντη ως τον Καρκαβίτσα. Και ασφαλώς στην περίφημη πολίτικη της Ιορδανίδου.
Αποδομεί απολαυστικά τα ιερά τοτέμ της κλασικής ελληνίδας νοικοκυράς, Νικόλαο Τσελεμεντέ και Χρύσα Παραδείση, που ανέθρεψαν γενιές και γενιές νεοελλήνων. Η προσπάθεια τους να εκσυγχρονίσουν με εκ Γαλλίας δάνεια την ελληνική κουζίνα, εδώ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον άτεγκτο Πετρόπουλο, που συμφωνεί με όσους υποστήριζαν πως κάτι τέτοιες απόπειρες την νόθεψαν. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η προσπάθεια του Τσελεμεντέ για εκσυγχρονισμό των πιάτων μας συμπορευόταν με την προσπάθεια εξευρωπαϊσμού της χώρας . Έτσι μάθαμε τότε και την άγνωστη béchamel. Ο Τσελεμεντές, λέει ο Πετρόπουλος, διέθετε «ακατανόητο μίσος προς τη λέξην φασουλάδα», πάσχει από «ένα αθεράπευτο σύνδρομο της φαρίνας» και βάζει αλεύρι παντού και το ψιλοκομμένο κρεμμύδι «το βρίσκει χυδαίο γιατί προφανώς του βρώμαγε», κι έτσι το απέκλειε. Η Παραδείση με την περίφημη «Ελληνική μαγειρική» της αντιγράφει σε γενικές γραμμές τον Τσελεμεντέ αλλά πρόσθεσε και τις δικιές της πινελιές ισπανικής και ιταλικής κουζίνας. Τον ενοχλεί η ασάφεια, ο μιμητισμός και οι παραλείψεις τους και είναι σάμπως, μέσα από αυτούς, να καταφέρεται εναντίον όλων όσων πηγαίων αντικαταστάθηκαν προς χάριν ενός ευρωπαϊκού λούστρου. Νομίζω ότι αν μπορούσε, όταν τους μελετούσε, θα τους φώναζε: «Τι σούπα φασόλια και αηδίες. Φασουλάδα τη λένε, μαϊμούδες, ε, μαϊμούδες!»
«Η ελληνική κουζίνα υπήρξε αλλά ήταν αόρατη.» Και βέβαια δεν υπήρξε «μέσα στα ανύπαρκτα αρχοντικά της ανύπαρκτης αριστοκρατίας μας». Της αστικής τάξης, δηλαδή, που ποτέ δεν είχαμε. Κατά τον ίδιο τρόπο που και η δική του Ελλάδα υπήρξε αλλά ήταν αόρατη.
Και ποιο να ήταν άραγε το καλύτερο συνοδευτικό για τη φασολάδα; Μα το μαύρο χαβιάρι φυσικά. Ω, τι έκπληξη! Ο Πετρόπουλος διαβεβαιώνει τους αδαείς για την απρόσμενη σύζευξη: «Δεν κάνω πλάκα. Το χαβιάρι ήτο πάμφτηνο και περιφρονητέο. Στην Παλιά Σαλονίκη το τρώγανε οι χαμάληδες». Λες και κοροϊδεύει, μαρτυρώντας την ταπεινή καταγωγή του εδώδιμου εμβλήματός του, τον άκοπο και γρήγορο πλουτισμό μιας χώρας, που όφειλε να το φωνάζει κιόλας πως είχε αφήσει πολύ μακριά πίσω της τη φτώχεια του '50.
Και φυσικά δε λείπει ούτε εδώ ο σκανδαλώδης Πετρόπουλος. Φροντίζει να πληροφορήσει όσους από τους νεότερους το αγνοούν πως «Οι νεοέλληνες αποκαλούσαν την κλειτορίδα φασουλάκι». Και παραθέτει το βασικότερο αβαντάζ της φασολάδας έναντι των ανταγωνιστών της: «Ανέκαθεν αντιμετώπιζα την πορδή σαν γέλιο της κωλοτρυπίδας». Φάτε μια στεγνή κυριολεξία για να έχετε να πορεύεστε δηλαδή. Αυτό που σήμερα πιο πολύ σκανδαλίζει είναι το γεγονός ότι ένας άνθρωπος έσκυβε με πάθος και τρυφερότητα και όχι από επαγγελματική διαστροφή πάνω από αυτά που οι άλλοι περιφρονούσαν και έκρυβαν κάτω από το χαλί. Ο ίδιος έλεγε «Είμαι τρυφερός και εν ταυτώ ανηλεής». Έπρεπε να τα ταιριάξει αυτά τα δύο για αυτόν τον κόσμο, τον οποίο αναδιφούσε με την αφοσίωση μυρμηγκιού, σωρεύοντας ακατάπαυστα τα «ελάχιστα» στη φωλιά του για χρόνια. Και φεύγοντας άφησε υλικό για χίλιες ζωές ακόμα.
Στην πραγματικότητα διδάσκει το δικό του «ήθος» –το Πετροπούλειον– με μια ακλόνητη συνέπεια που διαπνέει όλο το έργο και μια έμφυτη ροπή προς την αλήθεια –πιο σταθερός από πολλούς άλλους θιασώτες του τρίπτυχου πατρίς-θρησκεία-οικογένεια.
Και εκτός από το ήθος ,το ύφος. Το ύφος του μεγάλου στυλίστα που συναρπάζει και σφραγίζει ανεξίτηλα. Το ύφος που σε κάνει, είτε μιλάς για φασολάδες, είτε για κατσαπλιάδες, μπουρδέλα, φουστανέλες, σκαμνιά να εξακριβώνεσαι αυτομάτως στη λογοτεχνική πιάτσα αλλά και να σε απολαμβάνουν ακριβώς γι' αυτό. Το ύφος που χρωματίζεται από «αυτό το αλλόκοτο είδος του αγοραίου που έχει καταπιεί βιβλιοθήκες» κατά Κωστή Παπαγιώργη. Και πλέκει εδεσματολογία, πορνογραφία, λαογραφία, ιστοριογραφία, κοινωνιολογία, ετυμολογία πάνω σε έναν καμβά. Η ενδελεχής έρευνα, που έχει αποβάλλει την ακαδημαϊκή δυσκοιλιότητα και σου δίνει το ψαχνό στο πιάτο. Εύστοχος μέχρι κεραίας και εραστής της ακριβολογίας –η κυριολεξία στα καλύτερα της. Το ύφος που καταλήγει να μην είναι τίποτε άλλο από Ποίηση.
Κρατάω για το τέλος κάτι που μου επιφύλαξε στην αρχή. Πριν προλάβω ακόμα να εγκλιματιστώ στο Πετροπούλειον σκώμμα, μου πετάει στα μούτρα μια ειρωνεία που νομίζω πως είναι όλη δικιά μου. Αναφέρεται σε ένα ανεκδοτολογικό περιστατικό με τον Πεντζίκη, με τον οποίο τον συνέδεε στε��ή φιλία από τα χρόνια της Θεσσαλονίκης. Μια μέρα που ο Πετρόπουλος του σύστησε μια νεαρή ποιήτρια, ο Πεντζίκης, αφού την ξεψάχνισε, της είπε: «αντί να γράφεις ποιήματα, θάτανε καλύτερα να μάθεις πως μαγειρεύουν φασουλάδα». Ο Πετρόπουλος πιστοποιεί τον παροιμιώδη μισογυνισμό του Πεντζίκη. Είναι η πρώτη φορά που θα διαφωνήσω κάθετα μαζί του. Γιατί εμένα αυτό δε μου μοιάζει διόλου μισογύνικο, αλλά απλά ένα τσουχτερό σχόλιο για την αδιαφιλονίκητη υπεροχή της χρηστικότητας . . .
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes