Tumgik
adverbzine · 2 years
Text
Κάμπο
Tumblr media
κείμενο από τ@ Α, οκέυ
Η επιστροφή από τη Γαλάνη στην Ξάνθη διαρκεί περίπου είκοσι λεπτά με το μέσο αυτοκίνητο, εκτός κι αν είναι Κυριακή. Τότε ο κόσμος αρέσκεται να στήνει σκηνές, ψησταριές κι ομπρέλες στις όχθες του Νέστου, που από τον Απρίλη ζωντανεύει. Μετά την τσίκνα οι μισοί επισκέπτες πιάνουν να μαζεύουν τα σκουπίδια τους και τα παιδιά αγκαλιάζουν τις μανάδες κουρασμένα και ζητάνε να γυρίσουν σπίτι. Μετά τη δουλειά, αν φυσάει ζεστά, αν είμαι κάπως, πίνω κι εγώ εκεί μια μπύρα, όταν βραδιάζει. 
Σήμερα δεν είναι όμως μια απλή Κυριακή, είναι Ανάσταση σήμερα και κάπως το είχα ξεχάσει. Δούλευα πάλι όλη μέρα, κι αφού λαγοκοιμήθηκα με διακοπές το απόγευμα, η μέρα φάνηκε καινούρια κι ανώνυμη. Όλος ο δρόμος, πεντακόσια μέτρα πριν την παραλία, είναι γεμάτος παρκαρισμένα αυτοκίνητα στη σκιά των πλατανιών, που αυτή την ώρα είναι άχρηστη. Φτάνω, βλέπω το ποτάμι, βλέπω και τ’ αμάξια ακόμα εκεί κι έπειτα κάνω αναστροφή και γκαζώνω το γκολφάκι. Σε είκοσι λεπτά θα είμαι πίσω. 
Αμέσως έξω από τους Τοξότες, ο επισκέπτης οδηγεί σε ένα στενό δρόμο, παράλληλο με την κοίτη του ποταμού από τη μία και τις ράγες του τραίνου από την άλλη. Σε κάποιο σημείο, ο δρόμος κάνει ένα ανεβοκατέβασμα πάνω σε μία μικρή στροφή, που ακολουθεί πιστά το δόγμα του να αντιγράφει με άσφαλτο κάθε κούρμπα και μαίανδρο του Νέστου. Είναι αδύνατον να δεις εκεί αν κάποιος έρχεται από απέναντι, ή αν κάποιος έχει σταματήσει  στην άκρη του δρόμου να δροσιστεί, οπότε κόβεις ταχύτητα. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, πετυχαίνω τον αγρότη με το μονοκάμπινο ασημί Κάμπο σταματημένο και το καπό σηκωμένο. Δίπλα στο Κάμπο και τον αγρότη βηματίζει η γυναίκα του και δύο στρουμπουλοί μπόμπιρες με κοντά παντελονάκια καυγαδίζουν, με ένα κόκκινο πλαστικό φορτηγάκι σπασμένο ανάμεσά τους. 
Ο αγρότης μου κάνει νόημα με τον φακό να σταματήσω. Αν κι ακόμη δεν έχει σκοτεινιάσει για τα καλά, τον χρειάζεται για να βλέπει μέσα στη μηχανή του αυτοκινήτου. Παρκάρω ανάμεσα στο Κάμπο και το πλαστικό φορτηγάκι, βγαίνω και χαιρετάω. Ρωτάω τι έγινε, δεν γνωρίζει. Αβαρία, ξέρω ‘γω; Στηρίζομαι στο σηκωμένο καπό και σκύβω να κοιτάξω τη μηχανή. Όσο θυμάμαι τον μπαμπά μου, έλεγε ότι το αμάξι πρέπει να το ακούς για να σου πει τι πρόβλημα έχει, να ντιστριμπιτέρ, να κρεμαγιέρα, να κι αμπραγιάζ. Ζητάω απ’ τον αγρότη να δοκιμάσει να γυρίσει τη μίζα για ν’ ακούσω τι ήχο κάνει όταν παίρνει μπρος. Μου λέει ότι δεν παίρνει, μα επιμένω, έτσι χώνεται στη θέση του οδηγού. Τα πιτσιρίκια παίρνουν θέση πίσω σαν να πρόκειται να φύγουν, ενώ η γυναίκα του μαζεύει τα κομμάτια του παιχνιδιού που έσπασε.
Δεν είμαι μηχανικός, αλλά ο μπαμπάς μου είχε συνεργείο και μεγάλωσα για λίγο μέσα στ’ αμάξια. Προσπάθησε βέβαια, μου έδειξε δέκα πράγματα, κι είχα πιάσει τα πέντε μέχρι τη μέρα που τα ‘σπασε με τη μάνα μου κι από τότε τον βλέπουμε μια φορά τον χρόνο όταν γυρνάει από Γερμανία. Η μάνα μου με μεγάλωσε ήσυχα, χωρίς να ζητάει πολλά από μένα, χώρια απ’ το να μην πειράζω άνθρωπο. Μου λέει καμιά φορά πως είμαι έξυπνος, τουλάχιστον πιο έξυπνος απ’ τον μπαμπά μου κι άμα είσαι λέει έξυπνος, όλα έρχονται στρωτά. Έτσι νομίζω όμως πως λένε κι οι μανάδες των χαζών.
Μ’ έστειλε πάντως να σπουδάσω έξυπνος. Δεν έμαθα πολλά περισσότερα για τ’ αυτοκίνητα. Μπήκα πανεπιστήμιο και βγήκα πανεπιστήμιο και γύρισα πίσω Ξάνθη, όπου δουλεύω κοντά σε δυο φίλους που ανοίξανε μαγαζί μ’ εξυπνάδες και δουλειές της τεχνικής. Οπότε μια ιδέα από επισκευές την έχω και κουβαλάω πάντα μαζί μου εργαλεία. 
Αρχίζω να ελέγχω τη μηχανή που χάσκει μπροστά μου. Τσεκάρω τα λάδια, σφίγγω τις πεταλούδες, πιάνω απαλά τον ιμάντα. Όλα καλά. Τι έχεις; 
- Γρου.
Ορίστε; 
Γουρλώνω τα μάτια όπως είμαι σκυμμένος πάνω απ’ τον κινητήρα. Τινάζομαι και βγάζω το κεφάλι έξω απ’ το καπό. Όλα καλά, όλα καλά. Το νερό ήταν, που γυρνάει τις πέτρες στην κοίτη και τα βράχια απέναντι, που απλώς το αντηχούνε από μπροστά μου. Ή ήταν ο αγρότης, που προσπάθησε να βάλει πάλι μπρος. Καμιά μηχανή δεν παίρνει από μόνη της και σίγουρα δεν γρυλίζει σαν άνθρωπος. Είμαι πραγματικά πολύ κουρασμένος σήμερα. Κοιτάζω τον αγρότη και κάνω έναν κύκλο στον αέρα με τον δείκτη για να βάλει πάλι μπρος. Ξαναγυρίζω στα σωθικά του αμαξιού.
Tumblr media
Το Κάμπο είναι αληθινό απαύγασμα της μηχανικής, όσο κι αν το ξεχνάει κανείς με τις καινούριες μόδες της αυτοκινητοβιομηχανίας. Είναι πέντε μέτρα μακρύ μαζί με την καρότσα, ενώ σε βλέπει στα μάτια αν έχεις ύψος ένα κι εβδομήντα. Βγήκε στους χωματόδρομους το 1991, κι από τότε έχει κηρυχτεί αληθινά διαχρονικό, αφού η παραγωγή του σταμάτησε το 2000 και παρ’ όλα αυτά, πάνω από είκοσι χρόνια μετά, είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα αγροτικά που κυκλοφορούν. Για την ακρίβεια, είναι σίγουρο πως η εικόνα του αγροτικού οχήματος που έχει στο μυαλό του ο μέσος άνθρωπος, δεν είναι άλλη παρά η εικόνα ενός Όπελ Κάμπο, σε κάποια από τις χαρακτηριστικές του αποχρώσεις. Δεν πιάνει βέβαια υψηλές ταχύτητες, κι ούτε έχει εντυπωσιακό τράβηγμα, όπως άλλα αγροτικά, όμως ο κινητήρας του είναι συμβατός με κάθε λογής πατέντα κι ανταλλακτικό και είναι θεωρητικά αθάνατος, εφ’ όσον συντηρείται σωστά. Δεν είναι το πιο δυνατό μουλάρι, μα είναι σίγουρα το πιο πεισματάρικο. Κι αυτή η αρετή είναι πιο σημαντική από κάθε άλλη, και στα μουλάρια και στ’ αυτοκίνητα.
Ο αγρότης προσπαθεί ξανά, ενώ η γυναίκα του έχει μαζέψει τα πάντα και κρέμεται από το παράθυρο του, για να του πει κάτι που εκείνος δεν θέλει και πολύ ν΄ ακούσει. Στα σωληνάκια του καρμπυρατέρ βλέπω ένα πρόχειρο μπάλωμα, μετά κι άλλο. Ο αγρότης μου κάνει νόημα και του κουνάω το κεφάλι για «ναι». Πατάει πάλι το γκάζι και γυρίζει τη μίζα δαγκώνοντας το κάτω χείλι. Το Κάμπο τρίζει.
- Γρου!
- Τι έχεις σκασμένο; Και ποιος κερατάς σ’ έκανε έτσι;
Γιατί δεν στο λένε όταν σε φτιάχνουν. Υπάρχουν ολόκληρα κόκκαλα στη ραχοκοκαλιά της χρηστικής ζωής ενός αγροτικού οχήματος για τα οποία δεν γίνεται καμία αναφορά στις εκθέσεις και στα διαφημιστικά, όπως ακριβώς υπάρχουν και τόσα χρόνια ενήλικης ζωής για τα οποία δεν μιλάμε ποτέ στις ορκωμοσίες των πανεπιστημίων. Ούτε μία ειδική νύξη δεν γίνεται για τις αμέτρητες ώρες αναμονής στο λεωφορείο και στις δημόσιες υπηρεσίες, ή για τους κρυφούς φόρους στους λογαριασμούς του νερού και την σαφή ανωτερότητα της ικανότητας της πώλησης σε σχέση με οποιαδήποτε τεχνική εξειδίκευση. Οι πραγματικοί επίσημοι, τα πρώτα τρία αφεντικά, τα πεθερικά και οι φασίστες γείτονες, δεν καλούνται να απευθύνουν χαιρετισμό, όπως ακριβώς ο μηχανικός του συνεργείου δεν καλείται να παρουσιάσει το αγροτικό που μεθαύριο θα μαστροχαλάσει. Δεν στο λέει κανείς, μα είναι η αλήθεια. Μια αλήθεια άξια να γρυλιστεί.
Εγώ είμαι το Κάμπο. Αυτή εδώ είναι η φωνή του ανθρώπου.
Είμαι ένα δίθυρο, χρήσης επαγγελματικής – αγροτικής, με έτος κατασκευής κάπου στον προηγούμενο αιώνα. Δε με λες και μοντέρνο, με το αναλογικό μου πλαίσιο, αλλά τη δουλειά μου την κάνω, διαθέτω και κοντά δυόμισι λίτρα υπομονή. Με γέννησε μια μηχανή, αφού έπαιξε κάποιος μηχανικός μαζί της, ξεφύτρωσα από λάστιχο, βύζαξα μέταλλο και μασούλησα πλαστικό, μεγάλωσα, μεγαλώνω. Κάποια στιγμή η παραγγελία με πήρε απ’ το σπίτι κι ήρθα και υπηρετώ όπως μου μάθανε αυτούς τους αγρότες.
Ήρεμοι τύποι, περίπου τίμιοι και γενικώς εργατικοί, μα λίγο άκαρδοι. Μ’ έχουν εδώ και χρόνια γεμίσει σαβούρα, να με καθαρίσουν έχουν κοντά δεκαετία, τίποτα μέσα μου δε δουλεύει καλά. Με ταΐζουν πετρέλαιο θέρμανσης χειμώνα - καλοκαίρι, καταλαβαίνεις; Δε με πειράζει η δίαιτα, ήξερα κι από πριν και κρατιόμουν, τους έφτανα πρώτα σπίτι κι ύστερα έσβηνα από τη δίψα. Μου σκουριάζει τα σωθικά όμως να ξέρω να σκαρφαλώνω το βουνό κι αυτοί να με παρατάνε εκεί δίπλα στο Νέστο και να τρων και να πίνουν τεμπέλικα, κι εγώ να είμαι μόνιμα ένα σαράβαλο παραδίπλα μεσ’ την μπίχλα. Τόση πέτρα κι ανηφόρα ξέρω να παλεύω, γιατί με πήρατε; Γι’ αυτό; 
Εμένα ρε με φτιάξανε να ανοίγω δρόμους στα βουνά για περιπέτειες, όχι να τα σιγοκαταφέρνω στην άσφαλτο με χιλιομπαλωμένο το σασί και γράσο στο στ��μα. Εμένα με φτιάξανε να περπατάω μάγκας στα χωράφια και να τα δουλεύω κάτω απ’ τον ήλιο, είμαι γαϊδούρι για το αλέτρι, όχι για το αγώι. Μουγκρίζω να δουν ότι τυραννιέμαι, λες και μιλάει κανείς τη γλώσσα μου, λες και κανείς καταλαβαίνει. Αν τύχει και δεν πάρω μπρος, μου αλλάζουν τα φώτα με τα πιο φτηνιάρικα σέρβις στα πιο πρόχειρα συνεργεία. Ξέρεις πώς πονάει το δυναμόκλειδο να σε βιδώνει στο στέρνο, ή ο σταυρός να σου σφίγγει τα πόδια κι ο γρύλος να σε σηκώνει απ’ τα αχαμνά; Μουγκρίζω, και που μουγκρίζω τι κατάλαβα; Βαρέθηκα να μουγκρίζω και να μην κουβαλάω ποτέ μου κάτι για το χωράφι. Και σήμερα; Σήμερα κουβάλησα ένα κατσίκι σφαγμένο, τρία σακιά έτοιμα κάρβουνα κι είκοσι λίτρα κρασί – σπουδαία μέρα, τι να πω.
Έτσι απόψε όταν γυρίζουμε προς τα κάτω, στον παλιό δρόμο που τυλίγει το ποτάμι, θα κάνω αυτό που πρέπει. Αντί να γλείψω το πεντάλ, θα το ρουφήξω μέσα να κολλήσει το γκάζι. Να δούμε τι θα γίνει τώρα, που η ανάσα τους θα βρωμάει και το μάτι τους θ’ ανοίγει μια σχισμή. Να δούμε τι θα απογίνουν τώρα οι στρουμπουλοί δυνάστες με τα κόκκινα μάγουλα και τις κοντές τρίχες. Στ’ αλήθεια, με κούρασε τόσο γλέντι κι ούτε λίγη καλλιέργεια. Καταλαβαίνεις;
Tumblr media
Ο ποταμός έχει φουσκώσει με κρύα κι ορμητικά νερά που φλυαρούνε καθώς τρέχουν προς τα κάτω. Πριν λίγες ώρες ήταν ακόμη χιόνια, μα τώρα ποιος τα πιάνει. Μιλάω στο Κάμπο ήρεμα, σαν να είναι παιδάκι. Του εξηγώ ότι αυτές είναι μαύρες σκέψεις και δεν ταιριάζουν σ’ ένα υπέροχο μηχάνημα σαν κι εκείνο. Χασκογελάει κι απαντά πως κάνει μόνο τις σκέψεις που μπορεί και που έχει λόγο να κάνει και καμία άλλη. 
Του λέω πως καταλαβαίνω. Δεν με πιστεύει. Αποκλείεται να καταλαβαίνω, αλλιώς θα νοιώθαμε το ίδιο. Κι έτσι προσπαθώ με τα πνευμόνια μου σφιγμένα να του το αποδείξω. Ο αγρότης δίνει άλλη μία στη μίζα κι η μηχανή ουρλιάζει, πιο τσιριχτά κι αργόσυρτα από ποτέ. Κι ανοίγονται μπροστά μου μόνο ένα κοίτα κι ένα άκου κι ένα βαρύ σαφρακιασμένο γαμώτο. Και πάνω στη μηχανή του Κάμπο που καπνίζει, κοιτάω εμένα πριν πέντε χρόνια, πριν τη μεγάλη απόφαση των τριάντα, να καπνίζω. Στα σωληνάκια του που σφυρίζουν από την πίεση του λιγοστού λαδιού, ακούω εμένα ετών δεκαπέντε, να γκαρίζω μουγκά στον τοίχο μου μην κι ακουστώ που σκούζω. Κι ένα τρέμουλο στα χέρια μου τα κάνει να κρέμονται πάλι σαν χέρια παιδιού, στραμπουληγμένα κι άτριχα, πεσμένα λίγες στιγμές αφότου δείξανε το φεγγάρι. Γαμώτο. Βλέπω ξεκάθαρα εμένα, λιγδιάρη πεταμένο στο γηροκομείο, να πίνω πετρέλαιο θέρμανσης, κουφός κι άχρηστος τη μέρα της Λαμπρής. 
Πώς γίνεται; Ε, να. Πώς να γίνεται;
Οι μπόμπιρες σφηνωμένοι μέσα στην πίσω καμπίνα μαλώνουν ακόμη μεταξύ τους για το αυτοκινητάκι, όρθιοι, πατώντας πάνω στα λαδωμένα τάπερ. Το κουβούκλιο γεμίζει από τις τσιρίδες τους κι αντηχεί από το ανοιχτό παράθυρο, όπου η γυναίκα του αγρότη του γκρινιάζει με τα μάτια της ολοστρόγγυλα. Τα νερά του ποταμού είναι μια ορχήστρα από οργισμένα βιολιά και συνοδεύουν.
Αργήσανε, κι ο αγρότης είναι ένας ανεύθυνος που δεν φτιάχνει ποτέ στην ώρα τους τα μηχανήματα που χαλάνε, και που δεν κάνει ποτέ τίποτα να ηρεμήσει τα πιτσιρίκια, και που όταν αποφασίζει ν΄ ασχοληθεί ξέρει μόνο να τους περιλάβει ή να τους κάνει δώρα, και τρώνε τόσο πολύ και δεν αθλούνται κι όλη μέρα παρακαλάνε να πάρουν το κινητό τους. Κι ο αγρότης, που ξέρει πως φταίει, ψάχνει στα μάτια μου για αντρική κατανόηση, ή κάτι τέτοιο, μα δεν τη βρίσκει, γιατί εγώ πια κοιτάω μόνο τη μηχανή του Κάμπο που περιμένει το μαστίγιο του ηλεκτρισμού. 
Κι ο αγρότης προδομένος απ’ όλα τα διαθέσιμα αρσενικά δίνει όλη τη λύσσα των δοντιών του στο γύρισμα της μίζας μέχρι το κλειδί να λυγίσει και στο πάτημα του γκαζιού ώσπου το σασί να γρατζουνίσει. Και δώσ’ του να πατάει και δώσ’ του να γυρνάει και δώσ’ του να σφίγγει τα δόντια του μεσ’ τα τσαούλια, κι η γυναίκα του να ωρύεται για τα δίκια της κι οι γιοί του να σκοτώνονται για ένα πλαστικό αυτοκίνητο κι ο κόσμος με τ’ αμάξια του μεθυσμένα να γυρνάει σπίτι από το γλέντι της Λαμπρής κι ο ποταμός να σκίζει βρυχώμενος τη γη.
Έτσι γίνεται. Έτσι ακριβώς. 
Εγώ είμαι το Κάμπο, το Κάμπο είμαι εγώ, κι οι δυο μας μαζί είμαστε κάθε άνθρωπος, τωρινός ή αγέννητος ή πεθαμένος. Είναι μία μεγάλη μακαρονάδα από καλώδια που λιώνουν και μηχανές που χαλάνε και υγρά που εξατμίζονται. Εγώ είμαι η μακαρονάδα και το καλώδιο, κι η μηχανή, κι όταν έρθει η ώρα μου, γίνομαι το λάδι που στάζει μαυρισμένο από τις τρύπες στα σωληνάκια και λεκιάζει το χώμα. Το Κάμπο ουρλιάζει και γρυλίζει, τόσο που καλύπτει κάθε άλλο ήχο, ακόμη και το ποτάμι, όσο ο αγρότης συνεχίζει να τραβάει τη μίζα και να τσαλαπατάει το γκάζι. 
- Γρου! Γρου! 
- Γρού; 
- ΓΡΟΥ! 
Αν καταλαβαίνω λέει; Πώς να μην καταλαβαίνω; Συνεννοηθήκαμε Κάμπο, κατάλαβα, γρου. Δεν μπορώ να ελέγξω πια τη φωνή μου και μιλάει από μόνη της με το Κάμπο, στη γλώσσα του πια, προσπαθώντας να τελειώσει την αιώνια κουβέντα με λαλιά μηχανής.
- Σ’ έπιασα! Γρου! Σ’ έπιασα, σε πιάνω γαμώτο!
Πέφτω με τα μούτρα πάνω στη μηχανή του Κάμπο να την αγκαλιάσω κι είναι ζεστή σαν τον κόρφο της μάνας μου. Τα σπουργίτια γυρίσανε στο Νέστο φέτος νωρίς. Σύντομα κοιμάμαι πάνω στη μηχανή κι οι φωνές ησυχάζουν. Βάζω τον αντίχειρα μου κοκκινισμένο στο στόμα μου. Στα μάγουλά μου εμφανίζονται φουσκάλες. Αν πέσω τώρα στο νερό θα σβήσω κι εκείνο θα ησυχάσει.
Μα μάνα μου, συγχώρα με, είμαι πολύ χαζός για να το κάνω.
Τ@ Α, Οκέυ είναι κειμενάκια για να την παλέψεις και σήμερα. Ανεβαίνουν από την Ξάνθη σε μία σελίδα στο Facebook κάθε(-ish) Σάββατο πρωί(-ish). Πιστεύουν πως δεν υπάρχει χρόνος.
Γράφει ο Γιώργος Μελίτος. Παίζει μουσική εδώ κι εκεί. Έχει κάνει κι ένα βιβλιαράκι.
Τις φωτογραφίες τραβάει σε φιλμ 35 χιλιοστών η Μαρία Βασιλάκη. Δίνει κατά καιρούς τα κλικ της σε zines και indie εργαστήρια κοσμημάτων. Τις υπόλοιπες μέρες εργάζεται σε αρχιτεκτονικό γραφείο.
0 notes
adverbzine · 2 years
Text
Χνούδι
Tumblr media
γράφει ο Κωστής Καστραντάς
Άκου, σήμερα το πρωί σκέφτηκα ότι μπορεί και να μην υπάρχουμε. Μπορεί όλο αυτό που το λέμε ζωή μας και ευτυχία μας να είναι ένα τίποτα. Μετά ένας σκύλος, μικρός πολύ μικρός, περνώντας βιαστικά τον δρόμο κουτούλησε στο πεζοδρόμιο. Γέλασα πολύ. Όταν έφτασα κάτω από το σπίτι σου η εικόνα του σκύλου είχε αρχίσει να σβήνει, και δεν αισθανόμουν τίποτα. Ούτε υπάρχουμε, ούτε δεν υπάρχουμε και  τέτοιες μαλακίες. Απλά ήθελα να τελειώνω με αυτό.
 Όταν σε είδα να βγαίνεις πάγωσα. Φορούσες ένα φουστάνι που θυμάμαι ότι είχα κάψει εκείνο το βράδυ μαζί με τα άλλα και την γάτα. Όμως το έβλεπα πεντακάθαρα. Μου χαμογέλασες, άνοιξες την πόρτα που δεν είχα κλειδώσει και μπήκες στο αμάξι. Μου είπες γειά σου και με φίλησες στο μάγουλο. Το χνούδι που καλύπτει το πρόσωπο σου με γαργάλησε. Μια σταγόνα σάλιου απ’ τα χείλη σου έμεινε εκεί να με τυραννάει μέχρι που στέγνωσε ή την ξέχασα γιατί σκεφτόμουν κάτι. Ήθελες να μου "μιλήσεις", γι' αυτό με πήρες τηλέφωνο. Άρχισες να λες και να λες κι εγώ κατάλαβα ότι δεν σε πρόσεχα και είχα πει ναι σε κάτι που δεν έπρεπε και όταν το μυαλό μου έφτασε ως εκεί, τα παράτησα. Σου έλεγα κι άλλα ναι και από το ύφος σου αισθανόμουν ότι αυτό ήθελες.
Ήσουν λυπημένη μάλλον, αλλά πρέπει να αισθανόσουν ωραία. Αυτοδικαίωση νομίζω λέγεται και σε κάνει χαρούμενη. Λες, λες, ξαναλές το ίδιο και κάνεις και βελτιώσεις στην διατύπωση γιατί όσο ακούς τον εαυτό σου να έχει δίκιο τόσο πιο πολύ φτιάχνεσαι, μέχρι που με κοιτάς που χαζεύω έναν περαστικό που με τη σειρά του κοιτάει κάτι στον ουρανό, ένα αεροπλάνο ή κάτι τέτοιο και κάνεις παύση. Κάτι μέσα σου λέει ότι τόση ώρα μιλάς στον εαυτό σου. Κι όμως συνεχίζεις. Είναι ωραία. Όταν σκέφτηκα κάτι να πω μάλλον ήταν αργά και είχαμε φτάσει έξω από τη δουλειά σου. Με φίλησες ξανά στο μάγουλο, ξανά  ανατρίχιασα αλλά τώρα τα χείλη σου δεν είχαν ούτε σταγόνα για μένα. Σε είδα από πίσω καθώς το φόρεμα σου [ή φουστάνι (τι είπα πριν?)] ανέμιζε μέχρι που η πόρτα σε κατάπιε και έτσι τελείωσε. 
Ήταν πρωί ακόμα και σκέφτηκα να γυρίσω σπίτι να κοιμηθώ αλλά μου φάνηκε γελοίο, όποτε έκατσα στο αμάξι. Έξω είχε ζέστη αλλά καθόμουν με τα παράθυρα κλειστά. Άρχισα να ιδρώνω. Όταν ιδρώνω δεν σκέφτομαι κυκλικά. Σκέφτομαι με γωνίες. Με γωνίες, με επίθεση, με λύσεις. Και όταν φτάνω στις αποφάσεις που με φοβίζουν, τις μαύρες αποφάσεις, ανοίγω το παράθυρο και το γλυκό αεράκι με κάνει πάλι έναν πλαδαρό κύκλο, όπως πρέπει. Έξω είχε κίνηση. Περνάνε και περνάνε και λέω ποιοι είναι όλοι αυτοί και φιλοσοφώ για την ύπαρξη, ενώ ο ιδρώτας στάζει από την μύτη μου ανάμεσα στα πόδια μου, και για την πολλαπλότητα και για το μάταιο όταν ακούω τη Φωνή να μου λέει ότι είναι ανοησίες και ψευτοσκέψεις και χάσιμο χρόνου. 
Είναι η Φωνή που με προσγειώνει ακόμα και όταν δεν θα έπρεπε (σκάσε ρε βλάκα μου λέει ακόμα και τώρα που γράφω) και η Φωνή έχει την φωνή του πατέρα μου. Ή την μορφή. Ή κάτι τέτοιο. Όπως κοιτάω από το παράθυρο, ο ιδρώτας έχει αρχίσει να τσούζει πέφτοντας στα μάτια μου,  ακούω έξω την "πόλη" και νιώθω ότι ξεχνάω. Όχι εσένα και το γελοίο ανασυσταμένο φουστάνι σου. Όχι. Ξεχνάω το σύνολο του οποίου αναγκαστικά αποτελώ μέρος. Ξεχνάω τη σχέση που έχω εγώ με τη μύγα που προσγειώνεται στο παρμπρίζ, τη γυναίκα που βιαστικά σπρώχνει ένα καρότσι ,το δέντρο που και τα λοιπά. Και τότε ανοίγω το παράθυρο, την προσκαλώ μέσα, με ένα απότομο χτύπημα την σκοτώνω και αποκαθιστώ την τάξη. Η σχέση μου με την μύγα είναι ότι για αυτήν είμαι ο Θάνατος. Για δες. Τι σκέψη κι αυτή. Ο μπαμπάς με λέει τεμπέλη. Μαζί με την μύγα μπήκε και δροσιά που με βγάζει από τον λήθαργο. Βάζω μπροστά.
Τα κτίρια γύρω μου ουρλιάζουν. Πάρκαρα παράνομα. Με τα χέρια στις τσέπες, γιατί πού αλλού να τα βάλω, περπάτησα σε ένα πεζοδρόμιο, ενός δρόμου. Μεγάλος δρόμος με μαγαζιά. Στο πρώτο που θα μπουν δύο γυναίκες και ένας άντρας (μόνο με αυτή τη σειρά) θα μπω. Τύχη. Μπήκα. Είναι με κοσμήματα, ζητάω ένα ρολόι, γυναικείο. Το κορίτσι μου και εγώ, ξέρετε ,κλείνουμε 8 χρόνια και θέλω να της πάρω κάτι ακριβό. Μου δείχνουν όσο εγώ σκέφτομαι τον χρόνο. Είμαι κοινός. Είπα ρολόι σκέφτηκα χρόνο. Ένας χασομέρης, έτσι μπαμπά; Όταν μου το τυλίγουν μου ζητάνε λεφτά και τους λέω αφηρημένα ότι δεν έχω. Δεν έχω γενικά όχι δεν έχω μαζί μου. Με μισούν αλλά δεν το έκανα για αστείο. Έτσι όπως το βλέπω εγώ δεν μου φαίνεται καθόλου αστείο. Όμως γέλασα. Έξω στο δρόμο πάω προς το διάολο. Σφυρίζω ένα τραγούδι μέχρι να μου κοπεί η ανάσα. 
Αργότερα ήρθα στο σπίτι σου. Δεν ξέρω γιατί, δεν με ένοιαζε και τόσο νομίζω. Σε περίμενα στον καναπέ γιατί έχω κλειδιά. Η καινούργια γάτα με συμπαθούσε πλέον. Και εγώ αυτήν. Είδα λίγο τηλεόραση, λίγο το ταβάνι. Κάποιες στιγμές πρέπει να κοιμόμουν γιατί το ρολόι στον τοίχο πήδαγε. Θυμάμαι καθαρά να σκέφτομαι τα πιο άσχετα πράγματα. Ή μάλλον δεν θυμάμαι καθόλου. Πάντως ήμουν ήρεμος, χαλαρός κάποιες στιγμές γέλασα κιόλας με κάτι που έδειχνε η τηλεόραση. Το γέλιο μου με τρόμαξε, και αυτό το θυμάμαι. Ήταν λίγο σαχλό και δεν είμαι σίγουρος αν με άκουσα με τα αυτιά μου ή αν έγινε μέσα στο κεφάλι μου.
Πάντως εκτός από αυτό ήμουν καλά. Και όταν μπήκες και με κοίταξες έκπληκτη και έβαλες τα κλάματα, ήμουν καλά. Και ήρεμος. Και λίγο έκπληκτος και εγώ γιατί δεν είχα και κανένα σκοπό. Είχες δίκιο και τα περισσότερα αυτή την φορά τα κατάλαβα ,έπρεπε να φύγω, εντάξει. Τελειώσαμε, εντάξει, αλλά…Την αλλαγή στην ένταση σου δεν την κατάλαβα. Εννοώ πότε έγινε, πώς. Την μια στιγμή σε άκουγα, ενώ κοίταγα το πάτωμα σαν λυπημένος σκύλος, να μου μιλάς θλιμμένη αλλά ήπια και την επόμενη, όμως σαν να έγινε παύση, ή ίσως είχα αφαιρεθεί, νομίζω αυτό, νομίζω σκεφτόμουν κάτι, σε άκουσα να ουρλιάζεις έξαλλη. Αλήθεια στην αρχή τρόμαξα. Ενστικτωδώς κοίταξα γύρω μου, φοβήθηκα. Αλλά ήταν για εμένα, ήταν προς εμένα. 
Σηκώθηκα, πάντα ήρεμα, σε έπιασα από το χέρι. Σταμάτησε. Άκου, σου είπα, έχεις δίκιο σου ζητάω συγγνώμη. Αλλά μου έμαθες ότι δεν μπορώ να είμαι μόνος. Δεν γίνεται. Η γάτα γέλαγε. Εσύ με κοίταξες απορημένη. Μα γιατί ζητάς συγγνώμη, μου είπες. Δεν φταις σε κάτι. Απλά τελείωσε, αυτό είναι όλο. Στα εξήγησα το πρωί, μην αρχίζεις τα τρελά σου πάλι σε παρακαλώ. Θέλησα να πιω λίγο νερό και να φύγω. Θα φύγω, εντάξει, θα φύγω. Στην κουζίνα το ποτήρι μας έλειπε. Το Ποτήρι μας. 
Έχω κάτσει στην κουζίνα και σου γράφω αυτά αντί αποχαιρετισμού. Από μέσα δεν ακούγεται τίποτα. Αυτό που έγινε δεν μπορώ να το συνδέσω με την πραγματικότητα μας. Δεν σε αγαπάω οκ, αυτό τουλάχιστον το ξέρω. Κοιτάω από το παράθυρο. Κάτω στον δρόμο περνάει κόσμος. Είναι κανονικά εκεί έξω. Και εγώ δεν βλέπω καμία διαφορά στην αντανάκλαση μου. 
Αν και… αν και αυτό το μαχαίρι, το κουτί με τα σπίρτα, το σχοινί για τα ρούχα πάλλονται και λάμπουν. Κρυφοκοιτάζω στο σαλόνι. Βλέπεις τηλεόραση, η γάτα  γλείφει το χνούδι στα μάγουλα σου και με παρακολουθεί ειρωνικά. Εντάξει της κάνω νόημα, απλώνω το χέρι μου, πιάνω τα σπίρτα, τα κουνάω και της τα δείχνω. Αυτή τη φορά δεν θα γλιτώσει… 
Σηκώθηκα, το σαλόνι τώρα είναι άδειο και σκοτεινό. Το μόνο που ακούγεται είναι το ρολόι και αυτή που γουργουρίζει. Κυλάω αργά αργά στις σκάλες. Ο δρόμος είναι έρημος. Πρέπει να έχασα την αίσθηση του χρόνου. Σε λίγο ξημερώνει το από εδώ και τώρα. Αυτή τη φορά, ελπίζω να μην με λυπηθεί. Να δεχτεί τη φωτιά. Πως θα ήταν αν ξαφνικά δεν θυμόμουν το όνομα της; Τώρα μάλλον πρέπει να κοιμηθώ.
Ο Κωστής Καστραντάς γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1982. Μεγάλωσε στα Νέα Λιόσια. Αποφοίτησε το 2000 από το 1ο Λύκειο Αγίων Αναργύρων. Σπούδασε Στατιστική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και φλάουτο στο Εθνικό Ωδείο. Έχει δουλέψει ως μουσικός σε φιλαρμονικές, πωλητής σε πολυκατάστημα και τα τελευταία 12 χρόνια εργάζεται σε τεχνική εταιρία ως συντηρητής και εγκαταστάτης ανελκυστήρων. Είναι παντρεμένος και έχουν δύο γιούς 7 και 4 ετών. Γράφει ερασιτεχνικά μικρά διηγήματα και ποιήματα.
Το artwork είναι της Χριστίνας Παναγιωτίδου. Ζει στη Θεσσαλονίκη, έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Είναι η guest illustrator της σελίδας 4.
0 notes
adverbzine · 2 years
Text
συγγράφω το μέλλον μου
Tumblr media
γράφει ο Αριστείδης Κλειώτης
σε αγνάντευα κρυφά από τον καθρέφτη: τα μαλλιά σου μεταξένια, λιναρένια, από την πνοή του αέναου ξανθού ήλιου χαϊδεμένα• τα ακροδάκτυλά σου κομψά, λεπτεπίλεπτα, με την αβρότητα τη θεάς Αφροδίτης καμωμένα• ακουμπούν απαλά τα γράμματα της γραφομηχανής, αποτυπώνουν τις σκέψεις σου στο χαρτί με πραότητα αναψυχής• επιτέλους ζεις: τα όνειρά σου ανθίζουν, τα μάτια σου λαμπυρίζουν, τα μάγουλά σου ροδίζουν, τα χείλη σου σφραγίζουν τις πύλες της συγγραφικής με τη ζεστή πνοή της ζωής 
Ο Αριστείδης Κλείωτης είναι προπτυχιακός και μεταπτυχιακός απόφοιτος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, ΑΠΘ. Έχει μεγαλώσει και ζει στη Δράμα. Εργάζεται ως εθελοντής στο Σύλλογο Παραπληγικών Ν. Δράμας. Ασχολείται με τη δημιουργική γραφή από τις αρχές της εφηβείας του.
Το artwork είναι της Χριστίνας Παναγιωτίδου. Ζει στη Θεσσαλονίκη, έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Είναι η guest illustrator της σελίδας 4.
0 notes
adverbzine · 2 years
Text
Αναλώσιμα
Tumblr media
γράφει η Ξανθή Χρυσαφίδου
Κοίτα, σκέψου πως δεν μιλάμε 
Σκέψου τις σκέψεις μας να μένουν κρυφές 
Κι εσένα να ψάχνεις για σημείο εκτόνωσης 
Δίπλα σε εμένα που ψάχνω σημεία φυγής 
Σκέψου τις σκέψεις μας σαν ένα δοχείο γεμάτο με κάτι που τρώγεται
Αφημένο καιρό στην άκρη 
Που φοβάσαι να το ανοίξεις 
Να το μυρίσεις
Σίγουρος πως έχει χαλάσει 
Σκέψου τις ζωές μας σαν δύο δρόμους χωριστούς
Που μπλέκονται, καμπυλώνουν και διασταυρώνονται
Σκέψου τις τύψεις μας για κάθε φλυαρία να μεγαλώνουν και να μεγαλώνουν
Μέχρι που να μην τα ξαναπούμε ποτέ
Η  Ξανθή Χρυσαφίδου είναι από Θεσσαλονίκη, σπουδάζει στην Ξάνθη. Έχει πει ιστορίες σε θεατρικές σκηνές, σε πρόβες χορού, και σε φοιτητικά περιοδικά. Κάνει και σκίτσα, για να συνοδεύσει γραπτά φίλων, ή για να θυμάται στιγμές.
Το artwork είναι της Χριστίνας Παναγιωτίδου. Ζει στη Θεσσαλονίκη, έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Είναι η guest illustrator της σελίδας 4.
0 notes
adverbzine · 2 years
Text
Λήθη
Tumblr media
γράφει η Ξανθή Χρυσαφίδου
Παράξενο,
των ανθρώπων η ψυχή τριγυρνάει τα βράδια ανάμεσα σε γνωστά δέντρα και σκοντάφτει στις πέτρες. 
Πιάνει τ’ αστέρια τα φοράει, την τραβάνε απ’ τα μαλλιά.
Τα βράδια εκείνα η παρουσία της γίνεται πιο αισθητή.
Ο άνεμος την τυλίγει, παίρνει το άρωμά της και το σκορπά, το θάβει, το μοιράζει.
Φρυγμένη από την μεσημεριανή κάψα, το νερό σηκώνεται απ' τη θάλασσα και πέφτει πάνω της, την παίρνει μαζί του στον ουρανό.
Πώς να χαθεί.
Πλαγιάζει στη γη και γραπώνεται με τα ματωμένα χέρια της από ρίζες και ξερόχορτα.
Ξυπνάει απ’ τη δροσιά μιας μέρας του Αυγούστου και στέκεται μουδιασμένη μέχρι να να λιώσει.
Μέσα στη δροσιά, σαν φάρος, με τη φωτιά της άσβεστη, ανηλεή.
Να μοιάζει σαν αστέρι, που όλοι περιμένουν να πέσει για να ευχηθούν.
Περιμένουν να καεί για να σωθούν.
Και εκείνα τα χώματα σείονται και αντηχούν.
Εσύ κι εγώ ξαπλώνουμε με το αυτί μας καρφωμένο στη γη και ακούμε με ευχαρίστηση.
Η καρδιά μας σκιρτάει και τα χέρια μας ιδρώνουν, 
κάνουν το χώμα λάσπη για να καλύψουμε τα μάτια μας.
Το μόνο που θέλαμε ήταν να δούμε να ξημερώνει.
Η  Ξανθή Χρυσαφίδου είναι από Θεσσαλονίκη, σπουδάζει στην Ξάνθη. Έχει πει ιστορίες σε θεατρικές σκηνές, σε πρόβες χορού, και σε φοιτητικά περιοδικά. Κάνει και σκίτσα, για να συνοδεύσει γραπτά φίλων, ή για να θυμάται στιγμές.
Το artwork είναι της Χριστίνας Παναγιωτίδου. Ζει στη Θεσσαλονίκη, έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Είναι η guest illustrator της σελίδας 4.
0 notes
adverbzine · 2 years
Text
Κενή Διαθήκη
Tumblr media
γράφει η Ευδοκία Μωυσίδου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ: ESSE QUAM VIDERI
Είναι πιο εύκολο να κάνεις κακό στον εαυτό σου εάν δεν είσαι εσύ πραγματικά αυτός που το κάνει. Αν νιώθεις μαριονέτα είναι πολύ λογικό να επιτρέψεις στον αφέντη σου να σε βάλει σε όποια κατάσταση τον ευχαριστεί και να πείσεις τον εαυτό σου ότι εσύ θα το έκανες καλύτερα. Εσύ δε θα έκανες τόσο κακό εάν είχες τα ηνία αλλά τι κρίμα που γεννήθηκες ξύλινος με νήματα. Πολλές ιδέες μπορούν να σου προσφέρουν την απόλυτη δικαιοσύνη και δικαιολογία να χαϊδέψεις τον εαυτό σου και να κοιμηθείς το βράδυ ήσυχος και ηττημένος. Αν μπορώ να σου υποσχεθώ ένα πράγμα είναι ότι υπάρχουν πολλοί αφέντες εκεί έξω και όσο περισσότερο παρατηρώ ανθρώπους τόσο γρηγορότερα μπορώ να καταλάβω πόσοι θέλουν κάποιον άλλον να πάρει το τιμόνι και αυτοί απλά να έχουν την προνομιούχα θέση του αναλυτή, κριτή, αδικημένου, είλωτα. Του καλού δηλαδή στην υπόθεση. Αυτού που κάνει τα πάντα για να ξεφύγει από την τυραννία χωρίς απαραίτητα να αναφέρει στους υπολοίπους ότι αυτός διάλεξε και τα δύο στρατόπεδα. 
Η κουλτούρα του πληγωμένου ήρωα είναι τόσο ελκυστική. Μαγνητίζει τόσο κόσμο που ακόμα και οι κυνικοί την χρησιμοποιούν για να μην τους λιντσάρουν στο δρόμο. Είναι τρομερή προστασία για καθετί. “Μα είναι μαλάκας! Μόνο απαιτεί, βρίζει, κριτικάρει και στο τέλος εμείς πρέπει απλά να το δεχτούμε;” μετά από μία τέτοια πρόταση θα πεταχτεί ένας εραστής της κουλτούρας “Ήξερες όμως ότι όταν ήταν μικρός ο μαλάκας είχε ένα αγαπημένο παιχνίδι το οποίο ο πατέρας του μία μέρα το έκαψε για να τον κάνει άντρα;” και έτσι ο εραστής κάνει Σάχ-Μάτ γιατί εκείνη την ώρα σκέφτεσαι ένα μικρό αγόρι να σφιχταγκαλιάζει μία κούκλα και ένα απρόσωπο ψηλό άτομο να αρπάζει το παιχνίδι και να το ρίχνει μέσα στις φλόγες. Γίνεσαι το αγοράκι που χάνει κάτι που αγαπάει τόσο πολύ και φαντάζεσαι το δικό σου πατέρα να στο κάνει αυτό. Θυμώνεις, στεναχωριέσαι, λυπάσαι και ξανασκέφτεσαι εάν πρέπει να συγχωρέσεις τον μαλάκα που σου κάνει τη ζωή δύσκολη στο σήμερα για κάτι που του συνέβη στο χθες. Δε θέλεις να γίνεις κακός, και σε νιώθω σε αυτό. Θα γίνω κακιά εγώ λοιπόν για εσένα, μία τελευταία φορά, σαν αποχαιρετιστήριο δώρο,ποσώς με ενδιαφέρει να πληγώσω και τον μαλάκα και εσένα, έτσι κι αλλιώς το είπα από την αρχή και μη ξεχνιόμαστε: Είμαι καθίκι. 
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ES STULTIOR ASINO
Η “αντικειμενική” αλήθεια είναι ο μέσος όρος των υποκειμενικών απόψεων πάνω στην αλήθεια. 
Αν το μυαλό σου θέλει να πιστέψει ότι είσαι “καλός” θα το κάνει, έχει τη δύναμη να το κάνει, γιατί το μυαλό είναι ο δημιουργός της πραγματικότητας. Αν ο μέσος όρος πλέει στο βούρκο αλλά βλέπει θάλασσα, τότε η αλήθεια και το “σωστό” είναι ότι θάλασσα ίσον βούρκος και εκεί τελειώνει το παραμύθι. Το δίκαιο δεν έχει περιουσιακά στοιχεία και αληθινή εξουσία γιατί είναι το θετό παιδί της “αντικειμενικής” αλήθειας, που με τη σειρά της η αλήθεια είναι κτήμα δικό μας. Αν μπορούσα και εγώ να προσφέρω σαν καλό τσογλάνι την υποκειμενική μου άποψη πάνω στην αλήθεια και φυσικά να σε φέρω πιο κοντά στον σάπιο μύθο του πληγωμένου ήρωα θα ήταν ο εξής παρακάτω μονόλογος: 
Tα έχω κάνει σκατά και εγώ και εσύ και σαν αχάριστα πλάσματα γουστάρουμε να καταστρέφουμε, να καίμε και στο τέλος να το παίζουμε το θύμα “Ω μα γιατί σε μένα, γιατί πάντα εγώ, γιατί όλα να στραβώνουν μόνο σε μένα και όλοι οι άλλοι να περνάνε ζάχαρη!’’ Θα σου πω εγώ για να μη σπας το κεφάλι σου. Συμβαίνει σε σένα γιατί είσαι τυφλός. Απλό. Φροντίζεις και σπέρνεις σάπια φρούτα, και αντί για κήπο σχεδιάζεις ένα νεκροταφείο αλλά δε το αντιλαμβάνεσαι. Κλαδεύεις το ένα πεθαμένο δέντρο μετά το άλλο αλλά το κάνεις τυφλά. Είσαι τυφλός. Αυτό είναι το πρόβλημα σου και γι’αυτό είσαι στα σκατά που είσαι. Το πιο τρομακτικό όμως είναι ότι δεν σε ενδιαφέρει να δεις κιόλας. Κρυφά μέσα σου την γουστάρεις την κατάσταση, υπάρχει αυτή η όμορφη, ελκυστική, καργιόλα δικαιολογία που σου προσφέρει το σάπιο περιβάλλον που φτιάχνεις. Δικαιολογία. Αποφυγή ευθύνης. Μόνο στο άκουσμα “αποφυγή ευθύνης” μαστουρώνει το μικρό “εγώ” σου τόσο πολύ που το αφήνεις να κάνει νταβατζιλίκι στη ζωή σου. Δε σε αδικώ, αν θέλεις μια μέρα να σε πάω βόλτα στις δικές μου “Βερσαλλίες” που, όχι να το παινευτώ, αλλά δεν έχω ρίξει περισσότερη αγάπη κάπου αλλού όσο σε αυτές. Να κρατάω το “εγώ” μου χαρούμενο και προστατευμένο, οι άλλοι φταίνε, οι άλλοι να πάνε να γαμηθούν, οι άλλοι κανιβαλίζουν την ανθρωπιά σκέφτεσαι ενώ τελειώνεις το γεύμα σου. Όχι εγώ, ΠΟΤΕ εγώ.
Μπορείς να ζήσεις με τον εαυτό σου μόνο όταν πιστεύεις ότι είσαι σωστός, δίκαιος και καλός, είναι τόσο διεστραμμένη η τύφλωση που έχουμε, που δε μας αφήνει ούτε την αξιοπρέπεια να σκεφτούμε ότι τα σκατώσαμε και αντ’ αυτού μας αφήνει να γινόμαστε ρεζίλι δεξιά και αριστερά με την δακρύβρεχτη δικαιολογία μας. Μετά μανίας να δείξουμε τον κήπο μας και στους άλλους, να τους καλέσουμε για πικ-νικ να εντυπωσιαστούν από τα πτώματα που θάψαμε, να μας αγαπήσουν για τα σάπια ρόδα μας. 
Ο μοναδικός αληθινός έρωτας που θα ζήσουμε ποτέ είναι η αντίδραση του καλεσμένου που θα ερωτευθεί το δημιούργημα της απόλυτης εσωτερικής μας παράνοιας. Αυτό μας νοιάζει, ποιος θα ερωτευθεί τον χειρότερο εαυτό μας, γιατί δε γουστάρουμε να δουλέψουμε, γιατί αυτή η τόσο ζοφερή πραγματικότητα μας έκανε σαν τα μούτρα της, εμείς δε φταίμε, εμείς πήραμε τη μούχλα και την κάναμε παράδεισο. Ερωτευόμαστε την ικανότητα του καλεσμένου μας να συντηρήσει την δικαιολογία μας, να τη δει σαν την αλήθεια μας. Γιατί εκεί φίλε μου, εκεί είμαστε ασφαλείς και δεν υπάρχει μεγαλύτερη καψούρα από την ασφάλεια. Ας μην απογοητευόμαστε όμως, εμείς το φτιάξαμε, δική μας σιωπηλή συμφωνία ήταν να τα ποντάρουμε όλα εκεί, δε μας ανάγκασε κανένας Θεός ή Δαίμονας γιατί και οι δύο τους, πίστεψε με, θα είχαν πολύ καλύτερες ιδέες από αυτήν. 
Είμαστε τόσο μικροί και εγκλωβισμένοι που το μοναδικό πράγμα που αγγίζει πλέον την καρδιά μας είναι η συγκίνηση του θεατή για τα δεινά που περάσαμε, όμως το πραγματικό τζακ-ποτ από όλη την ιστορία είναι ότι η λύπηση φέρνει άφεση αμαρτιών και ειδική μεταχείριση. Είμαστε είτε πολύ αδύναμοι για να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις των πράξεων μας, είτε πολύ θεοποιημένοι για να έχουμε επιπτώσεις εξ αρχής. 
Αυτή είναι η αλήθεια. Αν έχεις τη σωστή εξουσία πάνω στην ιστορία σου, τότε έχεις και την απολαυστική δύναμη πάνω στις συμπεριφορές σου. Ιδιοφυές μεν αλλά βαθιά σατανικό. Πρέπει κάπου να βασίζεις τις άρρωστες πράξεις σου και τι καλύτερο από το να βρεις μιαιστορία που κάποτε εσύ ήσουν ο αδύναμος και κάποιος άλλος σου φέρθηκε φρικτά. Αν μη τοι άλλο αυτό σε κάνει ανθρώπινο και για να κερδίσεις την άφεση αμαρτιών πρέπει να είσαι άνθρωπος. Πρέπει κάποιος να ταυτιστεί ή να μπορεί να φανταστεί πόσο άσχημα πέρασες έτσι ώστε να μπορέσει και ο ίδιος του να καλύψει την συμπεριφορά σου και στον εαυτό του (γιατί θέλει να είναι καλός άνθρωπος) αλλά και στους υπόλοιπους. 
Όταν λοιπόν εμφανιστεί ο καλός εραστής θα τον κάνεις να έχει την ψευδαίσθηση ότι μόνο εκείνος μπορεί να δεις το διαμάντι μέσα στα σκατά και αυτό θα τον κάνει να νιώθει σημαντικός οπότε θα συνεχίσει να το κάνει γιατί απλά έχει επενδύσει τόσα πολλά που δεν μπορεί απλά να κοιτάξει στον καθρέφτη και να πει: “Με ελκύουν διαταραγμένοι άνθρωποι και το γεγονός ότι τους αγαπάω δεν τους κάνει αυτόματα άγγελους που με το ζόρι η ζωή τους έβγαλε κέρατα. Είναι απλά διαταραγμένοι”. 
Οπότε μη μου κλαίγεστε κάθε φορά που πέφτετε με τα μούτρα σε ξεκάθαρα καθίκια νομίζοντας ότι είναι απλά η “μάσκα” που χρησιμοποιούν για να προστατεύονται από τον κακό κόσμο που τους πλήγωσε τόσο μοναδικά και φρικτά αλλά μόνο σε εσάς — εάν επενδύσετε χρόνο και ψυχή — θα δείξουν την “αλήθεια”. Μα τω θεώ εάν ξανακούσω αυτή τη μαλάκια περί πληγωμένου σπουργιτιού που αποφάσισε να γίνει γεράκι θα ξεράσω. Γεράκι καλέ μου αναγνώστη έχεις την δύναμη να γίνεις μόνο αν έχεις τα προσόντα και τη θέληση. ΟΧΙ την δακρύβρεχτη ιστορία. 
---
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: PODEX PERFECTUS ES. 
Επειδή, λοιπόν, ο πληγωμένος ήρωας χαλάει την πιάτσα, ενώ εδώ υπάρχουμε έντιμα και καλοαναθρεμμένα τσογλάνια που όντως ρίχνουμε δουλεία και αγάπη, έχω το χρέος να σε ξεμπροστιάσω γιατί από καιρό παρατηρώ τις κούφιες τακτικές σου και ειλικρινά μου είναι αδύνατον να σε έχω γραμμένο. Έξαλλου χαλάς τον ανταγωνισμό. 
Όταν όντως σου συμβαίνει κάτι σοβαρό και έχεις δυο μιλιγκράμ ευφυίας στο κούτελο σου ΔΕΝ γίνεσαι ο τύραννος σου, είναι τόσο απλό. Καμία δικαιολογία. Εάν πάρεις τη δακρύβρεχτη ιστορία σου και την κάνεις μανιφέστο για την δικτατορία σου, πολύ λυπάμαι αλλά όλα δείχνουν ότι γουστάρεις να έχεις εξουσία πάνω στα συναισθήματα των άλλων και αυτό θα το γούσταρες είτε σου συνέβη κάτι κακό είτε όχι. Με λίγα λόγια, όταν ο πατέρας σου πέταξε τη κούκλα στη φωτιά δεν σε εντυπωσίασε το γεγονός ότι συνεχίζεις να αγαπάς την κούκλα ακόμα και όταν δεν υπάρχει, αλλά ερεθίζεσαι στην ωμή δύναμη κάποιου που παίρνει αυτό που θέλει χωρίς να τον νοιάζει για το βατερλό που θα αφήσει πίσω του. Σε ελκύει αυτό ακριβώς που σε πλήγωσε γιατί εάν γίνεις κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν ο τύραννος κανένας δε θα μπορέσει να σου επιτεθεί πια. Θα επιτίθεσαι εσύ, θα είσαι το αρπακτικό που θα ρίξει χιλιάδες άλλες κούκλες στη φωτιά. Είσαι δυνατός. Θωρακισμένος. Θεός. 
Ε λοιπόν, εδώ είναι που τραβάω τη γραμμή. Όλο αυτό το πανηγύρι που έχεις στήσει δεν είναι τίποτα παραπάνω από την στείρα ηλιθιότητα που έχεις πλέξει σαν κουβέρτα γύρω από το πληγωμένο εγώ σου που σα μωρό κλαίει, οπότε για να το κάνεις να σκάσει επιτέλους πρέπει να κάνεις κάποιον άλλο υπεύθυνο για το πληγωμένο βρέφος. Συγχαρητήρια, αντί να ψάχνεις για φίλους, οικογένεια και έρωτα, ψάχνεις για γκουβερνάντα που να σου δίνει σεξ ή φιλία ή αποδοχή. Μπράβο. Δεν έχω λόγια για το πόση τέχνη και γοητεία βγάζεις προς τα έξω για να δεις ποιος θα μπορέσει να αντέξει τα καθήκοντα. Προφανώς και όσο είστε στην περίοδο της συνέντευξης θα βομβαρδίζεις με γλυκόλογα και όνειρα, ότι τάχα μου δήθεν το μωρό είναι καλόβολο και δε κλαίει τόσο, είναι ήσυχο και μορφωμένο. Σέβεται τη γκουβερνάντα του και τη θεωρεί μοναδική, ξεχωριστή. Το άλλο το χάπατο θα το δεχθεί γιατί ποτέ κανένας δεν της πρόσφερε τόσο καλή δουλειά με τόσο καλό αφεντικό που νοιάζεται και μπορεί να αναλάβει ευθύνες, και έτσι δίνετε τα χέρια. 
Όντως τον πρώτο καιρό το χάπατο πιστεύει ότι πέτυχε το λαχείο, είναι όντως το πιο καλόβολο και γλυκό πλάσμα. Δε κλαίει σχεδόν ποτέ και ώρες ώρες δε χρειάζεται καν να το παρακολουθεί. Κοιμάται ήσυχο. Κανένας δεν έχει πει στο χαριτωμένο χάπατο μας ότι συνήθως τα πιο ήρεμα πλάσματα έχουν και τις πιο αλλοπρόσαλλες αντιδράσεις. 
Κάθε μέρα γίνονται όλο και χειρότερα. Κλαίει, δαγκώνει, εκδικείται. Είναι ανικανοποίητο και εγωπαθές. Το χάπατο μας έχει μπλέξει για τα καλά και το αφεντικό αντί να βοηθήσει —που είναι και ευθύνη του στη τελική — εξακοντίζει κατηγορίες και σημειώνει την ανευθυνότητα με κάθε αναπνοή που παίρνει. Το χάπατο αρχίζει να πνίγεται και να θεωρεί ότι όντως η δική του ανευθυνότητα καταστρέφει τη ζωή του βρέφους, οπότε επενδύει περισσότερα, προσπαθεί περισσότερα, γδύνει όλο και πιο πολύ τα όρια και τις άμυνες του για να ντύσει και να ηρεμήσει το υστερικό πλασματάκι που για κάποιο λόγο η μοίρα του είναι μόνο στα χέρια της γκουβερνάντας του. 
Όσο περισσότερο μπλέκεται στη παράνοια του αφεντικού αρχίζει να μην ακούει τους άλλους, να υπερασπίζεται το βρέφος όπως και με ότι μπορεί, γιατί το χάπατο είναι το μοναδικό που έπειτα από τόση χειραγώγηση αρχίζει να αγαπάει το γεγονός ότι πού και πού καταφέρνει να το κάνει να ησυχάσει και να κοιμηθεί. Εθίζεται στην ικανότητα να το φέρει βόλτα. Νιώθει ότι κάνει κάτι που ποτέ κανένας δε μπόρεσε και δεν άντεξε για τόσο καιρό να κάνει. Το χάπατο μας νιώθει σημαντικό, ξεχωριστό. Νιώθει ότι κατέκτησε μια κορυφή που δεν είναι εύκολη, μια κορυφή κομμένη και ραμμένη για νικητές. 
Αλήθεια νίπτω τας χείρας μου μπροστά σε ένα τόσο καλά κεντημένο τοξικό σχέδιο. Ο ένας δεν έχει την ευθύνη του εαυτού του και μπορεί να είναι όσο γαμημένα μαλακάς μπορεί και ο άλλος κατακταεί την ικανότητα να τιθασεύσει το κτήνος, να του βάλει λουρί και να το πάει βόλτα. Ένας απαράδεκτος θηλασμός. Ο ένας δίνει και ο άλλος ρουφάει. Ποτέ αμφίδρομο. Πάντα συναλλαγματικό. 
Και να σου πω ρε φίλε τραγικέ ήρωα, τώρα που σου δίνω λίγο σημασία καταλαβαίνω ότι δεν σου αρέσει που είσαι έτσι. Ξέρω ότι το σημαντικό “εγώ” έχει μεγαλεπίβολα σχέδια για να συμβιβαστεί σε αυτή τη βιτρίνα. Γιατί δεν πιάνει με όλους και αυτό δε σου αρέσει. Πρέπει να είσαι ασφαλής και καλυμμένος από παντού, να υπάρχει πάντα κάποια αγκαλιά για τη σιχαμένη πάρτη σου (που φυσικά μόνο εσύ και τα χάπατά σου ξέρουν ακριβώς πως είσαι). Είμαι πεπεισμένη ότι η κορυφή που ψάχνεις είναι αυτή του Μάρτυρα. Εκεί είσαι άπιαστος. Εκεί μπορείς να σκοτώνεις στο όνομα σου χωρίς καν αίμα στα χέρια σου. Αυτό είναι το κάρμα που περιμένεις, αυτό πιστεύεις ότι σου αξίζει και πίστεψέ με θα το έχεις γιατί δουλεύεις σκληρότερα από όλους μας. Εγώ προσωπικά λυπάμαι όποιον είναι δίπλα σου και θα πιστέψει τον αγώνα, χωρίς να γνωρίζει ότι μόνος σου έφτιαξες το σταυρό, μόνος βρήκες τα καρφιά, μόνος ανέβηκες και μασκάρεψες και πέντε χάπατα για Ρωμαίους, και εκεί ατενίζεις το ηλιοβασίλεμα με τρία δάκρυα να πέφτουν και όποτε περνάει κάποιος να βογκάς και να ουρλιάζεις.
Μεταξύ μας ποιος δε θα πέσει με αυτή την κομπίνα; Λυπάμαι. Όμως πιάνει. Τα χάπατα θα νιώθουν όμορφα για συμπάσχουν για τον συνάνθρωπο και εσύ είσαι Θεός. Όταν το κάνεις περιοδεία να ��ου στείλεις, να έρθω να σε ποτίσω ξύδι, μη και δε γίνεις πιο τραγικός και πληγωμένος και χάσεις πελάτες. Κρίμα τόσα σκηνικά, ηθοποιοί και σκηνοθεσία. Πραγματικά κρίμα. 
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ATROX MELIOR DULCISSIMA VERITAS MENDACIIS. 
Είναι δύσκολο να μην επιτρέψεις να σου κάνουν κακό. Σχεδόν αδύνατον. Μπορεί να μην είμαι και το αγαθότερο πλάσμα αλλά δε γουστάρω να έχω νταβατζή στη ψυχή μου. Δε θέλω το “είναι” μου να εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια κανενός. Βαρέθηκα και σιχάθηκα να είμαι στο Καρουζέλ που κάνει μόνο κύκλους δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι κινούμαι ενώ δε πάω πουθενά. Όσο ελκυστικό και αν είναι να αποφεύγω την ευθύνη της δρασκελιάς μου, όσο και αν το εγώ μου κάνει πάρτι κάθε φορά που κατηγορώ και συντηρώ τις πεθαμένες Βερσαλλίες μου, θάβοντας και θάβοντας πιο βαθιά τον πραγματικό και ευάλωτο “εαυτό” μου ώστε να πεθάνει από ασφυξία και να μείνω με την εικόνα που πιστεύω και ελπίζω να με προστατεύσει από εσένα και τον κάθε εσένα, καταλήγω να γίνομαι αυτό που σιχαίνομαι. Γυρίζει το καρουζέλ γύρω γύρω και μπλέκει τη μια δικαιολογία μου μετά την άλλη. Το τέλος της μίας η γέννηση της άλλης. Όλες τους να ρουφάνε λίγο λίγο, φορά με τη φορά την αντίληψη της πραγματικότητας. Όσο πιο μικρός ανεβαίνεις στο καρουζέλ, τόσο δυσκολότερο να κατέβεις ή να σταματήσει. Μετά από τόσες σβούρες γύρω από τον εαυτό μου, είναι αδύνατον να μη ζαλιστείς, να μη μαστουρώσεις από τις δικαιολογίες σου. Δε μπόρεσα να κατέβω για πολλά χρόνια. Περνούσα καλά. Όμως όταν μέσα στο γαϊτανάκι από αηδίες είδα μια χαραμάδα καθώς με έκλεινε όλο και πιο πολύ, κατάλαβα ότι το καρουζέλ δε θα με αφήσει ποτέ. Θα πρέπει να με φτύσει έξω λες και είμαι αρρώστια. Για την παραίτηση, τη δειλία, την αποφυγή πάσας ευθύνης και κατηγορίας, η μοναδική αρρώστια είναι το σθένος. 
Το πραγματικό σθένος δε φυτρώνει όπως όλα τα υπόλοιπα σάπια ρόδα μας. Το σθένος είναι ελεύθερο στον αέρα. Είναι μια μάχη. Μια επανάσταση κατά της αφεντιάς του μικρού “εγώ”. Η αρετη�� και η τόλμη ίσως και να είναι ιδανικά που ποτέ δε θα φτάσω αλλά το σθένος υπάρχει και θα υπάρχει σε όποιο κύτταρο μπορείς να σκεφτείς ότι έχεις. Τα κότσια να μην είσαι όμηρος της οποιασδήποτε ιστορίας που έχεις πλέξει, οι κάποιοι άλλοι πλέξανε για σένα, για το ποιος είσαι. Οι σκέψεις είναι θνητές, μόνο βασανίζουν και πεθαίνουν. Οι ιδέες είναι αθάνατες και ελεύθερες. Μπορεί να υπάρξουν ακόμα και όταν δεν υπάρχεις, να σε αντιπροσωπεύουν ακόμα και όταν —όπως όλοι μας— πεθάνεις. Δεν υπάρχει πιο αθάνατη πράξη από το να αναλαμβάνεις την ευθύνη της ύπαρξης σου, να έχεις το κουράγιο να σε κάνεις καλύτερο όταν οι άλλοι πιστεύουν ότι είσαι έτσι ακριβώς όπως σε έχουν στο μυαλό τους. Σκότωσε όποια αντίληψη δε σε αντιπροσωπεύει όχι με τη χατζάρα αλλά με την ανάσα, δίκαια και με κότσια. Τίποτα δε θα σου δοθεί. Πάρε ευθύνη και πες πως υπήρξες έτσι αλλά δεν υπάρχεις τώρα. Να έχεις το σθένος να σκοτωθείς και να γεννηθείς ξανά. Μην εθίζεσαι σε μια ιστορία μπλεγμένη από άσκοπες και κούφιες δικαιολογίες και εμπειρίες, μη συμβιβάζεσαι σε οτιδήποτε δε σε κάνει ετοιμοπόλεμο να διεκδικείς τον εαυτό που έχεις μέσα σου και ας είναι εντελώς αντίθετος με αυτόν που έχεις παρουσιάσει, με αυτόν που αγαπήσανε ή μισήσαν ή συνήθισαν. Έχεις πάντα το κουράγιο μέσα σου να κάνεις ανταρτοπόλεμο, να διώξεις το αφεντικό που έχεις, να το πιέσεις να σταματήσει το δικό σου καρουζέλ.
Αν νιώθεις μόνος σε αυτό είναι η αλήθεια, είσαι μόνος σου. Αυτό σημαίνει ελευθερία. Ελευθερία σημαίνει ευθύνη και αν θέλεις να την έχεις σημαίνει ότι πρέπει να δουλέψεις σκληρά και χωρίς αφεντικά ή πρόθυμες κουβερνάντες που θα σου πουν πόσο έχεις αδικηθεί. Αυτά είναι ψέματα. Μην επαναπαύεσαι σε βολικά τεχνάσματα. Θα σε πνίξουν πριν προλάβεις να σε πάρει ο ύπνος. Μόνο η διεκδίκηση του καλύτερου εαυτού σου είναι η αλήθεια. Η κακή αλήθεια ότι υπήρξες μαλακάς και όχι μόνο πρέπει να ζήσεις με αυτό αλλά να το φτιάξεις κιόλας και μερικές φορές χωρίς να εκτιμηθεί από κανένα. Εκεί είναι το ζουμί, ότι είναι εσωτερική δουλειά, δε θα πάρεις αστεράκι από τη δασκάλα στο τέλος της ώρας. Πρέπει να πέσεις με τα μούτρα χωρίς να ξέρεις κολύμπι. Όποιος σε “βοηθήσει” να βρεις τον εαυτό σου έχει λόγο και κριτική στην εξέλιξη σου. Θυμήσου, κανένας δε μπορεί να σε σώσει από τον εαυτό σου εκτός από την αφεντιά σου. Αν δεν το κάνεις τότε η μοίρα σου θα είσαι εσύ, και δε μπορώ να σου περιγράψω πόσο άσχημο είναι να έχει το τιμόνι ένας χαοτικός και εγωπαθής, ακόμα και αν είσαι εσύ αυτός. Είναι εξουσία. Δεν πρέπει να υπάρχει εξουσία πάνω στο μοναδικό πράγμα που ποτέ θα έχεις πραγματικά. Την ψυχή σου.
Η Ευδοκία Μωυσίδου έχει γράψει για εμάς μια τριλογία, αυτό είναι το τελευταίο μέρος. Είναι φοιτήτρια στη Χίο, κατάγεται όμως από Θεσσαλονίκη. Γράφει, ζωγραφίζει, σχεδιάζει και βρίσκει τρόπους να επαναπροσδιορίζει συνεχώς τον εαυτό της.
Το artwork είναι δικό της. Διαβάστε το προηγούμενο μέρος εδώ, το δεύτερο μέρος εδώ και το πρώτο μέρος εδώ.
0 notes
adverbzine · 2 years
Text
Το Καρουζέλ
Tumblr media
γράφει η Ευδοκία Μωυσίδου
Κάποτε έπινα πολύ νερό, ηρεμούσε το μυαλό μου.
Την πρώτη φορά που ήπια νερό στη ζωή μου ένιωσα σαν να με είχε βυζάξει αφυδάτωση η μητέρα μου. 
Αργότερα έπινα τσάι με μία φέτα κομμένο πορτοκάλι, έτσι έπαιρνα όλες τις βιταμίνες μου. Μετά δεν μπορούσα να περπατήσω για πολλά μέτρα αλλά είχα όλο το βράδυ δικό μου για να κάνω στάσεις σε πυλωτές δεξιά και αριστερά. Ακόμα και οι δρόμοι ήταν όμορφοι τότε, τα κίτρινα καλοκαιρινά φώτα επάνω κρεμασμένα ήταν τα ψίχουλα που άφηνα για να μη χάνομαι. 
Δεν θυμάμαι πότε, αλλά έγινε: ο κύριος πίσω από την μπάρα σταμάτησε να μου δίνει τσάι και μου είπε να φύγω, δεν ήθελε την ευθύνη που του φόρτωσα. “Δεν έχεις σπίτι εσύ να πας; Σοβαρά τώρα, δίνε του, κλείνω ταμείο, εκτός κι αν έχεις άλλους σκοπούς που είσαι γαντζωμένη στη μπάρα…” 
Κάπου μέσα σε όλα τα υπόλοιπα, θυμάμαι είχα δώσει παραπάνω ρέστα στον κύριο πίσω από το ταμείο για να μη με ρωτήσει πόσο χρονών είμαι. Ήθελα απλά να ανέβω στο καρουζέλ με τα φωτάκια και τη μουσική, εκεί που ο καθένας πιάνει ένα αλογάκι, ή αν είναι πλουσιότερος μία προσωπική καρότσα για να μην τον βλέπουν καθώς ξεφτιλίζεται. Μου την έσπαγε που δεν με αφήναν γιατί ήμουν μικρή, αν δεν ανέβω στο καρουζέλ μικρή πότε θα ανέβω; 
Θυμάμαι ότι υπήρξαν και άλλοι κύριοι που έβαζα μπροστά γιατί ήταν μεγαλύτεροι και μπορούσα να ανέβω και εγώ στο καρουζέλ. Έχω υπάρξει προστατευόμενη, αδελφή, ξαδέλφη, φίλη, ανιψιά, και ενίοτε κοπέλα (για αυτούς που κάνουν τα στραβά μάτια). 
Είχα πολλά να ζηλέψω στο καρουζέλ, είχε φώτα αλλά ήταν σκοτεινά και δε φαινόταν φάτσα εκεί μέσα. Με το που ανέβαινα, κανείς δεν με ρωτούσε αν θα πάω σπίτι, αν πρέπει να καλέσει κάποιον, αν έχω χαθεί, αν χρειάζομαι την τόσο πολύτιμη βοήθεια που ξεκάθαρα δεν ήταν σε θέση να μου δώσει, αφού φαινόταν ότι ούτε ο ίδιος μπορούσε να ξεχωρίσει το πάνω από το κάτω. 
Το καρουζέλ ήταν πάντα ανοιχτό και σε τραβούσε στους στροβίλους, τόσους που δε θυμόμουν πώς έμοιαζα, γιατί όλοι μοιάζανε με άλλους όταν καθόντουσαν στα αλογάκια, έμοιαζαν να παίρνουν αυτό που θα ήθελαν κάθε μέρα να έχουν. Κάποιοι λίγο πιο πέρα ρουφούσανε γρανίτα. Δεν είχε ενοχλητικούς κυρίους που “έκλειναν ταμείο”. Αντιθέτως είχε πολύ ευγενικούς κυρίους που μου δίνανε και τσάι και νερό και κόκα-κόλα. Όσο περισσότερο τους μιλούσα τόσο περισσότερη κόκα-κόλα έπινα. Είχα και πράσινες νεράιδες, αλλά όχι πολλές γιατί ή χρυσόσκονη βαραίνει. 
Αργότερα έγινα το κορίτσι του αναπτήρα, πολλοί είχαν ξεχάσει τους δικούς τους και απλά χωρίς να ρωτήσουν κλέβανε τους δικούς μου. 
Μετά κατάλαβα ότι τα κορίτσια που φοράνε φορέματα παίρνουν και τα καλύτερα αλογάκια στο καρουζέλ. Άρχισα να φοράω φορέματα. 
Μετά παρατήρησα ότι έπρεπε να είναι συγκεκριμένα τα φορέματα, που ήταν στολές για κάποιες, και για άλλες απελευθέρωση, ομορφιά, αισθησιασμός, ή απλά όμορφα φορέματα. Για εμένα ήταν συνάλλαγμα. 
Μερικές φορές απαιτούσα από το καρουζέλ να με διασκεδάζει περισσότερο. Συνήθιζα με τον καιρό και δεν ήθελα να σταματήσει, δεν ήθελα να το βαρεθώ, ήθελα κάθε φορά να είναι η πρώτη φορά, να μη γίνω ανέκφραστη σαν τους μεγάλους που τα είχαν ξαναδεί όλα. Και κάποιοι με μπλε αμάξια ουρά έξω περίμεναν, “Ω δες πόσο μικρή!”. 
Μετά ένιωθα πλαστικά. 
Ένιωθα ότι είχε αγκαλιάσει η γρανίτα το μέσα μου, σα παλτό, τάχα δεν κρύωνα. 
Το καρουζέλ όμως μην γελιέστε, κουνούσε πολύ. Μερικές φορές δεν το άντεχα και ξυπνούσα σε λευκά δωμάτια. Με ένα καλαμάκι τρυπημένο μέσα στο χέρι μου. 
Δεν είχα κάποιον να με πάει σπίτι μετά. 
Μόνο αν έχω το καρουζέλ είμαι καλά.
Η Ευδοκία Μωυσίδου έχει γράψει για εμάς μια τριλογία, αυτό είναι το πριν-το-τελευταίο μέρος. Είναι φοιτήτρια στη Χίο, κατάγεται όμως από Θεσσαλονίκη. Γράφει, ζωγραφίζει, σχεδιάζει και βρίσκει τρόπους να επαναπροσδιορίζει συνεχώς τον εαυτό της.
Το artwork είναι δικό της. Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ και το πρώτο μέρος εδώ.
0 notes
adverbzine · 3 years
Text
Περιληπτική Αυτοβιογραφία
Tumblr media
γράφει η Κρινιώ Μπύρου
Άκου ενώ διαβάζεις σε Spotify, Apple, Google Podcasts
Αυτοβιογραφία Τύπου 1
Γεννήθηκα στις 20 Νοεμβρίου του 1992, σε μια επαρχιακή πόλη, την Ρεκουί. Συγκεκριμένα, σε ένα χωριό της Ρεκουί, το Σαφτί. Από πολύ μικρή ηλικία, μου άρεσε να παίρνω το ποδήλατο και να κάνω βόλτες. Έχω πάει σχεδόν σε κάθε γωνία του χωριού και κάθε φορά, ανακάλυπτα πολλά μυστικά.
Τότε οι γονείς μου είχαν ένα μικρό σπίτι, αρκετά όμορφο, με μια μικρή αυλή, το οποίο ήταν δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς μου. Τις περισσότερες ώρες,πήγαινα στην γιαγιά και τον παππού, περνούσα πολύ όμορφες στιγμές, ανακαλύπτοντας τόσο τον κόσμο του σπιτιού, όσο και τον κόσμο ενός κήπου και των ζώων που περιλαμβάνει.
Ο παππούς μου έμαθε πολλά πράγματα, μου έμαθε τους αριθμούς, να ζωγραφίζω κότες, πάπιες, να παίζω χαρτιά, να φυτεύω ντομάτες, σέλινα, μαϊντανούς. Ερχόταν κάθε μέρα να με πάρει από το σχολείο με το μηχανάκι του, όπου πίσω είχε ένα ρυμουλκούμενο. Θυμάμαι ακόμη την χαρά που ένιωθα όταν τον έβλεπα. Κάθε φορά χαμογελούσε και έλεγε πως το φαγητό μας περιμένει.
Τρώγαμε μαζί και πάντα πολύ, για να “είμαστε γεροί και δυνατοί” όπως συγκεκριμένα έλεγε. Ο παππούς ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που με σημάδεψε ακόμη και στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Βλέπαμε παλιές γαλλικές ταινίες, ακούγαμε τζαζ και ροκ μουσική στο ραδιόφωνο και πολλές φορές κοιμόμασταν μαζί, γιατί εγώ φοβόμουν τις σκιές . 
Από την άλλη η γιαγιά, μια δυνατή γυναίκα, η οποία είχε καταγωγή από την Τουρκία, μαγείρευε χιλιάδες φαγητά, το σπίτι μύριζε αγάπη και φρεσκάδα. Μας ήθελε καθαρούς, μας αγκάλιαζε συνεχώς και γενικά μας πρόσεχε με όλη την σημασία της λέξης.
Η μάνα μου έχει δύο αδελφούς και ο πατέρας μου είναι μοναχοπαίδι. Αυτοί που σας περιγράφω μέχρι τώρα είναι οι γονείς της μάνας μου, ο Ριβέ και η Νταλί.
Την στιγμή που σας γράφω, ο Ριβέ έχει πάει στην γειτονιά των αγγέλων, και εύχομαι να περνάει καλά και να μας προσέχει. Η γιαγιά είναι ακόμη ζωντανή, ετών 88.
Η οικογένεια του πατέρα μου, ήταν μια ιδιαίτερη οικογένεια. Ο παππούς μου ήταν ένας άνθρωπος αρκετά περίπλοκος, μόνο που εγώ δεν το κατάλαβα ποτέ αυτό. Σε μένα ήταν ένας υπέροχος παππούς που δεν μου χαλούσε ποτέ χατίρι, με μια έντονη ευαισθησία. Τον είχα δει πολλές φορές να κλαίει ή να συγκινείται.
Η γιαγιά ήταν μια αυστηρή γυναίκα, όμως πάντα έκανε πράγματα για να σου δείξει την αγάπη της. Με τον δικό της τρόπο. Την έλεγαν Σαρί και δυστυχώς πέθανε αρκετά νέα και πολύ γρήγορα, όταν εγώ πήγαινα Γυμνάσιο. Θυμάμαι ακόμα μια συζήτηση μας λίγο προτού πεθάνει. Και είμαι σίγουρη πως και αυτή την θυμάται, όπου και να είναι τώρα. Μετά από ένα χρόνο πέθανε κι ο άντρα της, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την μοναξιά. Είναι κάποιοι άνθρωποι που η ύπαρξη τους εξαρτάται από έναν άλλον άνθρωπο, ε ναι λοιπόν αυτός ήταν ο Ζαν. 
Θα αναρωτιέστε γιατί τόση ώρα δεν αναφέρω τους γονείς μου. Ίσως γιατί μέχρι κάποια ηλικία χαράχτηκε στην μνήμη μου αυτό το περιβάλλον, των παππούδων.
Ας τους παρουσιάσω όμως.
Την μάνα μου την λένε Λουί και τον πατέρα μου Άλμπερ.  
Η Λουί είναι μια γυναίκα που αναλαμβάνει περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει, πάντα καλοπροαίρετη, δεν παρεξηγεί ευκολα, ακούραστη, νοικοκυρά, μάνα με την έντονη σημασία. 
Μας πήγαινε πολλά ταξίδια όταν ήμασταν μικροί. Είχαμε γυρίσει αρκετά μέρη για την ηλικία μας. Έμπαινε σε ένα αμάξι και ξεκινούσε. Ευτυχώς έχω αυτή την μάνα, γιατί αλλιώς δεν ξέρω πού θα ήμουν τώρα που σου γράφω. Για κάποια πράγματα προσπαθώ να την συγχωρήσω κι ίσως τα καταφέρω κάποια στιγμή. 
Ο πατέρας μου μέχρι κάποια ηλικία που θυμάμαι, είχε αφιερώσει τις ώρες του στη δουλειά. Έχω κάποιες αναμνήσεις μαζί του από παιδικές φωτογραφίες. Μια μέρα με είχε πάει στο κομμωτήριο και έκοψα τα μαλλιά μου αγορέ. Επίσης, θυμάμαι και μια μηχανή που μου είχε πάρει. 
Αυτά μπορώ να θυμηθώ. 
Ουσιαστικά για μένα ήταν κάτι άγνωστο όπως και παραμένει. 
Σαν παιδί ήμουν μπροστά σε πολλούς καβγάδες και ως παιδί δεν σας το προτείνω. Ένα παιδί λαμβάνει αυτό που βλέπει και κρίνει ανάλογα με το πως θα νιώσει ακαριαία. Γρήγορα πράγματα, όμως που αργότερα μπορεί να του κοστίσουν.
Δυστυχώς, ο πατέρας μου βρίζει. Και θυμάμαι να βρίζει εμένα, την αδερφή μου και την μάνα μου. Χωρίς λόγο, απλά επειδή ξύπνησε στραβά ή από στρες.
Στα τραπέζια που μαζευόμασταν έκανε πάντα κάποιον να κλάψει. Είτε ήμουν εγώ, είτε ο οποιοσδήποτε. Μιλάει με έπαρση γι’ αυτά που έχει καταφέρει. Είναι κρίμα γιατί αυτά που έχει καταφέρει είναι όντως σημαντικά, που θα έπρεπε να τον είχαν αλλάξει.  
Για μια δεκαετία το λιγότερο, οι σχέσεις ανάμεσα στην οικογένεια δεν είναι αληθινές. Πολλά ψέματα, πολλά κλειστά στόματα για να μην παρεξηγηθεί κανείς και πολλές φωνές, πάρα πολλές φωνές.
Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου είχε μαλώσει με την μητέρα μου και είχε φύγει από το σπίτι  βρίζοντας την. Μου είχε πει τότε στο αυτί ότι μας αγαπάει. Κι εγώ το είχα πιστέψει. 
Είναι πολύ σημαντικό να παραμένετε άνθρωποι και κυρίως μπροστά στα παιδιά σας. Μην κάνετε σκηνές και μην φεύγετε από το σπίτι σας. Τα παιδιά δεν θα το ξεχάσουν ποτέ. 
Από τότε και μετά ξεκίνησε ένας πόλεμος ασταμάτητος. Εγώ προσωπικά, όσες βρισιές κι αν έχω δεχτεί, στην εφηβεία μου πέρασα από τα χίλια κύματα για να καταλήξω αυτό που είμαι σήμερα. 
Δεν ήμουν τέλεια, ούτε πρόκειται να γίνω ποτέ. Αυτό που μου έλειπε ήταν το να νιώσω αποδοχή. Όταν από μικρό παιδί ακούς άσχημα πράγματα, βλέπεις άσχημα πράγματα, δημιουργείς μια άσχημη κατάσταση που σε επηρεάζει. Ένα παιδί ξέρει πολύ καλά να μιμείται. 
Αυτό έκανα και εγώ. Ταυτόχρονα μιμήθηκα τον ρόλο του θύματος και τον ρόλο του θύτη. Σήμερα προτιμώ τα πράγματα να είναι πιο ξεκάθαρα. Ή με αγαπάς ή όχι. Οι ενδιάμεσες καταστάσεις δικαιολογούνται μόνο σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Γιατί η αγάπη δεν μετριέται, ούτε κόβεται, απλά υπάρχει.
Έμπλεξα σε τοξικές σχέσεις, έκανα κακό στον εαυτό μου, γιατί πίστευα πως αυτό μου αξίζει. Έμαθα να μην αξίζω. Κι είχα διαμορφώσει όλη μου την ζωή σε αυτή την μικρή πρόταση. Δεν με φρόντιζα, δεν σκεφτόμουν τι πραγματικά θέλω, ποια είμαι, αν κάνω κάτι κακό και γι' αυτό με έχουν κρίνει τόσο αυστηρά.
Δεν μου αρκεί η αγάπη σου όταν δεν είμαι καλά, ειδικά αν ήσουν κι εσύ ένας λόγος που έφτασα εδώ.
Έχω τελειώσει οικονομικά. Έδωσα δυο φορές εξετάσεις. Την πρώτη χρονιά δεν με ενδιέφερε ήθελα να ζήσω σαν ποιητής της beat γενιάς. Κανένας ηθικός φραγμός, κανένας φόβος, απλά έντονα γεγονότα σε μικρό χρονικό διάστημα. Έκανα πολλές τρέλες. Κάποιες φορές είχα αφεθεί στην τύχη, που ευτυχώς ήταν με το μέρος μου. 
Κάποτε μετάνιωνα γι’ αυτό το διάστημα, αλλά πλέον όχι. Τότε είχα ανάγκη να είμαι εκείνο το επαναστατημένο άτομο. Δεν με χωρούσε το σπίτι, ήθελα να βγω έξω και να τα αλλάξω όλα. 
Μόνο που αυτό άρχισε να μου κάνει κακό. Μια καλή μαθήτρια, που σιγά σιγά τα παρατάει όλα. Και στο τέλος έχει γίνει έρμαιο των ψυχοτρόπων καταστάσεων. Δεν οδηγούσε κάπου αυτό και ούτε τελικά είχα σκοπό να οδηγήσει. Απλώς συνέβη.
 Την πρώτη χρονιά δεν πέρασα πουθενά. Γι’ αυτό πήγα στην Πορτογαλία να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Τότε έπινα πολύ αλκοόλ. Μπορεί και δώδεκα μπύρες για να κοιμηθώ. Έκανα τις μεγαλύτερες τρέλες της ζωής μου. Ρίσκαρα σε ακραία σημεία, μακριά από το σπίτι μου χωρίς κανένα φόβο. 
Ώσπου μια μέρα μου χτύπησε την πόρτα αυτό που αποκαλούμε σήμερα κρίση πανικού. Η μια μετά την άλλη. Απανωτές κρίσεις πανικού. Έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Ο εαυτός που είχα μέσα μου ήθελε κάτι να μου πει. Τότε ένας από το σόι μας, γιατί έχουμε σόι στην Πορτογαλία, με μάλωσε για τον τρόπο που ζω. Αλλά δυστυχώς, είχε εστιάσει σε τόσο λάθος σημεία και γι’ αυτό τον συγχώρεσα με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα καταλάβει. Όπως και έγινε τελικά.
Για μένα ο χειρότερος αντίπαλος είναι αυτός που μιλάει χωρίς να σκέφτεται. Που δεν έχει κανένα επιχείρημα, γιατί είναι έντονα αγράμματος και το μόνο που κάνει είναι να ψάχνει συνωμοσίες . Αυτός που προσπαθεί να επιβάλλει την γνώμη του, η οποία αντικειμενικά είναι λανθασμένη.
Αυτός δηλαδή που με μεγάλωσε με τα χρήματα του. Αυτόν θεωρώ τον χειρότερο αντίπαλο. 
Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, οι γονείς μου σταμάτησαν να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι. Δεν μου φάνηκε περίεργο. Ήλπιζα να σταματήσουν οι φωνές και οι βρισιές. Αυτό με ένοιαζε πάντα. Αν και τώρα που σας γράφω ακόμη δέχομαι βρισιές και απειλές. Ή η μάνα μου.
Στην οικογένεια μας υπάρχει ένα πέπλο υποκρισίας. Το οποίο είμαι τυχερή που δεν με οδήγησε στη σχιζοφρένεια. Την ίδια στιγμή που κάποιος σε βρίζει, την ίδια στιγμή σε αγαπάει...
Είναι τόσες πολλές οι άσχημες καταστάσεις που έχουν χαραχθεί στο μυαλό μου. Που ντρέπομαι μέχρι και να σας τις γράψω. Εύχομαι κανένα παιδί να μην νιώσει τόση αηδία μέσα του όση ένιωσα εγώ.
Αυτοβιογραφία Τύπου 2
Μέσα λοιπόν σε αυτό το τοξικό περιβάλλον όπου μεγαλώσαμε εγώ με την αδερφή μου, και μετά από χιλιάδες λάθη που έκανα και συνεχίζω να κάνω, ξεκίνησα να μιλάω, να αντιδρώ και να το αφήνω όλο αυτό έξω από εμένα. 
Αν πεις στον πατέρα μου ότι αντικειμενικά έχει κάνει λάθη και πως σίγουρα πάσχει από κάποια ψύχωση, το πιο πιθανό είναι σε απειλήσει, να φύγει από το σπίτι, να ρίξει το φταίξιμο στην μάνα μου και να γίνει αυτός ο φαύλος κύκλος. 
Όσον αφορά την μάνα μου, όσο δυνατή γυναίκα κι αν είναι, στα μάτια μου ήταν πάντα αδύναμη και δυστυχώς έτσι έγινα και εγώ.
Πηγαίνετε τα παιδιά σας για ψυχοθεραπεία και όταν γυρνάτε και κλείνετε την πόρτα παραμένετε το ίδιο σκατάθρωποι. Μην πληρώνετε τζάμπα, η λύση βρίσκεται μπροστά σας. Όταν το σπίτι σου σε στηρίζει και σε αποδέχεται γι’ αυτό που είσαι, δεν φοβάσαι τίποτα και κανέναν. Όταν δεν το κάνει και συνεχώς σε διώχνει, τότε το παιδί σου θα πάει για ψυχοθεραπεία και καλά θα κάνει. Τουλάχιστον αυτό ίσχυε στην δική μου περίπτωση.  
Φαντάζομαι υπάρχουν πολλοί λόγοι, ή κανένας, για να κάνεις ψυχοθεραπεία. Η οποία είναι ίσως το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου. Όπως έκανα εγώ. 
Φέτος το καλοκαίρι δούλεψα ένα μήνα δωρεάν στην βιβλιοθήκη. Αυτό μου έμαθε πολλά. Γνώρισα υπέροχους ανθρώπους. Έμαθα να βάζω τα βιβλία στη θέση τους. Όπως τους αρμόζει. Δεν υπάρχουν εύκολα βιβλία ή δύσκολα. Υπάρχουν μόνο βιβλία που μπορείς να αντέξεις. Υπάρχουν αλήθειες που μπορούν να σου δώσουν κι αν εσυ θες να τις δεις. Ή καλύτερα αν είσαι έτοιμος να τις ακούσεις. 
Θέλω να πω ένα ευχαριστώ στον Κρίστο, τον σκιτσογράφο, που δεν είναι άλλο πια μαζί μας. Τον γνώρισα όταν ήμουν 16, και τότε έγραφα τα πρώτα μου ποιήματα. Πάντα μου χαμογελούσε και μου έλεγε πως είμαι μια αληθινή ποιήτρια. Μόλις τα είχε διαβάσει μου είχε πει να βγάλω ένα βιβλίο. Ο Κρίστο πίστευε σε μένα.
Βλέπω την γενιά μου να ανεβάζει στίχους ποιητών και να γράφει. 
Η ποίηση είναι σαν το κέντημα. Η ποίηση είναι τρόπος ζωής. Δεν χωράει σε οθόνες και περιγραφές.
Όταν έδωσα δεύτερη φορά εξετάσεις, πάλευα να δείξω στους άλλους πως τελικά αξίζω. Έγραφα πάντα τέλεια, τελείωσα με τέλειο βαθμό. Όλα ήταν τέλεια επιφανειακά. 
Μέσα μου όμως ήμουν ράκος. Όταν πήρα το πτυχίο στα χέρια μου, ένιωσα κατάρρευση. Ένιωσα πως είχα παρατήσει τον εαυτό μου σε αγάπες θολές, σε καταστάσεις βουβές. 
Από τότε ξεκίνησα να φτιάχνω τον κόσμο μου. Μου πήρε ένα χρόνο να βγω από το σπίτι. Ο φόβος με είχε κυριεύσει. Πίστευα πως θα έκανα μεταπτυχιακό γρήγορα, κάποιος καθηγητής θα με έπαιρνε στο πλευρό του για να ξεκινήσω να κάνω έρευνα. Μου αρέσει η έρευνα, γιατί μπορώ και συνδέω καταστάσεις όπου με λίγη φαντασία μπορείς να ανακαλύψεις καινούργιους κόσμους. 
Τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι. Τα αγγλικά μου ήταν μέτρια προς κακά και το πορτοφόλι μου άδειο. 
Άρχισα να δουλεύω, έβγαλα τα πρώτα μου λεφτά, τα οποία τα έφαγα όλα. Είμαι καλή στο να τρώω λεφτά. Αναρωτήθηκα μέσα μου τι τελικά θέλω να κάνω. Δεν βρήκα απάντηση και κάπου εκεί άρχισα να υπάρχω. 
Διαγνώστηκα με ένα αυτοάνοσο στα είκοσι μου, εκεί κατάλαβα πόση δύναμη κρύβεται μέσα μου. Ζω με αυτό , όπως και με τις κρίσεις πανικού. Δεν το φοβάμαι, το έχω βάλει για ύπνο. 
Μου άρεσε το αντικείμενο μου, η οικονομία. Με κρατάει σε μια ισορροπία που δεν μπόρεσα να βρω αλλού. Πάντα ήμουν καλλιτεχνική φύση και πάντα γράφω όταν θέλω να ξεφύγω.  
Αυτοβιογραφία Τύπου 3
Δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος του έξω. Πάντα μου άρεσε να κάθομαι στο σπίτι, ή να πηγαίνω σε μέρη με λίγο κόσμο, ή ακόμη και καθόλου. Επιλέγω τα δάση, τα βουνά και την θάλασσα. 
Φοβάμαι τα αεροδρόμια, τα ΚΤΕΛ και τα λιμάνια, ακόμη κι αν ξέρω ότι μπορούν να με πάνε παντού. Δεν ξέρω γιατί τα φοβάμαι και ούτε θέλω να μάθω. Μόνο στους σταθμούς των τρένων νιώθω ελευθερία. Ούτε εδώ έχω απάντηση στο γιατί.
Είναι πολύ σημαντικό να μάθεις στον εαυτό σου να μπορεί να πάει όπου θέλει και όποτε θέλει, έτσι απλά μόνος του. Αυτό είναι ίσως κάτι που θα κυνηγήσω τα επόμενα χρόνια.  
Κάποιος με είχε ρωτήσει αν μου αρέσουν τα ταξίδια. Και του είχα απαντήσει όχι. Επειδή φοβόμουν ή επειδή νόμιζα πως δεν έχουν να μου δώσουν κάτι περισσότερο από αυτό που έχω ήδη πάρει. Τώρα όμως όλα έχουν αλλάξει.
Μαθαίνω να ταξιδεύω και έτσι μαθαίνω να ζω.
Οτιδήποτε και αν νιώθω, το νιώθω έντονα. Σχεδόν ποτέ δεν κρατάω κακία. Το σπίτι μου είναι πάντα ανοιχτό. Έχω υπάρξει τοξικό άτομο, αλλά αυτό ανήκει στο παρελθόν. 
Τώρα είμαι κάτι άλλο, κάτι που εξελίσσεται και δεν μπορεί να με σταματήσει κανείς. Αγαπάω πολύ τους ανθρώπους αν και πολλές φορές δεν μπορούν να καταλάβουν.
Είμαι από τις γυναίκες με Γ κεφαλαίο! Σε εμένα δεν χωράει καμία πατριαρχία, καμία παθητικότητα, κανένας καθωσπρεπισμός! Την μία ντύνομαι αγόρι, την άλλη κορίτσι. Αγαπώ, αυτοπροσδιορίζομαι και συνεχίζω. Δεν ονειρεύτηκα να γίνω καμία πριγκίπισσα, ούτε με φαντάστηκα να πλένω πιάτα και να στήνω τραπέζια για τον σύντροφο μου. Τα πράγματα είναι ίσα και δίκαια. Καμία επιβολή πάνω μου δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Δεν θα δικαιολογήσω ποτέ κανέναν βιαστή. Κανέναν που χτύπησε είτε λεκτικά,είτε σωματικά.
Δεν θα δικαιολογήσω την πολυγαμικότητα εξαιτίας του φύλου. Άλλωστε, αυτό είναι στο χαρακτήρα και όχι στο όργανο. Δεν θα κάνω παιδί επειδή πρέπει, ούτε θα παντρευτώ επειδή πρέπει! Επειδή περνάνε τα χρόνια!
Θα κάνω ότι θέλω μόνο όταν το θέλω. 
Δεν είμαι από τις γυναίκες που συναντάς συχνά, αλλά είμαι από αυτές που σίγουρα θυσίασαν πολλά για την ελευθερία σου, ακόμη και αν αυτό δεν το βλέπεις.  
Κάποια στιγμή θα γράψω «το τρίτο φύλο», προς τιμήν της Σιμόν, μόνο που θα σου μιλήσω για την σεξουαλικότητα του ατόμου, για τις κοινωνικές δομές, για τα παιδικά σου χρόνια και ένστικτα. 
Μου χρειάζεται ένα ολόκληρο βιβλίο για να σου δείξω και να σε πείσω να αποδεχτείς. 
Θα χρειαστεί ίσως μια ολόκληρη ζωή,
για να καταλάβεις. 
Αυτοβιογραφία Τύπου 4
Η αδερφή μου είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Την λένε Σαρί. Έχουμε 5 χρόνια διαφορά. Είμαστε πολύ διαφορετικές αλλά με βασικά,κοινά χαρακτηριστικά. 
Είμαι αληθινή στην αδερφή μου και αυτό είναι πολύ σημαντικό. 
Αν κάποια πράγματα έμαθα, μέχρι τα 28, είναι πως δεν έχουν σημασία τα χρόνια αλλά τα βιώματα.
Σε εμένα κάποια πράγματα ήρθαν διαφορετικά από ότι τα περίμενα. Επεσα, λύγισα, σηκώθηκα, λύγισα, έπεσα, σηκώθηκα και συνεχίζω να επαναλαμβάνω.
Η ζωή είναι ωραία όταν την ζεις στο τώρα, γιατί αυτό έχεις. Το τώρα! Είναι πολύ σημαντικό να εκτιμάς. Να μην λες ψέματα στους ανθρώπους και να είσαι τίμιος και ειλικρινής. Να διεκδικείς γι’ αυτά που πιστεύεις και να μην γίνεσαι φερέφωνο κανενός. Να μην κάνεις πράγματα με βάση αυτά που λέει ο κόσμος. Θα οδηγηθείς στον γκρεμό, στην πτώση. Να κάνεις πράγματα που σε εκφράζουν, να παίρνεις τον χρόνο σου.
Να είσαι αντικειμενικός και δίκαιος με τον εαυτό σου.
Να σε αγαπάς, να ξυπνάς κάθε πρωί με τις στραβές και τις καλές μέρες και να σου μιλάς. Μην είσαι αυστηρός. Μην δέρνεις το ίδιο σου το σώμα και την ψυχή. Να κάνεις τρέλες αλλά μέχρι ένα σημείο.
Αύριο είναι μια άλλη μέρα. Μην την σπαταλάς σε καταστάσεις που δεν άλλαξαν εδώ και χρόνια. Γίνε εσύ για τον εαυτό σου αυτά που δεν μπόρεσαν να γίνουν οι άλλοι, ακόμη και αν ήταν η ίδια σου η οικογένεια. Να έχεις προσωπική άποψη με βάση, να διαβάζεις, να χάνεσαι στον κόσμο σου.
Η ζωή δεν είναι μια τυπικότητα αν πηγαίνει ως εξής, σπίτι-δουλειά,-ύπνος -δουλειά-σπίτι.  Μην αφήνεις την ζωή σου σε γκρι φόντο.
Αυτοί που σε αγαπάνε, σε αγαπάνε γι’ αυτό που είσαι και όχι γι’ αυτό που θέλουν να γίνεις.
Να έχεις προσωπικότητα και ρυθμό. Μην μιμείσαι κανέναν. Να παίρνεις ιδέες, αλλά να μην γίνεσαι η κούκλα στη βιτρίνα.
Βάλε τα δικά σου να, τα πραγματικά σου να - αυτά που θα σε οδηγήσουν στην αλήθεια σου. 
Οι άνθρωποι είναι εύθραυστοι, ανεξήγητοι , παρορμητικοί, καταδικασμένοι, αφελής, φοβιτσιάρηδες, μοναχικοί, κοινωνικοί, τοξικοί, μελαγχολικοί, χαρούμενοι, αδύναμοι, δυνατοί, μαλάκες, καλοί, σοβαροί, ανίκητοι...
Είμαστε πολλά μαζί . Είμαστε πολυσύνθετες μορφές, με ουσίες εσωτερικά ανίκητες καμιά φορά. Αλλά είμαστε εμείς και αυτό δεν αλλάζει. Είμαστε περαστικοί σε έναν κόσμο που είναι καταδικασμένος να καταστραφεί. Δεν είμαστε τα παιδικά μας χρόνια, δεν είμαστε αυτό που είδαμε, είμαστε αυτό που προσπαθούμε να γίνουμε. Μια φορά εγκατέλειψα την προσπάθεια και έμεινα μακριά από την αλήθεια.
Όμως δεν με καταδικάζω πια. Γιατί αυτό είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη να πονέσω για να φτάσω σε αυτό το σημείο. Η διαδρομή μου ήταν αυτή. Τα δάκρυα μου πλέον είναι από τσιμέντο. Ακόμη κι αν πεθάνω αύριο, ξέρω ότι θα φύγω γεμάτη και ότι ήμουν αληθινή.
Καμιά φορά μένω στους τίτλους. Παλεύω με το στρες, τον πανικό, το αλκοόλ, το τσιγάρο. Δεν είμαι ηρωίδα, είμαι άνθρωπος που περνάω από πολλά στάδια. Πάντα κρατάω το σχοινί δεμένο, γιατί χωρίς αυτό δεν θα φτάσω στην άλλη άκρη.
Όταν βγαίνω με φίλους, πίνω κρασί. Μου αρέσει να τους ακούω να μου λένε τις ιστορίες τους. 
Μια μέρα συζητούσαμε για την κληρονομιά που αφήνουμε.  
Αναρωτιόμουν τι θα αφήσω. Δεν είμαι διάσημη. Δεν με ξέρει ο κόσμος. Όλα οδηγούν στο κενό.
Για ένα λεπτό συλλογίστηκα.
Όλη η ζωή μου είναι μια κληρονομιά. Η αυτοβιογραφία ένα, δύο, τρία,τέσσερα είναι μια περίληψη και συνεχιζεται, τώρα που σας μιλάω. Μια πολύ σύντομη περίληψη με συγκεκριμένα γεγονότα.
 Όλα οδηγούν στο κενό.
Πως τολμάω να το σκέφτομαι αυτό;
Έχω γράψει εκατό ποιήματα, τα τριάντα τα είχα κάψει κάποια στιγμή. Τα υπόλοιπα είναι αναρτημένα με ψευδώνυμα, είτε Singularite Minds, είτε Ceiling Disgust, είτε Κατρίν, το όνομα μου δηλαδή.
Στο σημειωματάριο μου έχω 3 κείμενα σε α’ πρόσωπο που δεν τα έχω δημοσιεύσει ακόμη. Έχω γράψει τον Πιλ, δηλαδή τον Ήρωα του Τρένου 1 και 2.
Αν τα βάλω σε μια σειρά θα το δεις και εσύ. Είναι κληρονομιά.
Άλλωστε τι είμαστε;
Μικρές περιληπτικές αυτοβιογραφίες, σε μια αιωνιότητα!
Η Κρινιώ μας εμπιστεύτηκε ένα κείμενο από το blog της για τα ποτρέτα μας. Έχει γράψει για πολλά θέματα, σε πολλά μέσα. Μένει στη Δράμα, γράφει από μικρή, διαβάζει όποτε μπορεί, και πειραματίζεται.
Το gif είναι βασισμένο σε artwork της Γεωργίας Γαβριήλογλου. Ψάχνει συνεχώς νέους τρόπους να εκφραστεί και να πει ιστορίες, μέσα από τα γραφιστικά της.
0 notes
adverbzine · 3 years
Text
interlude [δεύτερο]
Tumblr media
γράφει η Γεωργία Γαβριήλογλου | επιμελείται ο Κωνσταντίνος Καραΐσκος
Άκου ενώ διαβάζεις σε Spotify, Apple, Google Podcasts
Παντού σε σκέφτομαι. Σε όλες τις στιγμές που μπορεί να βρίσκονται στα νερά, στην αυγή, που ο ήλιος ανεβαίνει και η θάλασσα μιλά ήρεμα και σταθερά, σε θυμάμαι στην τράτα που δειλά βγαίνει στο κύμα, ή επιστρέφει από την βάρδια. Στο αεράκι και την ησυχία του Αυγούστου, στο μεσημεριανό ήλιο που μας ακουμπά, στους απογευματινούς καφέδες της ραστώνης, στα βραδινά μας που περπατάμε και μιλάμε κι ύστερα, πριν κοιμηθώ, τυραννικά γεννιέται η επιθυμία γεννιέται η επιθυμία να σε κλάψω αλλά δεν κλαίω εσένα παρά μόνο την ανεξάντλητή μου επιθυμία για στοργή. Για μοιρασιά και έρωτα.
Ή ίσως κι εσένα που έφυγες και δεν επέστρεψες ποτέ για να ακούσεις όσα έμειναν μέσα μου.
Η Γεωργία Γαβριήλογλου είναι από Δράμα, σπούδασε στη Σύρο. Ψάχνει συνεχώς νέους τρόπους να εκφραστεί και να πει ιστορίες, μέσα από τα γραφιστικά της, πλέον και από ποιήματα.
Το gif είναι βασισμένο σε artwork της.
0 notes
adverbzine · 3 years
Text
Συναισθησία
Tumblr media
γράφει ο Κωνσταντίνος Καραΐσκος
Άκου ενώ διαβάζεις σε Spotify, Apple, Google Podcasts
Το πιο περίεργο με τη λέξη «θάνατος» είναι ότι είναι όλη κίτρινη. Τόσο ανοιχτά κίτρινη, που για πολύ καιρό πίστευα ότι ήταν λευκή. Πάντα πίσω καταλήγω.
Και όλη μέρα ψάχνω κάπου να διοχετεύσω τα νεύρα και τη θλίψη που δεν ξέρω γιατί έχω, κάθε μέρα τρέχω, ζωγραφίζω, χορεύω, φεύγω απ' το σπίτι και προσπαθώ να καθυστερήσω όσο το δυνατόν περισσότερο τη στιγμή που θα γυρίσω πίσω, ελπίζοντας, ίσως, να μην κοιμηθώ σ' αυτό, αλλά όχι. Τα λέω πολύ ήρεμα και αποστασιοποιημένα στην κάμερα, αλλά κάθε πρωί ξυπνάω, κάθε βράδυ κοιμάμαι και νιώθω... ότι κάτι λείπει. Φαίνομαι... Μάλλον. Όχι, δεν είμαι καλά.
Αν απλά από 'δω και πέρα ξυπνάω με την ελπίδα ότι θα γυρίσει πίσω , και μετά την επόμενη μέρα ξυπνάω και ξέρω ότι όλα είναι καλά, ότι δεν φταίω εγώ, η ζωή συνεχίζεται, και μετά ξανά το ίδιο, πολλές φορές ακόμα και την ίδια μέρα ξανά και ξανά το ίδιο, αν απλά έχω τρελαθεί; Ναι, θυμάμαι, τελευταία φορά που το σκέφτηκα αυτό, τελικά όλα έγιναν καλύτερα, αλλά αν εκείνη ήταν η τελευταία τέτοια φορά; Νομίζω είμαι πάλι στη φάση που πιστεύω ότι όλα έχουν τελειώσει, ότι πρέπει να αποδεχτώ ότι θα μείνω μόνη.
Μένει ένα μαύρο, μέσα σε αυτό αρχίζω σιγά σιγά να διακρίνω την ιστορία που θέλω να αποτυπώσω. Είναι οι πιο πολύπλοκες βέβαια, όταν τελικά κάθομαι και παίρνω τα χρώματα στα χέρια μου και το χαρτί μπροστά μου, τα χρώματα εξαφανίζονται. Ναι, ζωγραφίζω και δικές μου ιστορίες.
Είναι πάντα αυτές με τα πιο πολλά χρώματα, τους πιο περίπλοκους συνδυασμούς, χωρίζονται σε πολλά σκέλη, αλλά όλα τα σκέλη κάπου θα αναμειχθούν, πολλές φορές δεν θα βγαίνει καν νόημα. Α, αγαπημένες μου είναι οι ιστορίες χωρισμού. Μου είναι πολύ εύκολο, για κάποιο λόγο, να τα αποτυπώσω αυτά σε χαρτί, και ενώ εγώ μπορώ να δω ξεκάθαρα τις λέξεις, τις προτάσεις στους πίνακες, ακόμα κι αυτοί που δεν μπορούν, καταλαβαίνουν πάντα τι αφηγούνται. Γενικά όταν κάποιος μου λέει μια ιστορία, αμέσως βλέπω χρώματα να εμφανίζονται, να μπλέκονται, να ανακατεύονται, να αλλάζουν.
Τα πορτρέτα σκέψεων των φίλων μου είναι το χαρακτηριστικό μου.
Είναι κατακόκκινο. Εμένα με λένε Αναστασία.
Το Πάρης τυχαίο όνομα. Όταν γνωρίζω κάποιον, ακούω το όνομά του και κατευθείαν ξέρω τι χρώμα είναι, οπότε μετά όποτε βλέπω αυτό το συγκεκριμένο πράσινο, μου έρχεται στο μυαλό ο Πάρης, ή όποτε βλέπω τον Πάρη, σκέφτομαι το χρώμα και συνειρμικά θυμάμαι το όνομα.
λέω «σχεδόν» και «λίγο» γιατί δεν έχω καταλάβει ακόμα πώς λειτουργεί, τι ακριβώς βλέπω και τι νομίζω ότι βλέπω επειδή αυτό πιστεύω ότι πρέπει να δω, γενικά όλο αυτό δεν μοιάζει με τίποτα και δεν βγάζει κανένα νόημα, δεν το καταλαβαίνω καν όταν συμβαίνει τις περισσότερες φορές.
Μοιάζει πολύ με το «όλα θα αλλάξουν» και με το «όλα τελείωσαν.» Τα πιο περίεργα είναι τα κίτρινα-κάτι, συνήθως κίτρινα-καφέ-κάτι θα τα χαρακτήριζα, αλλά δεν ξέρω αν αυτό περιγράφει ακριβώς το χρώμα και τι εννοώ, πάντως το πιο περίεργο χρώμα το έχει η συγγνώμη.
Ο έρωτας είναι σχεδόν κίτρινος- Η αγάπη είναι λίγο μπλε- ναι, ούτε εγώ το περίμενα, όλοι λέγανε για κόκκινη.
Ο Κωνσταντίνος Καραΐσκος είναι από Καβάλα και σπουδάζει στην Ξάνθη. Θέλει να μοιράζεται περίεργες ιστορίες. Ελπίζει ότι τα καταφέρνει.
Το gif είναι βασισμένο σε artwork της Γεωργίας Γαβριήλογλου. Ψάχνει συνεχώς νέους τρόπους να εκφραστεί και να πει ιστορίες, μέσα από τα γραφιστικά της.
1 note · View note
adverbzine · 3 years
Text
interlude [πρώτο]
Tumblr media
γράφει η Γεωργία Γαβριήλογλου | επιμελείται ο Κωνσταντίνος Καραΐσκος
Άκου ενώ διαβάζεις σε Spotify, Apple, Google Podcasts
Πόσο μου άρεσε που σε είδα να κατεβαίνεις τις σκάλες. Πόσο με άγγιξε το ότι δεν σε ξέρω, δεν σε έμαθα ακόμα αλλά χώθηκες κάπως στη ζωή μου. Πόσο θα κρατήσει η εικόνα σου, με το ένα πόδι στη σκάλα να ακουμπάς την κιθάρα κι εγώ να σκέφτομαι πως ό,τι ποτέ μου αποζητούσα είναι αυτό: δύο χέρια να παράγουν ευτυχία. Πόσο θα βλέπω τώρα τα μάτια σου σε τοίχους και πόρτες κλειστές.
Πόσο θα ‘θελα να ήθελες κι εσύ όσα περνάνε αστραπιαία από μέσα μου. Πόσο καιρό θα αντέξω πάλι την προσπάθεια να μην σκέφτομαι, να μην σε σκέφτομαι. Ήρθες κινηματογραφικά κι αθόρυβα σαν μια γραμμή φωτός. Ήρθε χωρίς πεποίθηση, χωρίς ιδέα για το τι μπορείς να προκαλέσεις ήρθες και ξέχασες ν’ αφήσεις κάτι πίσω.
Ήρθες με χαρά και φεύγεις με χαρά. Αλλά εγώ μένα μ’ ένα άδεισμα πάλι, που θα τεντώσει τα κοφτερά μου συναισθήματα. Εγώ θα μείνω χωρίς εσένα, χωρίς τίποτα, να διαλύομαι στις επιφάνειες της ανυπαρξίας μου. Πόσο μου άρεσες,
Μα πόσο δεν μου αρέσω εγώ τώρα.
Η Γεωργία Γαβριήλογλου είναι από Δράμα, σπούδασε στη Σύρο. Ψάχνει συνεχώς νέους τρόπους να εκφραστεί και να πει ιστορίες, μέσα από τα γραφιστικά της, πλέον και από ποιήματα.
Το gif είναι βασισμένο σε artwork της.
0 notes
adverbzine · 3 years
Text
Ο Ορέστης
Tumblr media
κείμενο από τους Α, οκέυ
Άκου ενώ διαβάζεις σε Spotify, Apple, Google Podcasts
Υπήρχε ένα μικρόσωμο αγόρι στο σχολείο μας που μιλούσε ελάχιστα, ο Ορέστης. Έκανε παρέα μια στο τόσο με τους μηχανόβιους, αλλά δεν είχε παπάκι. Κάπνιζε από νωρίς, δεν ξέραμε κάτι για κορίτσι και το χιούμορ του δεν ταίριαζε με κανενός. Κατάπινε δύσκολες μέρες απ’ τους νταήδες, με το τηλέφωνο στο αθόρυβο και σφιγμένο στο χέρι, να φαίνεται ακόμη η σελίδα με τα αντρικά κορμιά που χάζευε με θαυμασμό. Περνούσε, αν χρειαζόταν ποτέ, απαρατήρητος. Το αγόρι φορούσε φαρδιά πουλόβερ και στενά παπούτσια και κοιτούσε τον εαυτό του κάθε μέρα στον καθρέφτη μ’ αναστεναγμούς.
Ήξερε, βαθιά μέσα του κι από πολύ-πολύ νωρίς ο Ορέστης, ότι αυτό που που έδειχνε το γυαλί δεν ήταν η πραγματική του εικόνα. Αυτά τα χέρια, αλλουνού, τα πόδια, ο λαιμός, οι γωνίες του, όλα αλλουνού. Δεν ήταν δικά του. Ήταν ξένα, κάποιος τα μπέρδεψε. Μα ήταν μικρός ακόμη και περίμενε, όσο μάθαινε τι είναι άντρας. Έβλεπε το σώμα του να αλλάζει, όχι με την ίδια ταχύτητα όπως των υπόλοιπων αγοριών, ούτε με τον ίδιο βίαιο ήχο που κάνουν τα κόκαλα όταν τεντώνονται κι οι τρίχες όταν μακραίνουν. Άλλαζε, μα δεν άλλαζε προς τα κει που ήθελε ν’ αλλάξει. Έδωσε όση υπομονή μπορούσε.
Λίγα χρόνια πέρασαν, πέρασε κι εκείνος κάπου κι έφυγε απ’ το σπίτι. Η μάνα του δεν ήξερε πια πώς πέρναγε τις μέρες του και με ποιους. Του έλεγε να καπνίζει λιγότερο και να τρώει καλύτερα, κάποια στιγμή εισακούστηκε. Δεν είχε ιδέα για το ιστορικό αναζήτησης του κι όλους τους τρόπους που το ανθρώπινο σώμα μπορεί να γίνει γλυπτό. Κάποια στιγμή έμαθε για τα φάρμακα, μα χάρηκε που το παιδί της ήταν καλά, αρκεί να πρόσεχε, είχε ακούσει γι’ αυτά τα πράγματα. Για τα συμπληρώματα διατροφής, για τις ατέλειωτες ώρες περίεργων ασκήσεων γυμναστικής, για τις ορμόνες. Πολλές ορμόνες, καμία που να τη δέχεται ο κόσμος.
Τώρα κοίτα τον. Ο Ορέστης. Κοίτα πώς περπατάει, πώς κουνιέται το κορμί του που έχει αλλάξει κι είναι για κάποιους φοβερό κι επικίνδυνο. Τώρα δεν τον λένε μόνο Ορέστη, έχει κι ένα άλλο όνομα για όταν ανεβαίνει στη σκηνή μ’ ένα μικροσκοπικό βρακάκι κι επιδεικνύει το έργο του, που του ‘φαγε τόσες λόξες και δάκρυα και χρόνια να το φτιάξει. Το σώμα του που είναι ένα θαύμα και που μια μέρα θα μαραζώσει, μα καμιά μέρα δεν θ’ ασχημύνει. Λένε ότι έκανε κι εγχειρήσεις. Στον δρόμο τον κοιτάνε περίεργα, τα παιδάκια τον δείχνουν στις μανάδες. Κάποιοι του χαμογελούνε πονηρά, κάποιοι αλλάζουν και πεζοδρόμιο. Δεν μπορεί πια να περάσει απαρατήρητος.
Ο Ορέστης είναι ένας ευτυχισμένος μποντυμπιλντεράς.
Tumblr media
Στο Α, οκέυ θα βρεις διηγήματα και φωτογραφίες, σε μορφή facebook post. Καμιά φορά, μοιράζονται ιστορίες με άλλα sites, χαιρόμαστε που είμαστε ένα από αυτά!
Η φωτογραφία συνοδεύει το αρχικό facebook post. Είναι της Μαρίας Β.
Το gif είναι βασισμένο σε artwork της Γεωργίας Γαβριήλογλου.
1 note · View note
adverbzine · 3 years
Text
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες
Tumblr media
γράφει η Αγγέλα Ισαακίδου | επιμελείται ο Κωνσταντίνος Καραΐσκος 
Άκου ενώ διαβάζεις σε Spotify, Apple, Google Podcasts
Ο ήλιος ακουμπά απαλά την γάμπα της και συνεχίζει την πορεία του προς τα πάνω. Της αρέσει να κοιμάται γυμνή, την κάνει να νιώθει όμορφα. Ξυπνάει από την ζέστη του Αυγουστιάτικου πρωινού που γεμίζει το δωμάτιο σαν ένα αόρατο φάντασμα. Τι όμορφη που είναι…
Ένιωθε μόνη, όμως το έχει συνηθίσει. Οι περιστασιακοί έρωτες την είχαν κουράσει· έδινε τον καλύτερό της εαυτό σε ανθρώπους που λογικά δεν θα την θυμούνται πια. Ο ανούσιος πόνος την είχε φθείρει· αν πρέπει να πονέσει, ας το κάνει για κάποιον που το αξίζει. 
Το σπίτι της είναι μικρό, γεμάτο βιβλία και σημειώσεις. Ένα παλιό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Τέσσερις τοίχοι που μέσα τους κρατάει όμηρο τον ίδιο της τον εαυτό. Μυρίζει τσιγάρο και καφέ από εχθές το απόγευμα. Σηκώνεται και ανοίγει διάπλατα το παράθυρο. 
Η πόλη ακόμα κοιμάται, ακούγεται μόνο η μονότονη μελωδία των αυτοκινήτων από μακριά. Το αστικό τοπίο απλώνεται απέραντο μπροστά της, νιώθει πως βλέπει μια εικόνα ζωγραφιστή, νιώθει πως άμα απλώσει το χέρι της μπορεί να παρέμβει σε αυτήν. Ίσως να φταίει η μυωπία της για αυτό, ίσως να θέλει να φανταστεί τον εαυτό της ολομόναχο, μέσα σε ένα δωμάτιο φτιαγμένο μόνο γι’ αυτήν. Χωρίς κανέναν άνθρωπο στις μακρινές πολυκατοικίες, χωρίς παιδιά στα σχολεία κι άστεγους να κοιμούνται στα πεζοδρόμια.
Στρέφει το βλέμμα της προς τον ήλιο. Ανοίγει τα χέρια της, τεντώνεται, θαρρείς και πάει να τον αγκαλιάσει. Κάποιες μέρες ίσως και να θέλει να τον πιάσει και να την κάψει. Κάποτε είχε διαβάσει ότι το φως του ήλιου κάνει περίπου οκτώ λεπτά να φτάσει στην γη, κι ότι τα φωτόνια που τον αποτελούν κάνουν δεκάδες χιλιάδες χρόνια να παραχθούν μέσα στον καυτό του πυρήνα. Εκείνη τη μέρα, όλο το φως του ήλιου, όλο το φως που υπάρχει, επέλεγε να φωτίσει μόνο αυτή.
Πηγαίνει προς την κουζίνα και το βήμα της δίνει τον ρυθμό στο ρολόι, για να μετρήσει τα δευτερόλεπτα. Μέχρι κι ο χρόνος κυλάει μονάχα γι' αυτήν. Γυρνάει προς το παράθυρο και το κλείνει. Ο ήλιος, για να την πείσει να καθίσει λίγο παραπάνω μαζί του, σηκώνεται ψηλότερα, ακολουθώντας την γνωστή του διαδρομή. Μάταια. 
Ανάβει το πρωινό της τσιγάρο μηχανικά. Την καίει γλυκά. Ο λευκός καπνός την χαϊδεύει και παίρνει την μυρωδιά της. Όλο το σύμπαν δουλεύει γι’ αυτήν, χωρίς να το ξέρει, όσο συνεχίζει να ζει στην μοναξιά της.
Tumblr media
Η Αγγέλα Ισαακίδου είναι από Καβάλα, σπουδάζει στα Ιωάννινα. Λέει ιστορίες συνήθως με τον χορό, αποφάσισε να δοκιμάσει με το γράψιμο. Μας εμπιστεύτηκε ένα “πορτρέτο” που έγραψε, για το πιο πρόσφατο έντυπο zine μας.
Το gif είναι βασισμένο σε artwork της Γεωργίας Γαβριήλογλου. Ψάχνει συνεχώς νέους τρόπους να εκφραστεί και να πει ιστορίες, μέσα από τα γραφιστικά της. Είναι η Art Editor του adverb zine.
Το artwork στο τέλος είναι της Ξένιας. Έκανε τα περισσότερα artworks της σελίδας 0.
Πρόκειται για αναδημοσίευση του πρώτου κειμένου που δημοσιεύτηκε στο adverb.
0 notes
adverbzine · 3 years
Text
Τι συμβαίνει αφού μιλάμε
Tumblr media
γράφει ο Κωνσταντίνος Καραΐσκος
Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που είπα στη μαμά μου ότι είμαι γκέι. Θυμάμαι ακόμα πόσο έτρεμαν τα χέρια μου, οριακά τρέμουν τώρα που γράφω στο πληκτρολόγιο. Μπορεί και να έκλαψα, δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς έγινε, θυμάμαι όμως τα συναισθήματα. Και κυρίως τα συναισθήματα που έφυγαν από εκείνη τη μέρα και έπειτα. Πλέον, δεν έκρυβα τίποτα.
Και δεν χρειαζόταν να κρύψω τίποτα, αφού το άτομο που φοβόμουν περισσότερο να το πω, πλέον το ήξερε. Χρησιμοποιούσα πάρα πολλή ενέργεια μέχρι τότε για να κρύψω, να προσέξω τι θα πω, πώς θα κινηθώ, με ποιους θα βγω, τι θα μοιραστώ. Ναι, σκεφτόμουν και τι θα μοιραστώ από αυτά που ζούσα, τώρα συνειδητοποιώ πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό.
Πλέον, δεν χρειαζόταν. Ή χρειαζόταν λιγότερο. Όλη αυτή η ενέργεια ήταν πάλι δική μου, να τη διαχειριστώ όπως θέλω, να ζω χωρίς βάρος και πιο ήρεμα. Να είμαι, όσο το δυνατόν περισσότερο ο εαυτός μου, κι ακριβώς αυτόν τον εαυτό να δείχνω στ@ υπόλοιπ@. Να με γνωρίζουν όπως είμαι, να γινόμαστε φίλ@ πραγματικά, να εμπιστευόμαστε.
Μεγαλύτερη χαρά όταν ήρθανε (και έρχονται) δίπλα μου άτομα που επίσης έχουν μιλήσει. Που καταλαβαίνουν εντελώς τον φόβο πριν, που πήραν επίσης πίσω την ενέργεια και βρήκαν (και βρίσκουν) τα εαυτά τους. Για πρώτη φορά, ίσως, δεν ήμουν (και δεν είμαι) πια μόνος, η κοινή εμπειρία μας ενώνει και μας “παρηγορεί”, όχι επειδή κάναμε κάτι λάθος μέχρι τώρα, αλλά επειδή δεν μας άφηναν να βρούμε ο ένας τον άλλο.
Η ιστορία μας, μέχρι τώρα, γίνεται και πάλι δική μας. Μπορούμε να δώσουμε τη δική μας αλήθεια, πέρα από κουτσομπολιά κι υποθέσεις, μπορούμε να μοιραστούμε τις εμπειρίες, τα συναισθήματά μας, και να απαιτήσουμε να μας ακούσουν, εμάς, κανέναν άλλον. Να μας ακούσουν και άτομα σαν εμάς, να μας βρουν, για να μιλήσουμε, να πάρουν δύναμη και να μιλήσουν και αυτά.
Κάποιοι μπορεί να σκεφτούν “Γιατί το κάνεις τόσο θέμα; Γιατί χρειάζεται να το μάθει όλος ο κόσμος;”. Αρχικά, θα το κάνω τόσο θέμα όσο πιστεύω εγώ ότι είναι. Δεν είσαι εσύ στη θέση μου, δεν έχεις εσύ τους δικούς μου γονείς, ή τον δικό μου περίγυρο. Είμαι τυχερός, μπορεί και να μην ήμουν.
Δεύτερον, δεν βοηθά κανέναν αυτή η δήλωση, παρά μόνο τις συνθήκες και τις ιδεολογίες που μας καταπιέζουν ούτως ή άλλως. Δίνουν άλλοθι, και καλά ότι δεν υπάρχουν, και φορτώνουν εμάς με το νέο βάρος του “φταίω εγώ, δεν είμαι αρκετά γενναίο τελικά, είμαι υπερβολικό”. Όχι, έχουμε αρκετό βάρος ήδη και όχι, δεν φταίμε εμείς. Είμαστε δυνατ@ και θα μιλήσουμε για να νιώθουμε άνετα.
Ας συνεχίσουμε να μιλάμε, για να είμαστε πιο ελεύθερ@. Ας συνεχίσουμε να μιλάμε, για να δεθούμε όλ@ μαζί. Ας συνεχίσουμε, για να ξεκινήσουν κι άλλ@.
Ο Κωνσταντίνος Καραΐσκος έγραψε ένα κείμενο για ένα πανεπιστημιακό περιοδικό. Δεν έγινε αποδεκτό εκεί, οπότε ανεβαίνει εδώ.
Είναι από Καβάλα και σπουδάζει στην Ξάνθη. Θέλει να μοιράζεται περίεργες ιστορίες. Ελπίζει ότι τα καταφέρνει.
2 notes · View notes
adverbzine · 3 years
Text
το ρόδο της Δήμητρας
trigger warning: ομοφοβία, τρανσφοβία, κακοποίηση
Tumblr media
γράφει η Κρινιώ Μπύρου
εσύ που βάσταξες τον πόνο όλου του κόσμου, που τόσο σκληρά σε αδίκησε, απο τον φόβο των ανίκανων να καταλάβουν τον αέρα στο φόρεμα σου, το χρώμα στα σκουλαρίκια σου, το άρωμα της γλυκιάς καρδιάς σου.
εσύ που χόρευες μες τον δρόμο στη Σκαμνιά, μέρα νύχτα με δυνατά τη μουσική, με όλο το θάρρος της ελευθερίας του εαυτού σου, που μόνη σου κατέκτησες, ταρακούνησες την κανονικότητα τους, στο πέρασμα σου.
Δημήτρη, Δημητρούλα μου, που σε τάισαν με φάρμακα για να γιατρέψουν τάχα την άρρωστη ψυχή σου, οι ιδιοι σου οι γονείς, που σε μάλωναν, σε χτυπούσαν δυνατά, σε έδιωχναν, και ο κόσμος έκλεινε τα μάτια, τ’ αυτιά και το στόμα μπροστά σου, και εσύ έμενες μόνη, όλο και πιο μόνη, αλλά σε κανέναν δεν κρατούσες κακία, τόσο μεγάλο ήταν το μεγαλείο σου.
εσύ ρόδο μου, που μάζεψες στάλα-στάλα όλο τον πόνο αυτού του κόσμου και τον σήκωσες, έμενες για χρόνια στο δρόμο απροστάτευτη, έφαγες δυνατό χαλάζι, αφόρητο ιδρώτα και σκέτη μοναξιά, στο ταλαίπωρο σου ήδη σώμα.
όλα τα αδέρφια σε παράτησαν γυμνή, μες στα σοκάκια του αγώνα σου, γιατί εσύ δεν ήσουν σαν εκείνους, εσύ ήσουν το ρόδο που παρέμεινε ρόδο, που δεν έδωσες σημασία στις λέξεις και στα ονόματα, αλλά στο πώς ένιωθες. εσύ με το ραδιόφωνο σου και τους χορούς, ξόρκιζες κάθε κακό στο διάβα σου.
δεν βρήκες ούτε ένα χέρι στον δρόμο τούτο για να κρατηθείς, ούτε ένα στέρνο να ακουμπήσεις, μόνη σου έφτιαξες το γέλιο σου, μόνη σου κόλλησες τα γυάλινα κομμάτια, που σου έσπασαν.
εσύ μια ομορφιά εξωτική με μια νότα Μεξικού, που τόσο σε φοβήθηκαν οι δύσμοιρο,, που όταν γύρισες στην Λέσβο έμπαιναν απο τα ανοιχτά παράθυρα σου και σε τραβούσαν βίντεο, για να έχουν να κοροιδεψουν, οι μαλάκες, κι εσύ σεμνή μέσα στο φόρεμα σου, έκλαιγες την μάνα σου που πέθαινε.
εσύ που σε βίασαν ξανά και ξανά και το σώμα σου έμεινε γδαρμένο, για χρόνια κάτω από την στρεϊτίλα των καταπιεσμένων, που δεν σε άφησαν στην ησυχία σου, να ζήσεις ελεύθερη και ήρεμη στο σπιτικό σου, που σε φώναζαν τρελό, ανώμαλο, πουστάρα, τραβεστί.
ο δρόμος σε πήρε μάτια μου, μακριά μας, ο δρόμος που σε ξέβρασε και πορεύτηκες, με όλη την δύναμη σου, μόνο με το γέλιο σου, δίχως να τον φοβηθείς.
ποτέ δεν νοιάστηκε κανείς για σένα, η κοινωνία σε παράτησε, η πολιτεία δεν ήταν εκεί, ακόμη και στο θάνατο σου, η ιστορία ήταν ακριβώς η ίδια, κάποιος σε χτύπησε με το αμάξι και σε άφησε στο δρόμο να αργοπεθαίνεις. κανείς δεν ρώτησε, κανείς δεν βοήθησε, κανείς δεν δήλωσε την εξαφάνιση σου,
για σένα Δημητρούλα μου, είναι φτιαγμένα όλα τα ποιήματα του κόσμου, αλλά τι να το κάνω αυτό, τώρα εσύ είσαι αλλού, κι όταν ήσουν εδώ εγώ δεν έγραφα για σένα.
Η Κρινιώ έγραψε πριν λίγο καιρό ένα ποίημα για την Δημήτρη. Μένει στη Δράμα, γράφει από μικρή, διαβάζει όποτε μπορεί, και πειραματίζεται. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στο blog της.
0 notes
adverbzine · 3 years
Text
Βγες έξω από το δωμάτιο
Tumblr media
γράφει η Δήμητρα Μ.
...και μετά σιωπή. Πάντα ακολουθεί σιωπή. Έχεις πει αυτά το λόγια στον εαυτό σου εκατομμύρια φορές, κι όμως κάθε φορά αυτή η φράση καταλήγει να είναι ακόμη ένα ψέμα που δεν λες σε κανέναν άλλο παρά σε εσένα τον ίδιο. 
‘Βγες έξω από το δωμάτιο.’
Διώχνεις αυτή τη σκέψη από το μυαλό σου. Ξανά.
Ανοίγεις τα μάτια σου και κοιτάς γύρω σου. Το παράθυρο είναι ανοιχτό, όπως και οι κουρτίνες. Βλέπεις τις κιτρινωπές αχτίδες του ήλιου να πέφτουν δίπλα σου και να χαϊδεύουν το, κάποτε άσπρο, χαλί, το οποίο έχεις να καθαρίσεις εδώ και πόσους μήνες. Σηκώνεις τα μάτια σου και κοιτάς τον ίδιο τον ήλιο. Τόσο λαμπερός και φωτεινός. Κάποτε ήσουν κι εσύ έτσι, ε; Τι έγινε, λοιπόν; 
Με κάποιες αργές και προσεκτικές κινήσεις βρίσκεσαι καθισμένος στο πάτωμα. Κάνει κρύο, μα το κουμπί για να ανοίξεις την σόμπα είναι τόσο μακριά. Είναι όμως;
Πλησιάζεις τον καθρέπτη του δωματίου σου. Φαίνεται παλιός, με κάποιες ελάχιστες ρωγμές, τις οποίες ίσως να μην παρατηρούσες καν, αν δεν καθόσουν να τον κοιτάξεις για αρκετή ώρα. Χαμογελάς. Μα δεν κοιτάς τον εαυτό σου στα μάτια. Ντρέπεσαι. Πώς έχεις καταλήξει; Τι έχεις γίνει;
‘Είμαι ακόμα ζωντανός…’ ψιθυρίζεις.
Στρέφεις το βλέμμα σου στον τοίχο, τον οποίο είχες βάψει με τόσα χρώματα κάποτε, έτσι, για να σου φτιάχνει την διάθεση. Κάποτε όντως βοηθούσε. Τώρα όμως.. Ειρωνικό, ε; 
Συγκρίνεις την ζωή σου με έναν καμβά. Ένας μεγάλος λευκός καμβάς, ο οποίος στέκεται μπροστά σου, περιμένοντας τον ζωγράφο. Ο ζωγράφος, σαφώς, είσαι εσύ. Ή μάλλον θα έπρεπε να είσαι εσύ. Είχες ήδη τελειώσει το σκίτσο όταν ήρθε κάποιος στον οποίο δεν άρεσε η ζωγραφιά σου. Και τότε αποφάσισε να την αλλάξει. Να σε ‘βοηθήσει’. Μα γιατί τον άφησες; Πώς έχεις καταλήξει; Τι έχεις γίνει;
Βάζεις τα παπούτσια σου και βγαίνεις από το σπίτι. Έτσι, χωρίς λόγο. Απλώς επειδή ήθελες. Ακούς τα πουλιά που κελαηδούν χαρούμενες μελωδίες στα κλαδιά των δέντρων. Ο ζεστός αέρας ακουμπάει το πρόσωπό σου, ενώ περνάει από δίπλα σου. Σηκώνεις το κεφάλι σου και κοιτάς ευθεία. Βλέπεις ��ολλούς περαστικούς. Άλλοι προχωρούν με γρήγορο βήμα, και άλλοι με αργό. Μα δεν μπορείς να δεις τα πρόσωπά τους. Είναι σαν να θολώνουν όταν πας να τα κοιτάξεις. Το συνειδητοποίησες πριν μία εβδομάδα αυτό.
Νιώθεις αδύναμος, πανικοβάλλεσαι και μπαίνεις τρέχοντας ξανά μέσα στο σπίτι. Έτσι μπράβο. Εδώ νιώθεις ασφαλής. Γυρίζεις στο δωμάτιό σου και κλείνεις την πόρτα, ενώ κάθεσαι ξανά κάτω και κοιτάζεις το πάτωμα, ακούς ένα σιγανό βουητό στα αυτιά σου.
‘Την επόμενη φορά... Θα πάω την επόμενη φορά...’
Ξαφνικά ακούς την πόρτα του δωματίου να ανοίγει. Δεν τολμάς να γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου για να κοιτάξεις τι γίνεται. Το βουητό γίνεται όλο και πιο δυνατό. Ανατριχιάζεις και κλείνεις τα μάτια σου. 
‘Α… Ντι… Ο…’
Ένας κρότος ακούστηκε. Το βουητό μεμιάς σταμάτησε και το τελευταίο που άκουσες ήταν μία βολή, ο ήχος της οποίας κόπηκε απότομα. Νιώθεις το σώμα σου να τρέμει ελαφρώς και έναν πόνο στο στήθος σου, ο οποίος όλο και ελαττώνεται. Πέφτεις στο κρύο πάτωμα του δωματίου σου και όλα θολώνουν μπροστά στα μάτια σου. Βλέπεις μία φιγούρα ενός άνδρα με ξανθά μαλλιά και χλωμό δέρμα. Είναι το μόνο που μπορείς να δεις πια. Τα πάντα γύρω σου αρχίζουν να σβήνουν....
‘Ήρθε, λοιπόν, και η δική μου σειρά. Ώστε αυτός είσαι…’
Ανακαλείς εκείνο Το Μήνυμα.
«Έχεις δύο εβδομάδες.»
‘Μα γιατί…’
Προσπαθείς να ανοίξεις τα μάτια σου για μια τελευταία φορά, μα οι απόπειρές σου είναι μάταιες. 
‘Γιατί να το κάνει αυτό..; Όχι… Λάθος.. Γιατί…’
Και τότε, ξαφνικά, κατάλαβες.
Κατάλαβες, πως σπατάλησες τον χρόνο σου άσκοπα. Άφησες τα συναισθήματα, τον φόβο σου, το άγχος και τον θυμό σου να σε τυφλώσουν. Δημιούργησες όλο αυτό το δράμα στο μυαλό σου και υπέφερες δύο ολόκληρες εβδομάδες για το τίποτα.
Δεν κάλεσες την αστυνομία. Δεν γύρισες πίσω στους γονείς σου. Δεν ζήτησες βοήθεια από τους φίλους σου. Δεν ζήτησες βοήθεια από κανέναν. Αφού δεν είσαι κανένας άλλος παρά ένας πεισματάρης υπερήφανος εγωιστής βλάκας.
Ένιωσες τον κόσμο σου να καταρρέει. Δύο ολόκληρες εβδομάδες χαμένες. Οι δύο τελευταίες σου εβδομάδες χαμένες. Και φταις μόνο εσύ. Και κανένας άλλος. Προσπαθείς να ρίξεις το φταίξιμο στον άνδρα.
‘Ποιος νομίζει ότι είναι για να μου στέλνει τέτοιες απειλές δίχως λόγο;’
Φυσικά. Δεν περίμενα τίποτα άλλο.
Φώναξε, ούρλιαξε, ζήτα βοήθεια! Τώρα που μπορείς! Ίσως να μην είναι πια αργά! Τότε, και μόνο τότε θα απελευθερωθείς και θα βγεις έξω από το δωμάτιο.
….
‘Τι ηλίθιος που είμαι… Συγχώρησέ με, μα δεν θα υπάρξει επόμενη φορά..’
Μετά από αυτή τη σκέψη η λάμψη μέσα στα μάτια σου έσβησε για πάντα.
Η Δήμητρα Μ. είναι μαθήτρια του Εργαστηρίου “Φιλαναγνωσία”. Το διήγημα “ Βγες έξω από το δωμάτιο ” γράφτηκε στα πλαίσια του πρότζεκτ “Βγες απ’ το δωμάτιο”.
Artwork από τον Αλέξανδρο Κατακάλο. Μένει στην Καβάλα, αυτοπροσδιορίζεται ως χαμένο μυαλό, κάνει κολαζάκια, γράφει και λίγο μουσική, κάνει και μερικά ποντκαστ.
Επιμελείται η Βασιλική Στρώλη. Είναι από Ξάνθη και έχει σπουδάσει στα Ιωάννινα, διδάσκει δημιουργική γραφή στη Φιλαναγνωσία.
1 note · View note
adverbzine · 3 years
Text
Συνειδητά Αστέρια
Tumblr media
γράφει η Κωνσταντίνα Αθ.
Αναβόσβηνε ο χρόνος,
περίμενε υπομονετικά,
σιγοτραγουδώντας τη δική του ιστορία.
Προσπαθούσε απλώς να εκφράσει
μια νοσταλγία μονολεκτική.
Κι εγώ τον θαύμαζα,
κι αγνάντευα τις άγρυπνες ψιχάλες.
Ξεχώριζα τους κρυστάλλινους κρότους της βροχής,
μουρμουρίζοντας αξημέρωτους παραλογισμούς.
Λησμονούσα άλλες εποχές,
τότε που τη νύχτα δεν υπήρχε σκοτάδι,
παρά μόνο όνειρα -πλέον ανεκπλήρωτα.
Ψάχνω, λοιπόν, να βρω μια πύλη,
να βρεθώ στον κόσμο της πολύβουης σιωπής.
Εκεί που θα κοιτώ ψηλά και θα αντικρίζω άνθη,
παρμένα από ψύχραιμες τρικυμίες.
Εκεί που η ζωή θα θυμίζει απόλαυση,
στολισμένη από συνειδητά αστέρια.
Η Κωνσταντίνα Αθ. είναι μαθήτρια του Εργαστηρίου “Φιλαναγνωσία”. Το ποίημα “Συνειδητά Αστέρια” γράφτηκε στα πλαίσια του πρότζεκτ “Βγες απ’ το δωμάτιο”.
Artwork από τον Αλέξανδρο Κατακάλο. Μένει στην Καβάλα, αυτοπροσδιορίζεται ως χαμένο μυαλό, κάνει κολαζάκια, γράφει και λίγο μουσική, κάνει και μερικά ποντκαστ.
Επιμελείται η Βασιλική Στρώλη. Είναι από Ξάνθη και έχει σπουδάσει στα Ιωάννινα, διδάσκει δημιουργική γραφή στη Φιλαναγνωσία.
2 notes · View notes