I often wonder sometimes about the zero two ending. I get hung up by the Takari ship that does not sail yet still I see more and more evidence of a relationship just falling short of getting to a romantic stage.
I follow the anime, the audio shorts, the movies, and I piece it together and still to this day I am baffled.
I don’t think I have seen Takeru go all out for anyone else except Patamon.
I have never seen him so comfortable with anyone but Hikari. They can be agents of chaos, tell wild stories, or just have this air about them that makes you think they are up to something but they really aren’t and just want you to believe that.
The way he acts around her is noticeably different than anyone else.
That being said, despite my refusal to do so I have to ask myself an all important question:
What other girl could he possibly vibe with even more than Hikari moreover fall in love with?
We’ve seen his interactions. He can smooth talk all he wants but only she can see through him and play his game. She can weather his emotions, keep him focused like how we saw in the zero two movie, and even laugh with him and making everything so much more brighter.
Now,let me ask the reverse.
What other guy could Hikari possibly vibe with even more than Takeru moreover fall in love with?
We’ve seen her voice blossom over the years. She slowly grows more assertive but still keeps her feelings locked tight. But even though she can’t say them for whatever reason, her actions show a deep bond of caring. I will say that, when it comes to her, Takeru in a way was a mentor.
He was always a bit of a jokester, and this trait of his passed on to her the more she was around him. She somehow could get on the same wavelength as him and go along while suppressing her emotions. But, she did grow more comfortable over time with that. She grew friendships with the zero two crew, but instead of Takeru being given the same treatment, that is, the same space of friendship-he is still closer to her than all the others. Heck, even her DNA digivolving partner Miyako!
So, for her to find someone more than him, I don’t think I can see it. Maybe it’s because we have not seen the spouses of the non Digidestined, but in my mind I am still not convinced they were not together in the epilogue.
But then you wonder, why would Takeru leave out that detail at the end of his nonfictionnovel-the last few minutes of the zero two epilogue?
Just why? I still can’t think of any reason aside from respecting her privacy/life since she is a teacher. But if their was something it would have to be a dam good reason.
Anyways I can hear the strong rebuttal of ‘they were never together in the epilogue. get over it. That’s why.’
And to that I say IF that’s the case, why do they always frame it otherwise? I mean, at this point, you would think they would have grown at least a little distant, but they still seem close, if not closer than ever!
So I ask you, really, what does this really say about them?
35 notes
·
View notes
Επίγονος του Χάμμετ και του Τσάντλερ, το στυλ των οποίων τον εμπνέει να συνεχίσει το είδος του hard boiled μυθιστορήματος, ο Τζαίημς Ελλρόυ είναι, εκτός από δεινός αφηγητής, ένας σκληρός ανατόμος της αμερικανικής ζωής και της πρόσφατης ιστορίας της. Και τα αφηγήματά του, όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του στα ελληνικά, Ανδρέας Αποστολίδης, είναι κάτι απροσδόκητο: «ένας δαίδαλος βίας, διαστροφής, εγκλημάτων, ψευδαισθήσεων μέσα στην καρδιά του Αμερικανικού Ονείρου».
Ο Τζαίημς Ελλρόυ, γεννημένος στο Λος Άντζελες το 1948, είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας, ίσως ο σπουδαιότερος σύγχρονος αμερικανός συγγραφέας της εποχής μας – και όχι μόνο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Και δεν είναι παράξενο που αυτή τη γνώμη έχει και ο ίδιος για τον εαυτό του. Χωρίς να τηρεί τους κανόνες της διακριτικότητας και της σεμνότητας, όπως τους ξέρουμε για την πλειονότητα των λογοτεχνών, δεν διστάζει να δηλώνει εδώ κι εκεί τη σπουδαιότητά του. Έχει πει, λ.χ. στους New York Times: «Είμαι ένας μάστορας του μυθιστορήματος. Είμαι ο μεγαλύτερος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων που έχει υπάρξει ποτέ. Είμαι για το αστυνομικό μυθιστό��ημα ό,τι ο Τολστόι για το ρωσικό μυθιστόρημα και ό,τι ο Μπετόβεν για τη μουσική».
Ξεκίνησε τη συγγραφική του σταδιοδρομία με το μυθιστόρημα Ρέκβιεμ για τον Μπράουν (1981). Έγραψε μετά το Clandestine (1982) και το Οι δρόμοι του δολοφόνου (1986). Και στα τρία είναι εμφανείς οι επιρροές που άσκησαν πάνω του οι μεγάλοι αμερικανοί συγγραφείς του σκληρού αφηγήματος, του hard-boiled, κυρίως ο Ντάσιελ Χάμμετ και ο Ραίημοντ Τσάντλερ, οι οποίοι, κατά κάποιον τρόπο, είχαν επιχειρήσει τη λογοτεχνική ανατομία της εποχής τους, μιλώντας για την ποτοαπαγόρευση, την ανάπτυξη των συμμοριών στις μεγαλουπόλεις και τη διαφθορά των αστυνομικών. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως επηρεάστηκε και από τα αμερικανικά φιλμ νουάρ, των οποίων υπήρξε φανατικός θαυμαστής. Ακολούθησαν κι άλλα μυθιστορήματα, γραμμένα στο ίδιο γνώριμο στυλ, που δεν έφεραν τίποτα το νεωτερικό στην αστυνομική λογοτεχνία. Ήταν τα τρία ακόμα μυθιστορήματα με ήρωα τον αστυνομικό Λόυντ Χόπκινς (Αίμα στο φεγγάρι, Νυχτερινός ταξιδιώτης, Ο λόφος των αυτοκτονιών).
Κάποια στιγμή, αποφάσισε να απογαλακτιστεί από τους πρωτοπόρους του είδους και να χαράξει τη δική του πορεία. Το πρώτο μυθιστόρημα με την προσωπική του σφραγίδα, γραμμένο δηλαδή με εντελώς δικό του αφηγηματικό στυλ, Η Μαύρη Ντάλια, βασίστηκε σ’ ένα πραγματικό γεγονός και εκδόθηκε στην Αμερική το 1987. Σε αυτό, ο Ελλρόυ αφηγείται την έρευνα για τη δολοφονία (τον Ιανουάριο του 1947) μιας όμορφης 23χρονης, της Ελίζαμπεθ (Μπέττυ) Σορτ. Η κοπέλα, γνωστή στον κόσμο της νύχτας ως «Μαύρη Ντάλια», επειδή ντυνόταν με μαύρα ρούχα, βρέθηκε γυμνή και τεμαχισμένη σε μια αλάνα του Λος Άντζελες κι η δολοφονία προκάλεσε ένα από τα μεγαλύτερα ανθρωποκυνηγητά στην ιστορία της Καλιφόρνιας. Η αστυνομία δεν κατάφερε να εξιχνιάσει το έγκλημα και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Ο Ελλρόυ έγραψε το μυθιστόρημα με ιδιαίτερο τρόπο, δίνοντάς του ένα στυλ ντοκιμαντέρ – το έκανε δηλαδή να μη μοιάζει με μυθιστορηματική αφήγηση αλλά με προϊόν έρευνας. Ήδη, το 1946, ο Ραίημοντ Τσάντλερ είχε γράψει το σενάριο της ταινίας Μαύρη Ντάλια που γυρίστηκε από τον Τζορτζ Μάρσαλ με πρωταγωνιστές τον Άλαν Λαντ και τα Βερόνικα Λέικ (Μαύρη Ντάλια ήταν το όνομα ενός μπαρ). Βεβαίως, ο Ελλρόυ παραπέμπει και σε μια προσωπική πτυχή της ζωής του, αφού και η δική του μητέρα είχε βρεθεί δολοφονημένη με άγριο τρόπο, όταν εκείνος ήταν δέκα χρονών.
Η Μαύρη Ντάλια, λοιπόν, ήταν κατ’ αρχήν ένας φόρος τιμής στον Τσάντλερ αλλά, ταυτόχρονα, και ο μεγάλος αποχαιρετισμός του Ελλρόυ προς τον μέντορά του, για τον οποίο έγραψε αργότερα πως του οφείλει πολλά. Τον αντέγραψε, δήλωσε, κάτι όμως που έκαναν συστηματικά και άλλοι συγγραφείς. Με τη Μαύρη Ντάλια και τα άλλα τρία έργα της Τετραλογίας του Λος Άντζελες (Το Μεγάλο Πουθενά, Λος Άντζελες Εμπιστευτικό, Λευκή Τζαζ), η πορεία του αμερικανικού σκληρού αφηγήματος άλλαξε. Ο Χάμμετ, ο Τσάντλερ και οι επίγονοί τους μπήκαν στο χρονοντούλαπο της αστυνομικής λογοτεχνίας, για να λάμψει θριαμβευτικά το άστρο του Ελλρόυ.
Στο κείμενό του, που δημοσιεύτηκε ως επίμετρο στο μυθιστόρημα Λευκή τζαζ (εκδόσεις Άγρα, 1999), ο Ανδρέας Αποστολίδης σημειώνει πως η Τετραλογία του Λος Άντζελες «είναι ό,τι πιο ουσιαστικό έχει να επιδείξει η αστυνομική λογοτεχνία τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες: ένας δαίδαλος βίας, διαστροφής, εγκλημάτων, ψευδαισθήσεων μέσα στην καρδιά του Αμερικανικού Ονείρου».
Στο Μεγάλο Πουθενά, ο Ελλρόυ, ο συντηρητικός Ελλρόυ – έχει κατηγορηθεί για ακροδεξιές απόψεις (μεταξύ άλλων, έχει εκφραστεί υπέρ της οπλοκατοχής), μολονότι έχει δηλώσει πως απεχθάνεται τα μέλη της οικογένειας Μπους και έχει ψηφίσει τον Μπαράκ Ομπάμα– μιλάει για την περίοδο του μακαρθισμού στις ΗΠΑ. Ήταν μια μαύρη περίοδος στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία, όταν ήταν εν πλήρει αναπτύξει το κυνήγι των μαγισσών στο χώρο της τέχνης, ιδίως του κινηματογράφου, «μια επιχείρηση εξαγνισμού του Χόλυγουντ από τους αριστερούς», σύμφωνα με την κωδικοποίηση του Αποστολίδη.
L.A., ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΝ
Σε γενικές γραμμές, ο Ελλρόυ γράφει αφηγήματα διαποτισμένα από τη ζωή, την ιστορία και τους ανθρώπους του Λος Άντζελες. Η ενασχόλησή του με τον υπόκοσμο της γενέτειράς του –τον γνώρισε καλά όταν ερευνούσε τη δολοφονία της μητέρας του–, μα και γενικότερα των ΗΠΑ, τον ώθησε να ασχοληθεί ιδιαιτέρως με αυτόν. Έτσι έγραψε το Εγκλήματα κατά συρροήν (Άγρα, 2001), όπου μπαίνει στη σκοτεινή πλευρά της πόλης για να συνθέσει την τοπογραφία της. Αστυνομικά αρχεία, ναρκωτικά, σκανδαλοθηρικά περιοδικά, ο κόσμος του κινηματογράφου και της σόου μπίζνες του Χόλυγουντ περιγράφονται με ενάργεια, σκληρότητα, αλλά κυρίως με αληθοφάνεια, καθώς μεταξύ άλλων στις πλοκές του εμπλέκει ονόματα διάσημων ηθοποιών και παραγωγών, περιγράφοντας και τις εκκεντρικότητές τους (πολλές από τις οποίες άπτονται του σεξ)..
Αργότερα, το επιτυχές λογοτεχνικό πείραμα συνεχίστηκε με μια άλλη σειρά, την Τριλογία του αμερικανικού υποκόσμου (AmericanTabloid, Αμερικανικό ταξίδι θανάτου, Το αίμα δεν σταματάει ποτέ). Σε αυτήν, ο Ελλρόυ προσπαθεί να μιλήσει για πιο πρόσφατα γεγονότα που σημειώθηκαν τη δεκαετία του 1960, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, σημάδεψαν τη σύγχρονη αμερικανική ιστορία και χαράχτηκαν στη συλλογική μνήμη με ανεξίτηλα χρώματα, καθώς αυτή την περίοδο έγιναν τρεις πολιτικές δολοφονίες. Στέκεται ιδιαίτερα στη δολοφονία του προέδρου Τζων Κέννεντυ τον Νοέμβριο του 1963 και αφηγείται γεγονότα από τα παρασκήνια της πολιτικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής ζωής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πολιτική του Κέννεντυ, η αποτυχημένη απόβαση στον Kόλπο των Χοίρων της Κούβας, η CIA, το FBI και ο αρχηγός του Έντγκαρ Χούβερ, η μαφία, οι κουβανοί εξόριστοι και διάφορα ανεξέλεγκτα στοιχεία του υποκόσμου που συνωμοτούν, μπαινοβγαίνουν στη σκηνή.
Στο Αμερικανικό ταμπλόιντ (και στη συνέχεια στο Αμερικανικό ταξίδι θανάτου),ο Ελλρόυεπιχειρεί τη λογοτεχνική ανάπλαση της δολοφονίας, χωρίς ωστόσο να τον ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες γύρω από αυτή. Θέλοντας να εισαγάγει τον αναγνώστη στο θέμα που πραγματεύεται, παραθέτει έναν πρόλογο και αναφερόμενος στο αμερικανικό όνειρο, δεν μασάει τα λόγια του:
Η πραγματική Αγία Τριάδα της ειδυλλιακής ευτυχίας ήταν Ωραίος, Επιτυχημένος, Γαμιάς. Ο Τζων ή Τζακ Κέννεντυ ήταν το μυθολογικό πρόσωπο-βιτρίνα μιας ιδιαίτερα χυμώδους περιόδους της ιστορίας μας. Τον Τζακ τον καθάρισαν την τέλεια στιγμ�� για να εξασφαλιστεί η αγιοποίησή του. Τα ψέματα συνεχίζουν να στροβιλίζονται γύρω από την αιώνια φλόγα του. […] Ήταν κακοποιοί μπάτσοι και εκβιαστές ολκής. […] Είναι καιρός να απομυθοποιήσουμε μια εποχή και να στήσουμε έναν άλλο μύθο, από τον οχετό στ’ αστέρια…
Η γνωστή σκηνή της δολοφονίας στους δρόμους του Ντάλας, η αποτυπωμένη από την κινηματογραφική κάμερα, δεν περιγράφεται στο μυθιστόρημα και δεν μνημονεύεται ούτε μια φορά το όνομα του Όσβαλντ, του καταδικασθέντος ως δολοφόνου. Ο Ελλρόυ μιλάει για τη συνωμοσία και τους ανθρώπους που κρύβονταν πίσω της, προχωρεί όμως πιο μπροστά, φτάνοντας στο κρίσιμο, το ιστορικά σημαντικό, το παρεξηγημένο, μα τόσο πολύ ενδιαφέρον 1968, χρονιά κατά την οποία στις ΗΠΑ έγιναν δύο ακόμα πολιτικές δολοφονίες, εκείνη του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον Απρίλιο και η άλλη, του γερουσιαστή Ρόμπερτ Κέννεντυ, αδελφού του δολοφονηθέντος προέδρου και υποψήφιου για την προεδρία της χώρας, τον Ιούνιο.
Στο τρίτο μέρος, Το αίμα δεν σταματάει ποτέ, ο Ελρόι πραγματεύεται την εποχή των κοινωνικών και πολιτικών αναστατώσεων της περιόδου 1968-1972, μετά τις δολοφονίες των Κένεντυ και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων, τους Μαύρους Πάνθηρες και τις άλλες οργανώσεις, τα παιδιά των λουλουδιών, την αντικομμουνιστική υστερία, τα πολιτικά παιγνίδια με την Κούβα του Κάστρο, την άνοδο του Ρίτσαρντ Νίξον στην εξουσία και τη δρομολόγηση του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ.
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ
Το μυθιστόρημα Tα σκοτάδια μου (πρωτότυπος τίτλος Mydarkplaces), δεν μοιάζει με κανένα από τα γνωστά του αστυνομικά έργα και δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας. Θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει «nonfictionnovel», όπως ήταν το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε, ή «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», όπως χαρακτήριζε το Ζ του ο Βασίλης Βασιλικός. Στις λεπτομέρειες και τη ρεαλιστική περιγραφή των γεγονότων, ωστόσο, η διαφορά με τα έργα που αναφέρθηκαν μόλις, έγκειται στο ότι ο Ελλρόυ είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Ως μότο έχει στον πρόλογο τις φράσεις: «Ο θάνατός σου καθόρισε τη ζωή μου. Θέλω να βρω την αγάπη που δεν είχαμε ποτέ και να την εξηγήσω για χάρη σου». Το βιβλίο, προφανώς, έχει θέμα τη μητέρα του. Είναι απολύτως αυτοβιογραφικό και πραγματεύεται την ιστορία της δολοφονίας της. Γι’ αυτήν έχει κάνει κι αλλού αναφορές, αλλά εδώ πραγματεύεται το έγκλημα με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, εκθέτει δηλαδή στο αναγνωστικό κοινό το προσωπικό του τραύμα.
Διότι ο Ελλρόυ ζει με το φάντασμα της μητέρας του, η οποία όταν είχε περάσει τα 40 της, βρέθηκε νεκρή, πεταμένη στο δρόμο, στις 22 Ιουνίου 1958. Τότε ο Τζαίημς ήταν δέκα χρονών κι η μνήμη του έχει συγκρατήσει τις λεπτομέρειες του φρικτού εγκλήματος που σημάδεψε τη ζωή του. Το πένθος για την απώλειά της –οι γονείς του ήταν χωρισμένοι, εκείνη νοσοκόμα, ο πατέρας του λογιστής–, τον ώθησε στην παρανομία: έκλεβε, έκανε διαρρήξεις σε σπίτια, έπαιρνε μάτι γυναίκες που γδύνονταν, δοκίμασε μαριχουάνα ώσπου να καταλήξει στη φυλακή.
Αργότερα, όμως, το πένθος μετεξελίχθηκε σε δημιουργικό οίστρο και τον έκανε συγγραφέα προκλητικών και ταυτόχρονα αξιανάγνωστων αστυνομικών μυθιστορημάτων. Πάντως, προτού ασχοληθεί με τη συγγραφή, διάβαζε παιδικές αστυνομικές ιστορίες και στη συνέχεια τα βιβλία του Μίκυ Σπιλέιν, μυθιστορήματα με πυροβολισμούς, σεξ και αντικομμουνιστική δράση. Το έγκλημα τον συνάρπαζε και τον τρόμαζε, το μυαλό του ρουφούσε σαν στυπόχαρτο τις αστυνομικές ειδήσεις. Και κατόπιν, γοητεύτηκε από τα βιβλία του Ντάσιελ Χάμμετ και του Ραίημοντ Τσάντλερ.
Το γεγονός ότι η μητέρα του ζούσε έκλυτη ζωή, καλούσε στο κρεβάτι της άγνωστους άντρες και ήταν αλκοολική, άρα δεν πληρούσε τα προσόντα για να τον μεγαλώσει, δεν τον απέτρεψαν από το να αναζητήσει μετά μανίας τον δράστη. Έτσι, στα Σκοτάδια μου, ο συγγραφέας αφηγείται το δικό του κυνήγι του δολοφόνου. Μαζί με έναν φιλόπονο ντετέκτιβ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών του Λος Άντζελες, τον Μπιλ Στόουνερ, ξεκίνησε να βρει τον άγνωστο δράστη. Ωστόσο, αυτό το βιβλίο-χρονικό δεν είναι μόνο η εξομολόγηση ενός συγγραφέα με τραυματικά παιδικά χρόνια. Είναι η διαδρομή του συγγραφέα από την εφηβεία στην ωρίμανση.
Η καινούργια τετραλογία, η Δεύτερη του Λος Άντζελες, έχει πολλούς χαρακτήρες, πραγματικούς και φανταστικούς, από την Πρώτη και από άλλα βιβλία του Ελλρόυ. Αυτοί οι ήρωες είναι σε νεαρότερη ηλικία από εκείνη που τους γνωρίσαμε. Στο πρώτο μυθιστόρημα της Τετραλογίας, τοPerfidia, εμφανίζονται μεταξύ άλλων οι φανταστικοί χαρακτήρες Σολ Λέσνικ, Τέρνερ Μικς, Σκότι Μπένετ, Μπάκι Μπλάιχερτ, Λι Μπλάνσαρντ, Γουίλιαμ Πάρκερ, Ντάντλεϊ Σμιθ, Ελίζαμπεθ Σορτ και οι πραγματικοί Τζακ (Τζων) Κέννεντυ, μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ, ο πατέρας του Τζόζεφ Κέννεντυ, η ηθοποιός Τζόαν Κρώφορντ, ο μαέστρος Λέοναρντ Μπερνστάιν, η επίσης ηθοποιός Μπέτυ Ντέηβις, ο συνθέτης Σεργκέι Ραχμάνινωφ, η Ελεονόρα Ρούσβελτ, σύζυγος του αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ, η ηθοποιός Γκλόρια Σουάνσον, ο Ένγκαρ Χούβερ, αρχηγός του FBI, αλλά και η Ελίζαμπεθ Σορτ, η ηρωίδα της Μαύρης Ντάλιας. Σύμφωνα τον Ανδρέα Αποστολίδη, αυτή η Τετραλογία θα μπορούσε να ονομάζεται και «Μεγάλο Φλας Μπακ», αφού ο μυθιστορηματικός κόσμος του Ελλρόυ όχι μόνο προεκτείνεται, αλλά απλώνεται προς τα πίσω.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ, ΛΟΞΑ
Στην ουσία, οι τρεις σειρές μυθιστορημάτων που εκτείνονται σε μια περίοδο τριάντα ενός χρόνων (1941-1972) αποτελούν μιαν ενιαία μυθιστορηματική ιστορία, στην οποία ο Τζαίημς Ελλρόυ ξαναγράφει με τον δικό του τρόπο σημαντικά ιστορικά γεγονότα που αφορούν τις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΣτοPerfidia πρωταγωνιστούν τέσσερις άντρες και μια γυναίκα. Ο Γουίλλιαμ Πάρκερ είναι αξιωματικός της αστυνομίας του Λος Άντζελες, περιστοιχίζεται από τον αρχιφύλακα Ντάντλεϊ Σμιθ και τον Ιάπωνα Χιντέο Ασίντα. Η γυναίκα είναι η εικοσάχρονη Κέι Λέικ, πληροφοριοδότρια της αστυνομίας (καταδίδει κομμουνιστές). Όλα αρχίζουν στις 6 Δεκεμβρίου 1941, με μια ένοπλη ληστεία σ’ ένα ντράγκστορ κι ένα μακελειό: μια οικογένεια Γιαπωνέζοι, πατέρας, μητέρα, κόρη και γιος, βρίσκονται σφαγιασμένοι στο σπίτι τους. Την επομένη, την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου, ιαπωνικά σμήνη βομβαρδίζουν τη Χαβάη, η ναυτική βάση του Περλ Χάρμπορ δέχεται επίθεση. Ο πρόεδρος Ρούσβελτ κηρύσσει τον πόλεμο στον Άξονα Γερμανίας - Ιαπωνίας - Ιταλίας.
Ο Ελλρόυ αποκαλύπτει τις συνωμοσίες στον κρατικό μηχανισμό για την απόκτηση χρήματος και τη νομή της εξουσίας με πρόσχημα τον αγώνα υπέρ της πατρίδας, κατά των Γιαπωνέζων και του κομμουνισμού.Μιλάει για τη χώρα του, χωρίς να μασάει τα λόγια του, αφηγούμενος ιστορίες που δένονται αριστουργηματικά με την Ιστορία.
Στο λογοτεχνικό σύμπαν του Ελλρόυ δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, οι ήρωες είναι πότε καλοί και πότε κακοί, έχουν αδυναμίες και πάθη, αγαπούν το σεξ, το χρήμα, την εξουσία. Επομένως, ο αναγνώστης που κατά κανόνα προσπαθήσει να ταυτιστεί με κάποιον από αυτούς τους ήρωες θα δυσκολευτεί. Είναι αξιοσημείωτο το ότι, αφή��οντας πίσω του τον Χάμμετ και τον Τσάντλερ, προχωρώντας πάνω στον δικό του δρόμο, ο Ελλρόυ απαξίωσε τους ιδιωτικούς ντετέκτιβ, τους οποίους εκείνοι είχαν δημιουργήσει και μυθοποιήσει, δίνοντας προτεραιότητα στη δράση των αστυνομικών, εκείνων δηλαδή που εξ επαγγέλματος είναι υποχρεωμένοι να κάνουν έρευνες και να καταδιώκουν τους εγκληματίες.
Ο Ελλρόυ ξέρει να μιλάει ξεκάθαρα για το κοινό έγκλημα, ειδικά εκείνο που ξεφεύγει από τον μικρόκοσμο των παραβατών του νόμου και εμπλέκεται άμεσα με την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε μια συνέντευξή του στον Γρηγόρη Μπέκο (Το Βήμα, 13 Σεπτεμβρίου 2015), υποστήριξε πως το «έγκλημα» είναι η «δουλειά» του, «δουλειά» των αμερικανών συγγραφέων.
Το κάναμε πρώτοι και εξακολουθούμε να το κάνουμε καλύτερα απ’ όλους. Οι ΗΠΑ παραμένουν ο μεγαλύτερος πολιτιστικός εξαγωγέας του πλανήτη. Ακόμη και οι Γάλλοι είναι ξετρελαμένοι μαζί μας.
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
4 notes
·
View notes