[Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων- Μα που γύριζες]
~ Η Μαρίνα των Βράχων, Ο. Ελύτης
306 notes
·
View notes
88 notes
·
View notes
Και η ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.
- Οδυσσέας Ελύτης
100 notes
·
View notes
Είναι φορές που σκέφτομαι
πως οποίος πρόλαβε να πει
«έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη»
πρόλαβε.
Δε λέγονται τη σήμερον αυτά τα λόγια.
Κι άλλες φορές ανακαλώ
και λέω πως ίσως πρέπει
να βρεθεί απλά, κάποιος να ξανά πει
«έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη».
Οδ. Ελύτης
22 notes
·
View notes
Η ηλικία της γλαυκής θύμησης
Η θητεία τοῦ καλοκαιριοῦ
Στὰ πεῦκα καὶ στὰ κύματα
Μὲ γυμνές ὧρες
Ποὺ κρατᾶν στὰ δάχτυλα τὴν ὕπαρξη
Κυματιστή
Ξεφυλλισμένη
Ἐλεύθερη
Σὰν φῶς
Ὤ! λυγισμένη εὐωδιά
Ἀγαθό μονοπάτι
Ὀδυσσέας Ἐλύτης
«Προσανατολισμοί»
35 notes
·
View notes
"Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε"
Οδυσσέας Ελύτης
470 notes
·
View notes
Untitled (collage, 1979) by Odysseus Elytis (1911-1996)
18 notes
·
View notes
🖤
66 notes
·
View notes
Marina of the Rocks // Odysseas Elytis
You have a taste of tempest on your lips—But where did you wander
All day long in the hard reverie of stone and sea?
An eagle-bearing wind stripped the hills
Stripped your longing to the bone
And the pupils of your eyes received the message of chimera
Spotting memory with foam!
Where is the familiar slope of short September
On the red earth where you played, looking down
At the broad rows of the other girls
The corners where your friends left armfuls of rosemary.
But where did you wander
All night long in the hard reverie of stone and sea?
I told you to count in the naked water its luminous days
On your back to rejoice in the dawn of things
Or again to wander on yellow plains
With a clover of light on you breast, iambic heroine.
You have a taste of tempest on your lips
And a dress red as blood
Deep in the gold of summer
And the perfume of hyacinths—But where did you wander
Descending toward the shores, the pebbled bays?
There was cold salty seaweed there
But deeper a human feeling that bled
And you opened your arms in astonishment naming it
Climbing lightly to the clearness of the depths
Where your own starfish shone.
Listen. Speech is the prudence of the aged
And time is a passionate sculptor of men
And the sun stands over it, a beast of hope
And you, closer to it, embrace a love
With a bitter taste of tempest on your lips.
It is not for you, blue to the bone, to think of another summer,
For the rivers to change their bed
And take you back to their mother
For you to kiss other cherry trees
Or ride on the northwest wind.
Propped on the rocks, without yesterday or tomorrow,
Facing the dangers of the rocks with a hurricane hairstyle
You will say farewell to the riddle that is yours.
7 notes
·
View notes
Στροφή της κεφαλής αριστερά: όλα είναι σκατά. Στροφή της κεφαλής δεξιά: όλα είναι σκατά.
Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη “Η πρωινή γυμναστική”, 1978
6 notes
·
View notes
«Tης αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη * νοτιά
* των ανθρώπων
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Στ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν
Mε μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε
Aμαρτία μου νά ’χα * κι εγώ
* μιαν αγάπη
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Tον Iούλιο κάποτε * μισανοίξανε
Tα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου
Tην παρθένα ζωή μια * στιγμή
* να φωτίσουν
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Kι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου
Tων αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας
“O που σ’ είδε, στο αίμα * να ζει
* και στην πέτρα”
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Tης πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα
Mες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα * με φως
* ξεπληρώνω
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο»
Οδυσσέας Ελύτης
5 notes
·
View notes
35 notes
·
View notes
Alfred R. Mitchell (1888-1972) The Garden Porch
Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Οδυσσέας Ελύτης, Η Τρελή Ροδιά
In these all-white courtyards where the south wind blows
Whistling through vaulted arcades, tell me, is it the mad pomegranate tree
That leaps in the light, scattering its fruitful laughter
With windy wilfulness and whispering, tell me, is it the mad
pomegranate tree
That quivers with foliage newly born at dawn
Raising high its colours in a shiver of triumph?
Odysseas Elytis, The Mad Pomegranate Tree
( Translated by: Edmund Keeley and Philip Sherrard )
5 notes
·
View notes
1 note
·
View note
ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ: Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ
Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση:
0 notes
«Πρωτ’ αγαπούσα στο Χωριό, τώρα αγαπώ στο Κάστρο και μες στη Λότζια θα σφαχτώ που βασιλεύει τ’ άστρο». Αυτό είναι το δίστιχο του Ελύτη που περιγράφει σχεδόν ολόκληρο το σύμπαν της Σικίνου.
Η Σίκινος, αυτό το μικρό και άγνωστο στους περισσότερους νησάκι, βρίσκεται κοντά στην Ίο και τη Φολέγανδρο στο νότιο τμήμα των Κυκλάδων.To νησί που λάτρεψε και ύμνησε ο Οδυσσέας Ελύτης έχει μόλις 300 κατοίκους.Σύμφωνα με την μυθολογία, πήρε το όνομά της από τον Σίκινο, γιο του βασιλιά της Λήμνου. Λέγεται πως οι γυναίκες της Λήμνου θέλησαν να εκδικηθούν τους άντρες τους και έσφαξαν όλον τον αντρικό πληθυσμό του νησιού. Σώθηκε μόνο ο βασιλιάς Θόας, γιατί η κόρη του Υψιπύλη τον έκλεισε σε ένα κιβώτιο και τον έριξε στην θάλασσα. Τα ρεύματα τον έφεραν στις ακτές της Σικίνου, που τότε ονομαζόταν Οινόη. Εκεί παντρεύτηκε μια τοπική Νύμφη και μαζί απέκτησαν τον Σίκινο, απ’ όπου και πήρε το όνομά του το νησί.
2 notes
·
View notes