Ανοίγει βιαστικά την πόρτα και μέσα στο σπιτι μπαινει. Τι δύσκολη μέρα κι αυτή, σκέφτεται. Μ’εναν αναστεναγμό πνιγει τον πόνο της και την πόρτα κλείνει. Ψάχνει τα κλειδιά να κλειδώσει ενώ στο χέρι της τα κρατά. Αυτο ήταν. Παγιδεύει τον εαυτό της και παλι εδώ μέσα. Προσπερνά γρήγορα τους τοίχους της απελπισίας της για να οδηγηθεί στο δωμάτιο. Σ’ ένα δωμάτιο που τόσο απεχθάνεται. Το βλέμμα της καρφώνεται στους τοίχους, και ξάφνου σπάει η καρδιά της απ’ τις αναμνήσεις. Κάθε τοίχος και μια μαχαιριά. Στον έναν παλιές φωτογραφίες. Από φίλους· φιλους; Το μυαλό της καίγεται και με ορμή τις τραβάει από τον τοίχο. Τις πετάει κάτω και τις σχίζει, φωνάζει για να φύγουν από μέσα της, δεν θέλει να θυμάται. Έπειτα κοιτάει το πάτωμα. Αίμα είναι αυτο; Αναμνήσεις γεννιούνται παλι. Θυμήθηκε. Κοιτάει στα γρήγορα τα χέρια της. Θυμήθηκε. Σηκώνει το κεφάλι ξανά, αυτο ήταν.